του Larry Kuehn*
Οι αναφορές για καταχρηστικές μεθόδους από μεγάλες εταιρίες κοινωνικών δικτύων όπως η Google και η Facebook, έφεραν επιτέλους στο προσκήνιο τους κινδύνους των μονοπωλίων στην επικοινωνία μας. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αυτά τα μονοπώλια έχουν αποικίσει τη δημόσια εκπαίδευση περνάει απαρατήρητος. Μιλάμε για μια ανεξέλεγκτη ιδιωτικοποίηση που μεταμφιέζεται σαν βασικό συστατικό της «μάθησης στον 21ο αιώνα».
Οι πέντε πρώτες εταιρίες σε παγκόσμιο κεφάλαιο είναι τεχνολογικές πλατφόρμες- Apple, Google, Microsoft, Amazon και Facebook. Οι πλατφόρμες φιλοξενούν ποικίλες υπηρεσίες και χρήσεις. Και οι πέντε εταιρίες γιγαντώθηκαν σε πολύ σύντομο διάστημα, γι’ αυτό δεν υπάρχει σημαντικός ανταγωνισμός έξω από αυτή την ομάδα. Η μία ανταγωνίζεται την άλλη, προσθέτοντας υπηρεσίες που διασφαλίζουν το μονοπώλιό τους με το να προσφέρουν στους χρήστες online υπηρεσίες.
Αν αναπτυχθεί μια καινούρια υπηρεσία που φαίνεται ότι θα κερδίσει τους χρήστες ή ανταγωνίζεται ένα στοιχείο της πλατφόρμας, αυτή αγοράζεται ή ενσωματώνεται μέσα στην πλατφόρμα ώστε να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός. Εναλλακτικά, χρησιμοποιούν τους τεράστιους πόρους τους για να αναπτύξουν μια αντίστοιχη εφαρμογή που θα ωθήσει τους πιθανούς ανταγωνιστές στην άκρη.
Ο Srnicek στο βιβλίο του «Καπιταλισμός της Πλατφόρμας» τονίζει ότι η ανάπτυξη τέτοιων μονοπωλίων «εισάγει νέες τάσεις εντός του καπιταλισμού που θέτουν νέες προκλήσεις σε ένα μετά-καπιταλιστικό μέλλον». Το να δημιουργηθούν δημόσιες πλατφόρμες συνεργασίας γίνεται άπιαστο όνειρο.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το ότι αυτές οι πλατφόρμες έχουν προχωρήσει στην αποικιοποίηση της εκπαίδευσης. Η δημόσια εκπαίδευση αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο κομμάτι δυνητικών εσόδων. Στα σχολεία βρίσκονται οι μελλοντικοί καταναλωτές και χρήστες των υπηρεσιών τους.
Αποικιοκρατία είναι μια διαδικασία όπου μια σημαντική δύναμη μετακινείται σε μια περιοχή και κυριαρχεί σε αυτήν. Παίρνει τον έλεγχο όχι μόνο της παραγωγής και των πόρων, αλλά επιβάλλει –συνήθως με μυστικότητα και δύναμη- τις διαδικασίες, τις προσεγγίσεις ακόμα και τις αξίες του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Και οι μονοπωλιακές πλατφόρμες είναι στο δρόμο να κυριαρχήσουν στη δημόσια εκπαίδευση.
Ο πιο πετυχημένος αποικιοκράτης είναι η Google. Μια πρόσφατη αναφορά δείχνει ότι η G-Suite for Education (χώρος εργασίας για την εκπαίδευση) της Google, χρησιμοποιείται από τους μισούς εκπαιδευτικούς και φοιτητές στις ΗΠΑ. Ο Καναδάς πλησιάζει τα ίδια επίπεδα χρήσης. Περιλαμβάνει ένα εύρος ελεύθερων λογισμικών εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μαθητές και εκπαιδευτικούς –επεξεργαστές κειμένων, παρουσιάσεις, λογιστικά φύλλα κ.ά. Η G-Suite περιλαμβάνει τη «σχολική αίθουσα», ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης της μαθησιακής διαδικασίας που παρακολουθεί βαθμολογίες, συμμετοχή στο μάθημα και άλλα. Φυσικά και το YouTube εμπλέκεται στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Η ρευστή οριοθέτηση ανάμεσα στις έννοιες “δεδομένα” (ατομικά) και “πληροφορία” (συλλογική), επιτρέπει στην Google να υιοθετεί το προφίλ μιας εταιρίας online μάρκετινγκ και την ίδια στιγμή να προσομοιώνει τις πρακτικές και τις αξίες ενός δημόσιου ιδρύματος
Συνεχώς προστίθενται καινούρια στοιχεία. Το «Google Sites» προωθείται ως ηλεκτρονικό χαρτοφυλάκιο μαθητών, γιατί «κάθε μαθητής πρέπει να κάνει δημοσιεύσεις για όλο τον κόσμο». Απέκτησε την εφαρμογή Workbench που ενσωματώθηκε στη σχολική αίθουσα της Google για να παραδίδει «μαθήματα δημιουργικής απασχόλησης με επίκεντρο το STEM (επιστήμη-τεχνολογία-μηχανική-μαθηματικά)», ως μέρος του σχεδίου της «να βοηθήσει τα σχολεία και τους εκπαιδευτές να αντιμετωπίσουν τις συνολικές τους ανάγκες μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία».
