Από τους εκπροσώπους του Νέου Ρουμάνικου Κύματος, ο 54χρονος Κριστιάν Μουντζίου, πλάι στους Ρουμάνους σκηνοθέτες Άντριαν Σιτάρου και Ράντου Ζούντε, είχε λάμψει στο κινηματογραφικό στερέωμα μια 15ετία πριν, όταν κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, με την ταινία του «Τέσσερεις μήνες, τρεις βδομάδες, δύο μέρες» (2007), ενώ διακρίθηκαν και οι επόμενες ταινίες του «Πίσω από τους λόφους» (2012) και «Αποφοίτηση» (2016). Νέο Κύμα στο ρουμάνικο σινεμά αποτέλεσαν οι εδώ και μια 15ετία ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού, με χαρακτηριστική τη διαλεκτική διάσταση των διαλόγων, που τοποθετούν στον πυρήνα της ρουμάνικης κοινωνίας τις δημοκρατικές διεργασίες, πριν ο αμοραλισμός του καπιταλισμού σαρώσει τα πάντα.

Η νέα ταινία του Μουντζίου «R.M.N.», από τα αρχικά της μαγνητικής τομογραφίας στα ρουμάνικα, αποτελεί κατά τον ίδιο «μια σάρωση εγκεφάλου που προσπαθεί να ανιχνεύσει πράγματα κάτω από την επιφάνεια».

Μαθαίνοντας πως ο μικρός γιος του σταμάτησε ανεξήγητα να μιλάει, ο οξύθυμος σαραντάρης Ρουμάνος Ματίας (Μαρίν Γκριγκόρε), χασάπης σε εργοστάσιο κρεάτων στην Γερμανία, επιστρέφει εσπευσμένα στο χωριό του, κάπου στα χιονισμένα βουνά της Τρανσυλβανίας, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει μεταναστεύσει σε αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Οι λιγοστοί κάτοικοι βλέπουν εχθρικά την ακμάζουσα τοπική βιοτεχνία αρτοποιίας, που διευθύνεται από δυο ικανές γυναίκες, την πενηντάρα ιδιοκτήτρια και την τριανταπεντάρα διευθύντρια Τσίλα (Τζούντιθ Στέιτ), πρώην ταίρι του Ματίας. Στις επανειλημμένα άγονες προκηρύξεις για πρόσληψη περισσότερων αρτεργατών, ώστε η επιχείρηση να πληροί τις προϋποθέσεις για ευρωπαϊκή επιχορήγηση, και παρά τα κίνητρα με διπλά πληρωμένες υπερωρίες, οι κάτοικοι αδιαφορούν και η διοίκηση του εργοστασίου αναγκάζεται να προσλάβει νόμιμους αλλοδαπούς. Η τοπική κοινωνία διχάζεται, αναπτύσσοντας προσβλητικές ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους τρεις νεοφερμένους από την Σρι Λάνκα, με αποκορύφωμα την αποπομπή τους από την εκκλησία και τη συγκέντρωση υπογραφών, για την εκδίωξή τους από το χωριό, με τον Ματίας και την Τσίλα, που στο μεταξύ είχαν επανασυνδεθεί ερωτικά, να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.

Στοχεύοντας αυτή τη φορά να καταδείξει τα ανερχόμενα και ολοένα αυξανόμενα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού, ο Μουντζίου γράφει ο ίδιος και σκηνοθετεί μια ιστορία που τοποθετείται στην Τρανσυλβανία, μεταξύ Ουγγαρίας και Ρουμανίας, όπου για χρόνια συνυπήρχαν Ρουμάνοι, Ούγγροι και Ρομά. Με έγνοια να αναδειχθεί το πολυγλωσσικό άκουσμα της περιοχής, χρησιμοποιούνται διαφορετικά χρώματα στους ελληνικούς υπότιτλους, ανάλογα αν πρόκειται για ρουμάνικα, ουγγρικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά ή τη γλώσσα των μεταναστών. Μια μυθική τουριστική περιοχή που έχει συνδεθεί με τα Καρπάθια όρη και το θρύλο του Κόμη Δράκουλα αποκτά σύγχρονο προσωπείο, με τα προβλήματα ανεργίας και ανερχόμενου εθνικισμού, μέσα από τα τοπικά έθιμα και τις παγανιστικές παραδόσεις, στις γιορτές των Χριστουγέννων.

