Του Τάσου Βαρούνη

 

Στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, ο φίλος και συνεργάτης Γιάννης Ραχιώτης, εξέφρασε την κριτική του για τις απόψεις που προβάλλει η εφημερίδα σχετικά με το ζήτημα του ευρώ, των δυτικών ολοκληρώσεων και της αποχώρησης της χώρας απ’ αυτές. Ο διάλογος είναι αναγκαίος και καλοδεχούμενος. Ειδικά στις μέρες μας όπου σημασία δεν έχουν μονάχα «γραμμές» και στόχοι αλλά επίσης αντιλήψεις και οπτικές. Η ειλικρίνεια, η ανοιχτότητα, ο ουσιαστικός και σοβαρός τρόπος αντιμετώπισης των θεμάτων, αποτελούν βεβαίως προϋποθέσεις για έναν τέτοιο διάλογο. Αρκετοί άνθρωποι έχουν αρθρογραφήσει κατά καιρούς στον Δρόμο σχετικά με το εν λόγω ζήτημα. Δεν είναι όλες οι προσεγγίσεις ταυτόσημες. Γι’ αυτό και η απουσία μιας στοιχειώδους αναφοράς σε συγκεκριμένες απόψεις, συντάκτες και κείμενα είναι προβληματική.

Δύσκολα θα βρεθούν άρθρα που να θυμίζουν «την πιο εμβληματική θέση των αλήστου μνήμης ευρωκομμουνιστών». Είναι, πιστεύουμε, σαφής η εκτίμηση του Δρόμου ότι η παγκοσμιοποίηση δεν υπήρξε μια αντικειμενική εξέλιξη, δεν συνιστά θετικό μονόδρομο και ούτε η άρνησή της ορίζει κάποιου τύπου οπισθοδρόμηση ή καθυστέρηση. Αλλά και από πουθενά δεν προκύπτει μια στρατηγική του τύπου «να δώσουμε τη μάχη από τα μέσα». Η ανάκτηση της κυριαρχίας είναι κομβικό ζήτημα που όμως θα περνά μέσα από μια διαλεκτική ρήξεων και πάντα σε συνάρτηση με τις πραγματικές καταστάσεις. Υπάρχουν πολλοί δρόμοι μετάβασης προς την απελευθέρωση, πολλές μεγάλες και μικρές στιγμές, δεν είναι «μια και έξω», αλλά μια ολόκληρη διαδικασία πολλαπλών μετασχηματισμών, αλλαγής συσχετισμών εσωτερικά κυρίως, αλλά και προσμέτρησης των διεθνών όρων. Κάθε σχηματοποίηση και απλοποίηση δε βοηθά. Πολύ περισσότερο, η κυριαρχία θα έχει σχέση με τα περιεχόμενα, τις τομές, τις περιοχές και τα πεδία που θα την υποβαστάζουν και θα την οικοδομούν και όχι ως φραστικό παιχνίδι του «μέσα-έξω».

Ακόμα και το παράδειγμα για την εμπλοκή του ’87 δείχνει μια μεγαλύτερη ποικιλία συγκρουσιακών επιλογών. Η Ελλάδα ως μέλος του ΝΑΤΟ, κινήθηκε εκτός ΝΑΤΟϊκού πλαισίου. Ή και περαιτέρω: Ήταν ο αυθεντικός «Ανήκομεν εις την Δύση» Καραμανλής που μάς έβγαλε το ’74 από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ όχι πιεζόμενος από κάποια «δέσμευση» -όπως ο «Έξω από το ΝΑΤΟ» Παπανδρέου- αλλά από ένα πραγματικό και μαζικό κοινωνικό ρεύμα αντιαμερικανισμού (και βέβαια σε μια συγκυρία μεγάλων αντιθέσεων Ευρώπης-ΗΠΑ). Πέρα, λοιπόν, από το σπάσιμο κάθε δεσμού με το δυτικό κόσμο συνολικά, μια ρήξη που δεν ακολουθεί καμιά αντικειμενική και υποκειμενική δυναμική, θα μπορούσαν να δοκιμαστούν άλλα πράγματα.

