Στοιχεία και μαρτυρίες φανερώνουν ανισότητα και διακρίσεις στον εργασιακό χώρο

Της Έλλης Σιαπκίδου*

 

Την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, στις 8 Μαρτίου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μέσω του λογαριασμού του στο Twitter, ευχήθηκε στις γυναίκες όλου του κόσμου που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους «δύναμη και τύχη». Αναφέρθηκε στις ηλικιωμένες της Λέσβου που τάισαν τα μωρά των προσφύγων και στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, την ιστορικό από τη Βουλγαρία, η οποία τυφλώθηκε από το ένα μάτι μετά από δολοφονική επίθεση εναντίον της το 2008 με θειικό οξύ, για τη συνδικαλιστική της δράση.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναγνωρίζει ότι πρέπει να γίνουν πολλά στο θέμα της ισότητας των δύο φύλων και σε σύγκριση με προηγούμενες κυβερνήσεις φαίνεται διατεθειμένη να πάρει πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, πρόσφατα εκπόνησε έναν «Οδηγό Χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας» για την άρση του σεξιστικού λόγου στα δημόσια έγγραφα.

Όμως, η πραγματικότητα που βιώνουν οι γυναίκες στον χώρο εργασίας είναι άθλια. ;Eχουν περισσότερες πιθανότητες από τους άντρες να καταλήξουν άνεργες, να αμειφθούν λιγότερο για την ίδια δουλειά και να απολυθούν, ειδικά αφού γίνουν μητέρες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, τον Νοέμβρη του 2016, το ποσοστό των γυναικών που είναι άνεργες ανέρχεται σε 27,5% σε σύγκριση με το 19,4% των ανδρών. Στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων, δηλαδή εκείνων που αναζητούν εργασία για περισσότερο από 12 μήνες, το 62,35% είναι γυναίκες. Αυτό ισοδυναμεί αριθμητικά με περισσότερο από μισό εκατομμύριο γυναικών. Ωστόσο, εκτιμάται ότι τα ανεπίσημα ποσοστά της ανεργίας των γυναικών είναι πολύ υψηλότερα.

Οι γυναίκες είναι αυτές οι οποίες απασχολούνται σε θέσεις ανεπίσημες και μη καταγεγραμμένες, στη σκιώδη οικονομία. Οι γυναίκες είναι εκείνες που αναλαμβάνουν τη φροντίδα άλλων (ανηλίκων ή ηλικιωμένων), τα οικιακά, όπως επίσης εργάζονται σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις, όπου δεν απαιτείται υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων και δεν συνοδεύονται από ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ένσημα.

Για παράδειγμα, η Νίτσα Π., μια γυναίκα 70 ετών που ζει στην Αθήνα, συντηρείται από τον σύζυγό της. Τα πρωινά φροντίζει τον εγγονό της, 4 ετών, ενώ η κόρη της είναι στη δουλειά. Στη συνέχεια, επιστρέφει και αναλαμβάνει τις δουλειές του δικού της σπιτιού και το βράδυ πηγαίνει φαγητό και κάνει παρέα σε μια γειτόνισσα 85 ετών.

Η Λίντα Κ., 64 ετών, πρώην κεραμοποιός και ζωγράφος, ζει στην Κρήτη και τα τελευταία 5 χρόνια, έχει αναλάβει τη φροντίδα μιας ηλικιωμένης 90 ετών. Παίρνει 450 ευρώ το μήνα για 20 ώρες την εβδομάδα. Δεν είναι ασφαλισμένη και δεν της κολλάνε ένσημα.

Είναι αναμενόμενο λοιπόν, οι ηλικιωμένες γυναίκες να έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν κάτω από το όριο φτώχειας από τους άντρες. Το 15,2% των γυναικών άνω των 65 ετών κινδυνεύουν να πέσουν κάτω από το όριο φτώχειας, σε σύγκριση με το 11,9% των ανδρών. Για τις γυναίκες άνω των 75 ετών, το ποσοστό αυξάνεται στο 18,1% σε σχέση με 11,2% των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας.

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα έχει υπολογιστεί στο 15%, δηλαδή οι γυναίκες πληρώνονται 15% λιγότερο από τους άντρες για την ίδια εργασία. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (23%), αλλά σε ορισμένους τομείς η διαφορά είναι διπλάσια. Η επαγγελματική κατηγορία με τη μεγαλύτερη μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι οι επαγγελματίες υγείας (γιατροί κ.λπ.), όπου φτάνει το 44%, καθώς και οι θέσεις οικονομικού και εμπορικού διευθυντή/διευθύντριας (42%).