Εκτός από τις παραδοσιακές χορευτικές μουσικές του τοπικού συνόλου εγχόρδων στο γλέντι, οι τσιγγάνικες μουσικές παραδόσεις αναδεικνύονται με τον «Ουγγρικό χορό αρ. 5» του Μπραμς, ενώ ακούγεται και η ατάκα «μόλις καταφέραμε να ξεφορτωθούμε τους τσιγγάνους, γεμίσαμε ξένους…». Η Τσίλα χαλαρώνει τα βράδια στο σπίτι της, ερμηνεύοντας με το τσέλο το θλιμμένο «θέμα του Τζουμέντζι», του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι, ευρέως γνωστό από την ταινία «Ερωτική Επιθυμία» (2000/Γουόνγκ Καρ Γουάι). Το θέμα αυτό δεσπόζει στους τίτλους τέλους της ταινίας του Μουντζίου, υπογραμμίζοντας ένα διφορούμενο συμβολικό τραγικό τέλος, για τις αυξανόμενες γυναικοκτονίες, πρωτίστως όμως αποτελεί το μοτίβο του καταδικασμένου έρωτα των διαμετρικά αντίθετων πρωταγωνιστών. Τα κλασικά ακούσματα της ταινίας συμπληρώνει η αιθέρια μελωδία του περίφημου «Ντουέτου των Λουλουδιών» από την πρώτη πράξη της όπερας «Λακμέ» του Γάλλου συνθέτη του ρομαντισμού Λεό Ντελίμπ, που ακούγεται στο σπίτι της Τσίλα. Η πανανθρώπινη δύναμη της μουσικής σχολιάζεται με το μουσικό διάλογο του μετανάστη και της Τσίλα, που παίζουν με τα ποτήρια του κρασιού τη μελωδία «Φυρ Ελίζ» του Μπετόβεν και την οσκαρική ρομαντική μελωδία του Φράνσις Λε, από την ταινία «Ιστορία αγάπης» (1970/Άρθουρ Χίλερ), ακριβώς πριν τη βίαιη ρατσιστική επίθεση μασκοφόρων, κατά τα πρότυπα της Κου Κλουξ Κλαν.

Δεινός σεναριογράφος, εκτός από σκηνοθέτης ο Μουντζίου, αφουγκράζεται στις ταινίες του τα προβλήματα των γυναικών, με ιστορίες που καταδεικνύουν την κοινωνική τους αντιμετώπιση, όταν διεκδικούν εργασιακή και ερωτική ισότητα. Έτσι, η διαζευγμένη Τσίλα, πετυχημένη εργασιακά ως διευθύντρια της βιοτεχνίας αρτοποιίας, αποτυπώνεται όμορφη, έξυπνη, καλλιεργημένη και ατρόμητη, ενώ απολαμβάνει τη σεξουαλικότητά της, θέτοντας όρια στον εραστή της, που φέρεται κτητικά. Επιλέγει να ταχθεί δυναμικά στο πλευρό των μεταναστών, ανήκοντας και η ίδια σε εθνική μειονότητα, με καταγωγή από Ουγγαρία.

Στον αντίποδα, ο αρρενωπός Ματίας, γέννημα-θρέμμα των ορεσίβιων πατριωτών της περιοχής, με προγονική καταγωγή από το Λουξεμβούργο, παρουσιάζεται ως στιβαρός επιδέξιος χασάπης, ενώ υπάρχουν υπονοούμενα για παρελθόν βίαιης συμπεριφοράς στην πρώην γυναίκα του. Μπορεί να κυκλοφορεί με το τουφέκι του στον ώμο, εντούτοις εμφανίζεται συναισθηματικός. Προτρέπει τον γιο του να ανεξαρτητοποιηθεί, μαθαίνοντάς του να κυνηγάει και να επιβιώνει στη φύση, ενώ έχει επωμισθεί και τον άρρωστο πατέρα του, με τον οποίο συνομιλούν στα γερμανικά. Αδυνατώντας να κατανοήσει την ανεξάρτητη Τσίλα, συντάσσεται με την πλειοψηφία του χωριού, που θέλει να διώξει τους μελαμψούς εργαζόμενους.