Το να φύγει το ΝΑΤΟ από το Αιγαίο ή το να μην επεκταθεί η βάση της Σούδας. Το να μην υπογράφονταν κυρώσεις ενάντια στην Ρωσία ή το να προχωρούσε μια συμμαχία των χωρών του Νότου ενάντια στην γερμανική Ευρώπη. Αν θέλουμε να γίνουμε και πιο πεζοί, ακόμα και το δημοψήφισμα του 2015, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες στιγμές αντίστασης και ανάτασης του ελληνικού λαού, χωρίς να τεθεί κανένα θέμα περί ΝΑΤΟ. Αν πάλι υπάρχει κάποιο σχέδιο που να αδιαφορεί ή να θέλει να ακυρώσει κάθε υποψία ευρωπαϊκής ή δυτικής διάστασης της χώρας, να τεθεί ως τέτοιο στα σοβαρά, προσφέροντας όμως κι έναν στοιχειώδη προσανατολισμό του «προς τα πού να πάμε και πως;». Γιατί το να καταγράφεται απλά ότι υπάρχει η Ρωσία, η Κίνα και ο πολυπολικός κόσμος είναι σωστό αλλά δεν αρκεί για να ορίσει μια προοπτική.

* * * * * * *

Επιπλέον, ουδέποτε αντιμετωπίστηκε από το Δρόμο η Ε.Ε. ως ένα πλαίσιο «αλληλεγγύης, κοινών αξιών, κοινών συμφερόντων, δημοκρατικού κεκτημένου». Ακόμα και «ο χλευασμός της ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας» αποτελεί καρικατούρα. Αν κάτι όντως κριτικάρουμε είναι η εμμονή σε συνθηματολογίες που τάχα ξεκλειδώνουν όλες τις πόρτες. Δεν προχωρούν έτσι τα πράγματα. Η πορεία προς την απελευθέρωση, προς την διέξοδο της χώρας, απαιτεί μια συνολική ματιά για το περιεχόμενο του γενικού στόχου. Ταυτόχρονα, χρειαζόμαστε μια συνεξελικτική αντίληψη για την προώθηση πολιτικών και την οικοδόμηση δυνάμεων σε διάφορα πεδία και σφαίρες: Πολιτικό, πολιτειακό, οικονομικό, παραγωγικό, γεωπολιτικό, σχέση με Ευρώπη, ΗΠΑ, Ρωσία, Βαλκάνια, Τουρκία, νέα συνείδηση, δημοκρατία, νέοι θεσμοί κ.λπ. Αν η κρίση είναι καθολική, έτσι και η απάντηση σε αυτήν πρέπει να έχει καθολικό χαρακτήρα. Αυτό δεν σημαίνει «κάτω ο καπιταλισμός», αλλά ανάγκη να αγγιχτούν όλες οι σφαίρες και πλευρές της κοινωνικής ζωής και να διατυπωθούν προτάσεις.

Αυτό δεν αγνοεί ιεραρχήσεις, προτεραιότητες ή και διλήμματα που η ίδια η ζωή –και η πολιτική- βάζει μπροστά, αλλά επιμένει στην πολλαπλότητα των μετώπων πέρα από μαγικά κλειδιά και μονοκαλλιέργειες. Οι ενστάσεις μας, λοιπόν, σε καμιά περίπτωση δεν υποτιμούν την σημασία μιας νομισματικής κυριαρχίας, αλλά την εμφάνισή της ως μια απόλυτη προϋπόθεση που ρουφά όλα τα άλλα καθήκοντα, αγνοώντας σημαντικούς ακόμα τομείς αντιπαράθεσης. Μα και η επιλογή του νομίσματος σαν αφετηριακό ζήτημα, ωθεί προς την σύλληψη της λύσης με όρους μιας οικονομικής διευθέτησης, συσκοτίζοντας έτσι το πραγματικό πεδίο των συγκρούσεων. Ένα παράδειγμα: Ακόμα και στο ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης που αναφέρεται στο άρθρο, θα είχε περισσότερο νόημα το να μελετήσουμε αλλά και να δοκιμάσουμε το «γιατί, πώς, ποιοι», ποιες πολιτικές, διεκδικήσεις και πρακτικές προωθούν αυτή την ανάγκη και κατεύθυνση, παρά το να καταλήξουμε στο ότι «δεν γίνεται εντός ευρώ». Το πρώτο κάτι μετασχηματίζει και συγκροτεί πολιτικά και κοινωνικά, το δεύτερο όχι.