Η Google, σε αντίθεση με τα δημόσια ιδρύματα, διαμορφώνει την προσφορά και τη ζήτηση. Η θέση της ως αποικιοκρατική δύναμη ισχυροποιείται και από το εργαλείο που χρησιμοποιείται στα σχολεία, το Chromebook της Google. Είναι πιο φτηνό από τα υπόλοιπα γιατί το λειτουργικό σύστημα που χρειάζεται παρέχεται από την Google στο cloud (υπολογιστικό νέφος) –λογισμικό, εφαρμογές και μνήμη. Δε χρειάζεται πια να τα έχεις όλα αυτά μέσα στον υπολογιστή. Σύμφωνα με τις έρευνες αγοράς, τα σχολεία στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς αγοράζουν στην πλειοψηφία τους Chromebooks.
Προϋπόθεση για να χρησιμοποιήσει κάποιος αυτά τα εργαλεία είναι να έχει λογαριασμό Gmail. Έτσι, αν οι γονείς θέλουν να προστατέψουν την ιδιωτική ζωή του παιδιού τους και δεν ανοίξουν λογαριασμό, το παιδί μένει στο περιθώριο ενώ όλη η υπόλοιπη τάξη δουλεύει στο Chromebook.
Η Google έχει αναλάβει και την «ασφάλεια δικτύου» στην εκπαίδευση με ένα πρόγραμμα που στοχεύει να φτάσει σε 5 εκατομμύρια μαθητές. Στην ουσία πρόκειται για ένα παιχνίδι για μαθητές τρίτης μέχρι και έκτης δημοτικού που τους μαθαίνει να αποφεύγουν «απατεώνες, χάκερς και άλλους κακόβουλους δράστες». Ωστόσο, όπως τονίζουν οι επικριτές του, δεν αναφέρεται στο κατά πόσο προστατεύεται η ιδιωτική ζωή των πολιτών όταν όλες οι προσωπικές πληροφορίες ή οι προτιμήσεις τους παρακολουθούνται online. Η Google συνειδητά αγνοεί το ρόλο της ως κακόβουλου δράστη.
Μια σουηδική μελέτη πάνω στη στρατηγική της Google καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η ρευστή οριοθέτηση ανάμεσα στις έννοιες “δεδομένα” (ατομικά) και “πληροφορία” (συλλογική), επιτρέπει στην Google να υιοθετεί το προφίλ μιας εταιρίας online μάρκετινγκ και την ίδια στιγμή να προσομοιώνει τις πρακτικές και τις αξίες ενός δημόσιου ιδρύματος». Στο βιβλίο «The Weaponization of Education Data», η Audrey Watters τονίζει πως «ο κίνδυνος δεν είναι μόνο το χακάρισμα. Είναι καταρχήν η συγκέντρωση των δεδομένων. Είναι η δημιουργία προφίλ. Είναι η ιχνηλάτηση. Είναι η παρακολούθηση.
Η Google δεν είναι η μόνη που επιχειρεί να αποικήσει την εκπαίδευση και τα δεδομένα των μαθητών, απλά είναι η πιο πετυχημένη. Ένας από τους ανταγωνιστές της είναι το Microsoft 365 Education, με την υπόσχεση ότι «θα ενδυναμώνει κάθε μαθητή στον κόσμο να πετύχει περισσότερα» και ότι «θα ξεκλειδώσει την απεριόριστη μάθηση».
Η προώθηση του Microsoft 365 δεν είναι τυχαία. Προσφέρει λογισμικό και χώρο αποθήκευσης μέσω cloud. Είναι το νέο επιχειρησιακό μοντέλο της Microsoft: δεν σου πουλάνε το λογισμικό, στο νοικιάζουν, και έτσι συνεχίζεις να το πληρώνεις. Η δουλειά σου δεν αποθηκεύεται στο δικό σου υπολογιστή, άρα πρέπει να ανανεώνεις συνέχεια τη συνδρομή σου. Όπως και η Google, ελπίζουν πως οι μαθητές θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα εργαλεία τους ακόμα και όταν τελειώσουν τις σπουδές τους .
Η Microsoft μιμείται αρκετά την Google, με τη διαφορά ότι χρεώνει για τις υπηρεσίες της αντί να της ανταλλάσει με δεδομένα. Προσφέρει εφαρμογές, εκπαιδευτικά σεμινάρια και μαθήματα STEM «για να εμπλουτίσει τις επιστημονικές, τεχνολογικές, μηχανικές και μαθηματικές τάξεις». Προσφέρει τα Windows 10 σε «φιλική τιμή» με άδεια λειτουργίας για το Microsoft 365 Education.
Αντίστοιχα προγράμματα έχουν φυσικά και οι υπόλοιπες μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας. Για παράδειγμα, η Apple ήταν η πρώτη στο χώρο της εκπαίδευσης ήδη από την δεκαετία του 1980 με το «Apple Classroom of Tomorrow». Πιο πρόσφατα, βασισμένη και στην ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται το iPad παρά την τιμή του, πουλάει σε σχολεία του Λος Άντζελες προγράμματα σπουδών.
Οι καπιταλιστικές εταιρίες ελπίζουν να βρουν τη μαγική εφαρμογή που θα τις πλουτίσει. Η δυνητική αγορά υποδεικνύεται κάθε χρόνο από τις εκατοντάδες εκατομμυρίων που δαπανούνται για την ανάπτυξη νέων ιδεών. Οι «νικητές» είναι πολύ πιθανό να εξαγοραστούν ή να δουν τα μονοπώλια να κλέβουν την ιδέα τους.
Τα αντίστοιχα Υπουργεία Παιδείας ή οι ερευνητές δε δίνουν την πρέπουσα προσοχή στο πως διαμορφώνεται και διαστρεβλώνεται η έννοια της εκπαίδευσης από τα τεχνολογικά μονοπώλια.
* Ο Larry Kuehn είναι διευθυντής έρευνας και τεχνολογίας του British Columbia Teachers’ Federation.
Μετάφραση: Ιωάννα Ραδαίου