Αναζητώντας τον χαμένο μύθο…
Τέλη του 19ου αιώνα ο μεγάλος Πατρινός καραγκιοζοπαίκτης Μίμαρος εμπνεύστηκε τη φιγούρα του Σιορ Διονυσίου. Ο τύπος του Σιορ Διονυσίου έγινε ασμένως δεκτός από το κοινό του Θεάτρου Ακιών – ένα θέατρο που, κατά τους ειδικούς, στην Πάτρα ανανεώθηκε αποκτώντας χαρακτηριστικά αθηναϊκών επιθεωρήσεων. Δεν ήταν τυχαίο που ο Σιορ Διονύσιος ως χαρακτήρας δημιουργήθηκε από Πατρινό καραγκιοζοπαίκτη. Στην Πάτρα ζούσαν πολλοί Ζακυνθινοί που ξεχώριζαν από την ιδιάζουσα προφορά τους και τα χαριτωμένα τερτίπια τους. Αλλά δεν ήταν αυτό το κυριότερο. Ο Σιορ Διονύσιος είναι ο πλέον Ευρωπαίος του Θιάσου Σκιών και η Πάτρα τότε ήταν και εθεωρείτο από τους Πατρινούς ότι ήταν η πλέον ευρωπαϊκή πόλη της μικρής Ελλάδος. Ήταν η πύλη προς τη Δύση.
Η πόλη οικοδομήθηκε μετά το 1828 πάνω σε ρυμοτομικό σχέδιο του πολεοδόμου Βούλγαρη, κατ’ εντολήν του Καποδίστρια, απόλυτα τετραγωνισμένη με μεγάλες πλατείες και τους κάθετους δρόμους να βλέπουν προς τη θάλασσα όπου έδυε ο ήλιος. Έβρεχε πολύ στην πόλη και ο Βούλγαρης φρόντισε οι κύριοι δρόμοι να έχουν πεζοδρόμια κάτω από στοές. Σαν τις κεντροευρωπαϊκές πόλεις. Πάνω στο σχέδιο του Βούλγαρη χτίστηκαν ωραία νεοκλασικά κτίρια από πλούσιους εμπόρους της σταφίδας. Η σταφίδα ήταν το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδος και στο Λιμάνι της Πάτρας κατέπλεαν εμπορικά που τη φόρτωναν για τις πουτίγκες των Άγγλων. Άγγλοι και Γερμανοί ήταν οι μεγάλοι έμποροι της πόλης. Τα κτίριά τους ήταν πολυτελή και δακτυλοδεικτούμενα και οι χοροί στο Δημοτικό Θέατρο, που χτίστηκε για παραστάσεις όπερας, συγκέντρωναν ό,τι πιο λαμπερό και ψωνισμένο κοινό διέθετε η πόλη. Τα καρναβάλια ήταν φημισμένα και εμιμούντο τα καρναβάλια της Γαληνοτάτης Βενετίας. Κάτω από αυτούς τους αστούς υπήρχε ο πολύς λαός, οι υπηρέτες τους, οι μικροέμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι. Όλοι αυτοί ήταν επηρεασμένοι από τη δημόσια εικόνα των μεγαλοαστών μιας ευρωπαϊκής πόλης. Τους θαύμαζαν αλλά και τους μισούσαν. Ήθελαν να γίνουν σαν αυτούς, να συμμετέχουν στα καρναβάλια, να έχουν θεωρείο δικό τους στο Δημοτικό Θέατρο, αλλά κρατούσαν και τις αποστάσεις τους. Αγγλικανοί οι αστοί; Ορθόδοξοι αυτοί. Πονηροί οι αστοί; Εις μικρόν πονηροί και αυτοί. Ρεντιγκότα οι αστοί; Ημίψηλο αυτοί. Έτσι η πλέον ευρωπαϊκή πόλη του 19ου αιώνα δημιούργησε τον τύπο του Σιορ Διονύσιου. Ολίγον αφελούτσικου, ολίγον πονηρούλη, ολίγον θεόπληκτου, ολίγον πανηγυριτζή και προπάντων φαντασμένου, με ημίψηλο, ρεντιγκότα, ριγέ παντελόνι και λουστρίνι παπούτσι. Ό,τι πεις για να τρώει τις φάπες του από τον Καραγκιόζη και τον Μπάρμπα Γιώργο.