 

Νόμοι και πραγματικότητα

Οι μητέρες με μικρά παιδιά είναι άλλη μια κοινωνική ομάδα η οποία πλήττεται από κακή μεταχείριση και ρατσισμό στον χώρο εργασίας, στον ιδιωτικό τομέα. Ο νόμος προβλέπει άδεια μητρότητας και ενθαρρύνει την επιστροφή της μητέρας στη δουλειά μετά τη γέννα, αλλά η κακή μεταχείριση κάνει την παραμονή των μητέρων στον χώρο εργασίας πολύ δύσκολη.

Οι έγκυες γυναίκες στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα, δικαιούνται έως και 4 μήνες της άδειας μητρότητας, το κόστος των οποίων καλύπτεται από τον εργοδότη (2 μήνες πριν τον τοκετό και 2 μήνες μετά). Επίσης μπορούν να λάβουν άδεια από τον ΟΑΕΔ για άλλους 6 μήνες, με επίδομα 500 ευρώ το μήνα. Οι περισσότερες έγκυες προσπαθούν να εργαστούν όσο πιο κοντά στην ημερομηνία του τοκετού τους, προκειμένου να πάρουν όλη την άδεια μετά τη γέννα. Καταλήγουν λοιπόν καταπονημένες και εξαντλημένες κατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης τους. Αυτό συνέβη στην Μαρία Π., η οποία κατέληξε στο νοσοκομείο με υπερκόπωση στον έβδομο μήνα κύησης.

Η Μαρία εργαζόταν για 10 χρόνια ως προϊσταμένη λογιστηρίου σε μια μεγάλη πολυεθνική διαφημιστική εταιρεία, όταν έμεινε έγκυος. Πήρε τη νόμιμη άδεια μητρότητας (4 μήνες συν 6 από το κράτος). Λίγα χρόνια αργότερα, όταν έμεινε έγκυος στο δεύτερο παιδί της, ο προϊστάμενός της, της είπε ότι «δεν συμφωνεί με την απόφασή της να κάνει οικογένεια». Στη συνέχεια, τη μετακίνησε σε μια θέση χαμηλότερη της εμπειρίας και των ικανοτήτων της. Όταν το δεύτερο παιδί της έγινε ενός έτους, η Μαρία απολύθηκε, όπως επιτρέπει ο νόμος. Από τότε δεν εργάζεται.

Λέγεται συχνά ότι η Ελλάδα έχει καλούς νόμους, αλλά δεν εφαρμόζονται. Το νομικό πλαίσιο θα έπρεπε να προστατεύει τις γυναίκες και τις μητέρες στον χώρο εργασίας. Αλλά η ανισότητα και οι διακρίσεις είναι βαθιά ριζωμένες στους τρόπους συμπεριφοράς και στις αντιλήψεις ανδρών (και δυστυχώς γυναικών). Η κοινωνία εξακολουθεί να υιοθετεί συγκεκριμένους ρόλους για τα δύο φύλα, των «αρσενικών που πληρώνουν» και φέρνουν το εισόδημα και των «θηλυκών που φροντίζουν» τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και το σπίτι.

Οι εργοδότες δεν υποστηρίζουν τις νόμιμες ευέλικτες μορφές εργασίας και η μερική απασχόληση ισοδυναμεί με εργασία χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Παράλληλα, η φροντίδα ανηλίκων και ηλικιωμένων εξακολουθεί να θεωρείται ελαφριά εργασία («Πώς κουράστηκες; Αφού ήσουν με τα παιδιά στο σπίτι όλη μέρα»).

Η παγκόσμια κοινότητα αναγνωρίζει όλο και περισσότερο ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν ισότιμη θέση με τους άντρες στον χώρο εργασίας, όχι μόνο γιατί είναι ηθικά και κοινωνικά σωστό, αλλά και γιατί είναι οικονομική επιταγή.

Σύμφωνα με έρευνα της Ομάδας Γυναικών για τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αγγλίας για τη Διεθνή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (1), οι δημόσιες επενδύσεις στην παιδική φροντίδα και τις υπηρεσίες φροντίδας ηλικιωμένων, είναι αποτελεσματικές για τη μείωση τους χρέους και των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού. Τέτοιου είδους επενδύσεις οδηγούν, σύμφωνα με την έρευνα, στη μείωση της ανεργίας, την αύξηση του εισοδήματος, την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και προωθούν την ισότητα των δύο φύλων.

Τέτοιες πολιτικές θα ήταν οι πλέον απαραίτητες στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά υπό το καθεστώς επιτροπείας και δημοσιονομικής προσαρμογής που επιβάλλουν τα Μνημόνια, είναι και οι πλέον απίθανες να εφαρμοστούν.

 

(1) UK Women’s Budget Group for the International Trade Union Confederation (ITUC)

 

* Η Δρ. Έλλη Σιαπκίδου είναι ανεξάρτητη ερευνήτρια, με έδρα το Λονδίνο

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!