Ο Λάππας περπατάει. Είναι σε κίνηση, ένας καλλιτέχνης σε μόνιμο ρυθμό σουίνγκ. Ο Λάππας προχωράει σαν σόλο μπάσου και τρομπέτας, οι μορφές του τον ακολουθούν ντυμένες κατάσαρκα με κόκκινο βελούδο γύρω του παντού σε σχηματισμούς – κάποιες ήδη προπορεύονται κι ανοίγουν δρόμο. Ανοίγουν δρόμο. Ο Λάππας περπατάει σαν βασιλιάς, σαν γεωργός, ο χώρος τού ανήκει, ο κόσμος είναι χωράφι του, σπαρμένος με δισδιάστατα ζάρια που φέρνουν ντόρτια και εξάρες. Τριόδυο και ντόρντια και εξάρες.
Ο Λάππας προχωράει, ο Λάππας περπατάει. Οι μορφές του κάθονται και περιμένουν, αυτός συνεχίζει. Ο Λάππας βαδίζει στην Ηφαίστου, στην Αβυσσινίας, ψάχνει την κίνηση των άλλων, ψάχνει κάτι παράδοξο και κάτι λογικό. Ένα αντικείμενο. Στο πράσινο εργαστήρι δεν περιφέρεται: προχωράει. Ο Λάππας δεν μιλάει. Ο Λάππας περπατάει. Θυμάται κι επιβλέπει τις μορφές της τρέλας, τους σαλεμένους, τους βουβούς, τα πλήθη που γίνονται ένα χωρίς ποτέ να είναι μάζα, αυτούς που πετάνε κολυμπώντας, αυτούς που βουτάνε χωρίς να βλέπουν, τους ήρωες, τους παίχτες που τα ‘χασαν όλα. Τους παίχτες που πηδάνε στο κενό. Το σάλτο μορτάλε της εποχής. Τους τζαζίστες που δεν κοιμούνται ποτέ. Αυτό είναι: τα μάτια του Λάππα είναι τα μάτια του τζαζίστα που δεν κοιμάται ποτέ.
Ο Λάππας συνδέει τα μεγαβάτ του κόσμου. Ο Λάππας ξύνει την πλάτη του μ’ ανεμιστήρες και αξίνες. Ο Λάππας ξέρει. Ο Λάππας περπατάει.
Μάκης Μαλαφέκας