Υπάρχει όμως κι ένα ακόμα ζήτημα που δεν σχολιάζεται στο άρθρο. Η γραμμή «σε πετάω έξω από την ΟΝΕ» ως μια συστημική επιλογή κέντρων της ευρωκρατίας. Γιατί δεν μπορεί ν’ απουσιάζουν από την πολιτική ανάλυση οι συσχετισμοί, οι αντικρουόμενες επιδιώξεις, ο χρόνος, το τι γεννά κάθε επιλογή ή γεγονός. Η ζωή δεν είναι οικονομικοτεχνικά σχέδια, ούτε υπάγεται σε αυτοματισμούς. Και οι αποφάσεις στην πολιτική έχουν τις δικές τους δυναμικές. Η όποιας μορφής «αγωνιστική ηγεσία» και ειδικά στις συνθήκες της χώρας μας δεν θα είχε «απλά» να εφαρμόσει ένα οικονομικό σχέδιο αλλά να συμπαρασύρει έναν λαό σε μια πολύ δύσκολη μάχη. Αυτό προφανώς σημαίνει να εκτιμά καθαρά κάποια κομβικά ζητήματα, αλλά, επίσης, σημαίνει φρόνημα, συγκροτήσεις, κινήματα. Οι όροι γι’ αυτά ελάχιστα απασχολούν τους χώρους της αριστεράς.

* * * * * * *

Τέλος, κι επειδή υπονοείται μια προσχώρηση στην «καταστροφολογία» ας το διευκρινήσουμε. Το ότι επτά χρόνια μνημονίου έχουν διαλύσει πολλές από τις πλευρές της υπόστασης του λαού και της χώρας δεν είναι καταστροφολογία αλλά καταστροφή. Το ότι οι όροι μιας διεξόδου καθίστανται έτσι δυσκολότεροι δεν παράγει αυτόματα «επιχείρημα για τη συνέχιση του εγκλωβισμού», αλλά προτροπή για ανασυγκρότηση και προετοιμασία αυξημένων απαιτήσεων.

Λίγο πιο γενικά: Η ανάπτυξη των αγώνων ακολουθεί τους δικούς της δρόμους και όχι τις συνταγές του «αντικειμενικά σωστού». Δεν υπάρχουν από τη μια οι πολιτικοί στόχοι κι από την άλλη τα υποκείμενα που ενδέχεται να τους υιοθετήσουν. Αυτό συνιστά μια εργαλειακή αντίληψη για τα κινήματα και τη λαϊκή έκφραση. Οι στόχοι ανακαλύπτονται, κατακτιούνται από τα όποια υποκείμενα σε μια πραγματική πορεία αγώνων και συμμετοχής. Εδώ ίσως να εντοπίζεται και η βασική μας διαφωνία με τον Γιάννη Ραχιώτη. Ανάμεσα στον τίτλο του άρθρου του («Γιατί πρέπει, τώρα, να φύγουμε από τις δυτικές ολοκληρώσεις») και στην τελευταία φράση του («Οι δυνατότητες, λοιπόν, για μια ανεξάρτητη πολιτική υπάρχουν, μένει να δούμε αν η ελληνική κοινωνία μπορεί να αναδείξει τα ανάλογα πολιτικά υποκείμενα»), εμείς αναγνωρίζουμε ένα πρόβλημα, μια «αντίφαση».

Με όλα αυτά, προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε το γιατί από τα πρωτοσέλιδα του Δρόμου απουσιάζουν τα μακρινάρια του τύπου «Έξω από την ΟΝΕ-Ε.Ε-ΕΚΤ-ΝΑΤΟ κλπ.». Σε μια εποχή ανακατατάξεων, ας ψάξουμε τρόπους ώστε ο ευρωσκεπτικισμός και γενικότερα η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης να τροφοδοτήσουν γόνιμες εναλλακτικές και να συμβάλουν στην οικοδόμηση μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Οι αιχμές μπορεί να βοηθούν αλλά μόνο στο πλαίσιο συνολικότερων κατευθύνσεων. Σίγουρα πάντως όχι ως «σημαίες ευκαιρίας», ως «οριοθετήσεις» κομματικών συγκροτήσεων, ως όχημα για ανάδειξη «φορέων» στην πολιτική σκηνή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!