Η πόλη τότε ήταν ωραία. Η θάλασσα εισχωρούσε στους κάθετους δρόμους και είχε και Άγιο υψηλότερης βαθμίδας από τον Άγιο Διονύσιο της Ζακύνθου. Τον Απόστολο Ανδρέα. Που μαρτύρησε κατά την εκκλησιαστική παράδοση το 62 μ.Χ. κοντά στο τότε λιμάνι, χρονιά που κατά την Ιστορία κατέπλευσε στην Πάτρα ο Νέρων για μακροχρόνια επίσκεψη στην Ελλάδα να το διασκεδάσει, να απαγγείλει στίχους, ν’ ακούσει ραψωδούς. Είπαμε: η Πάτρα ήταν πύλη προς τη Δύση. Ταυτοχρόνως ήταν και πόλη με μεγάλα θρησκευτικά κινήματα. Όλο «μα τον Άγιο» λέει ο Σιορ Διονύσιος και ο άγιος είναι ο Απόστολος Ανδρέας για τους Πατρινούς. Ο ναός του έχει τρούλο που φαίνεται μέχρι το έβγα του Πατραϊκού Κόλπου.
Τα νεοκλασικά του 19ου αιώνα χτίστηκαν πάνω σε ρωμαϊκά ερείπια. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους και μετά στην Πάτρα κατέπλεαν περιηγητές από τη Δύση για επισκέψεις στα αρχαία μνημεία. Ο Κικέρων, ο Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης, ο Βύρων, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Χένρι Μίλερ και άλλοι έφευγαν από την Πάτρα για να γυρίσουν στις πατρίδες τους, ο Φλομπέρ, ο Καβάφης. Όλοι αυτοί, με τα γραπτά τους που αναφέρονταν στην Πάτρα, μαζί με το εμπόριο της σταφίδας προσέθεταν κάτι στον μύθο της πόλης.
Στον 20ό αιώνα το εμπόριο της σταφίδας ξεθύμανε. Ανέλαβαν Σμυρνιοί έμποροι τις πουτίγκες των Άγγλων και τους στίχους του Έλιοτ. Η πόλη παρήκμασε και από μεγάλη πόλη έγινε μικρομέγαλη. Έτσι είναι η ζωή, πότε ο τροχός πάει ψηλά, πότε στα χαμηλά, η πόλη είναι μια σαλάτα πολυκατοικιών πια και το λιμάνι της φραγμένο με κάγκελα κι η θάλασσα δεν εισχωρεί στους δρόμους.
Τα ίχνη του 19ου αιώνα μπορεί να τα δει κανείς ευκρινώς σήμερα, όπως και της ρωμαϊκής περιόδου. Η πόλη, όμως, δεν είναι πια πύλη προς τη Δύση, έχασε τον μύθο της και γυρεύει να τον βρει ξανά. Ούτε και μετανάστες βρίσκονται σήμερα στην πόλη για να κρυφτούν στα μεγάλα καράβια και να δραπετεύσουν στη Δύση. Στις αρχές του 21ου αιώνα είχαν μαζευτεί πολλοί μετανάστες, αλλά η επίσημη πόλη τους κυνήγησε με το σύνθημα: «Το όνειρο του μετανάστη δεν θα γίνει εφιάλτης για την πόλη». Έτσι διαψεύστηκε παντελώς ο τίτλος της ως πύλης προς τη Δύση. Ο Σιορ Διονύσιος, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει. Θα τον δει ο επισκέπτης στα καρναβάλια. Δεκάδες Σιορ Διονύσιοι. Είναι τα μέλη των Καρναβαλικών Κομιτάτων και Καρναβαλικών Επιτροπών. Ντυμένα με ημίψηλα καπέλα, φράκα, ριγέ παντελόνια και λουστρίνια ή με κάτι τέτοιο τελοσπάντων. Μικροαστοί, κυρίως, που αναλαμβάνουν ως εθελοντές να διεκπεραιωθεί η τελετή της καρναβαλικής πομπής, πουλώντας και λίγο φιγούρα στα αμέτρητα ωραία παιδιά των λαϊκών συνοικιών που στριμώχνονται να πάρουν μέρος στη γιορτή πίνοντας, βρίζοντας, βακχεύοντας και φορώντας ανάξιες στολές. Οι Σιορ Διονύσιοι τους βάζουν σε τάξη, υποδείχνουν γούστο, προσανατολισμό, υποκλινόμενοι ταυτόχρονα στους επισήμους που κάθονται στις εξέδρες για να παρακολουθήσουν την παρέλαση. Η πόλη πια δεν έχει σταφίδα, δεν έχει κεφάλαιο, δεν έχει αντίσταση. Οι Σιορ Διονύσιοι είναι η ψυχή της, ώσπου να γυρίσει ο τροχός.