Ακολουθώντας ο Μουντζίου σκηνοθετικά την ανθρωποκεντρική ρεαλιστική αισθητική που καθιέρωσε, χρησιμοποιεί και στη νέα του ταινία σταθερά πλάνα μεγάλης διάρκειας, όπου καταγράφεται όλη η δράση. Ενίοτε, μεταφέρει τους διαλόγους, με την κάμερα από τον έναν στον άλλον, πάντα με διάθεση κοινωνικού σχολιασμού, ενώ κρατά αρκετά στοιχεία εκτός κάδρου, αναδεικνύοντας μια αόρατη απειλή, που -όπως και στον Χάνεκε- συνδιαλέγεται με την αίσθηση συλλογικής ενοχής, όπως με τον εκτός κάδρου κρεμασμένο, αλλά και τα πρόβατα στο μαντρί του πατέρα του Ματίας, που εξαφανίζονται μυστηριωδώς.

Εντούτοις, γεγονότα και εικόνες από την αφήγηση του παρόντος σε μια φαινομενικά χρονολογική σειρά, ενδέχεται να έχουν τελεστεί σε μια ετεροχρονισμένη διάσταση σύγχυσης, που θέτει υπό αμφισβήτηση τον πρωταγωνιστή, ώστε να αναδειχθεί μέσα από την ενοχή, η ξενοφοβία της ρουμάνικης κοινωνίας, εγείροντας για άλλη μια φορά, σκέψεις για τη βίαιη μετάβαση από τον ουμανισμό του σοσιαλισμού, στον ατομικισμό του καπιταλισμού και στο ρουσφέτι και από εκεί, μέσα από τα καταπατημένα εργασιακά δικαιώματα, στην ανεργία και στο ρατσισμό, που καταλήγουν με μαθηματική ακρίβεια στον εκφασισμό των πρώην σοσιαλιστικών χωρών.

Η κινηματογράφηση ακολουθεί τους πρωταγωνιστές σε μια ρεαλιστική καταγραφή γεγονότων και κυρίως των διαλόγων που περικλείουν χαρακτηριστικές λέξεις ρατσιστικού μίσους. Έτσι, σε ένα ξενοφοβικό παραλήρημα, οι ντόπιοι δηλώνουν πως δεν θέλουν να τρώνε ψωμί από τα χέρια των μελαμψών μεταναστών και επιμένουν να τους διώξουν, με το αστείο επιχείρημα πως είναι καλύτερα να παραμείνουν στη χώρα τους, τη στιγμή που και οι ίδιοι έχουν συγγενείς που εργάζονται σε ξένες χώρες. Όσο οι Ρουμάνοι θεωρούν ρετσινιά την τσιγγάνικη καταγωγή, τόσο οι άλλοι Ευρωπαίοι τους αντιμετωπίζουν ως «βρωμοτσιγγάνους», όπως ακριβώς αποκάλεσε ο Γερμανός στην αρχή της ταινίας, τον Ματίας. Το εθνικιστικό αφήγημα συμπληρώνεται με τον ισχυρισμό στο δείπνο της παραμονής των Χριστουγέννων ενός ντόπιου στα γαλλικά πως «οι κάτοικοι της Τρανσυλβανίας συγκράτησαν τους ξένους εισβολείς, Μογγόλους και Ούνους, έξω από την Ευρώπη», ενώ αναφέρουν πως μάταια προσπάθησαν να αναπτυχθούν ανάμεσα σε ισχυρές αυτοκρατορίες.

Μικρό δείγμα ελπίδας απέναντι σε αυτές τις ρατσιστικές αντιπαραθέσεις, η πράξη του γιου του πρωταγωνιστή, που αντί να σκοτώσει, ελευθερώνει την παγιδευμένη αλεπουδίτσα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!