Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

Διάκος

Μέρα τ’ Απρίλη
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος,
με το τριφύλλι.

Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.

Τ’ άνθη ευωδούσαν
κ’ είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»

Αλέξανδρος Πάλλης (1852-1935)

Κανάρης

Όλη η βουλή των προεστών στο μώλο συναγμένη
είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση
«Τίποτα, αρχόντοι δε φελά, μονάχα το καράβι.»
Σαν μ’άκουσε ένα απ’ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει
«Ποιος είναι αυτός, και πως τον λεν, που συμβουλές μας δίνει;»
Να τα Ψαρά πώς χάθηκαν. Κι’ εγώ φωτιά στο χέρι
πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιός τα μέρη,
κι’ είπα από κει – δε βάστηξα με χείλια πικραμένα
«Να! πώς με λεν εμένα!»

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

Χαλκόπλαστος

Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλάρης,
ο στοχασμένος να Κολοκοτρώνης!
– Το φύσημά σου πού θα ξαναπάρεις;

Κάπου το χέρι απλώνεις που τ’ απλώνεις;
– Μακριά, πολύ μακριά, αλλού πέρα!
Στ’ αγνά δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις

στον πόλεμο, στων όλων τον πατέρα,
στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία,
στην κλεφτουριά, στου Τούρκου τη φοβέρα!

– Και γύρω σου κι εμπρός σου η Πολιτεία
με τα λογής παλάτια τα πλατιά,
σκολειά, καζάρμες, θέατρα, υπουργεία:

Μ’ αποκρίθη: Τσεκούρι και φωτιά!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!