του Νίκου Σταθόπουλου*
Ο θάνατος ενός ποιητή, είναι το σοκ της «ανακάλυψης» ότι η τέχνη έχει σώμα, την υλική υπόσταση ενός δημιουργού, και ότι δεν είναι μια «αόριστη μαγεία» που «κάπως» διαχέεται στη ζωή. Με την πρόσφατη αποδημία της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, αυτή η «ανακάλυψη» βρίσκει πλήρη ανταπόκριση σε μια ποίηση που έκανε ολοκληρωμένο ποιητικό μύθο την απτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στην πλήρως ατομική της μορφή. Η σπουδαία ποιήτρια δημιούργησε ένα γητευτικό ποιητικό σύμπαν, με πυρήνα του την αμεσότητα των αισθήσεων σε έναν κόσμο κατοικημένο από ατομικές μοναξιές.
Εγγράφεται στη Β’ Μεταπολεμική (ποιητική) Γενιά που «διαδέχτηκε» τη λεγόμενη Α’ Μεταπολεμική Γενιά ή «Γενιά της ήττας». Τώρα η «ήττα» έχει χωνευτεί, και οι καινούργιοι δημιουργοί βιώνουν τη διάψευση, το αδιέξοδο, τη ματαίωση, την απελπισία. Οι «μεγάλες ιδεολογίες» έχουν κουρελιαστεί, ένα «Κιβώτιο» απομυθοποιεί τις Ουτοπίες, ένα τρομακτικό κενό αναδύεται, μια σπαρακτική ανάγκη για νέες ποιότητες επιβίωσης. Η Κ. Α. Ρουκ, επιλέγει μια ιδιότυπη εσωστρέφεια: τον πολυεπίπεδο αναστοχασμό επί της άμεσης εμπειρίας της. Όχι μια αφηρημένη πόζα φιλοσοφίας, αλλά έναν συνεχή οδυνηρό μόχθο συμβιβασμού με τη σκληρή αλήθεια της ύπαρξής της..τα «μεγάλα» έχουν ακυρωθεί, και τα «μικρά» είναι μονόδρομος. Από στενά κοινωνιολογική σκοπιά, είναι μια ποίηση του αστικού εγώ που ασφυκτιά στους μεγάλους ορίζοντες.
Το ποιητικό της στερέωμα (συνειδητά έξω από την ιστορία, την πολιτική, τις συγκρούσεις) συντίθεται από τρία στοιχεία: την ύπαρξη, τον χρόνο, το σώμα. Ο χρόνος είναι η αμάχητη δύναμη που «μυστηριωδώς» φθείρει το σώμα που βιώνεται, υλικά και πνευματικά, μέσω του έρωτα και συνιστά την άμεση αποκάλυψη της ύπαρξης. Η «σωματικότητα των αισθημάτων» είναι κεντρική σημασία στην ποίησή της, αφού όταν όλα τα «ανώτερα πνευματικά» διαλύονται στους τέσσερις ανέμους, η μόνη εγγυημένη αναφορά είναι το σώμα (μια ηρωίδα του Θ. Αγγελόπουλου, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», λέει «όταν νιώθω μοναξιά, επιστρέφω στο σώμα μου»). Και μέσα σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, η θεμελιωτική σωματικότητα είναι εξ ορισμού αποκλειστική και, άρα, μοναχική. Η μοναξιά, λοιπόν, είναι ο κεντρικός σημασιακός πυρήνας αυτής της ποίησης, η μοναξιά όχι ως στοιχειό που το ξορκίζεις αλλά ως μοιραίο προνόμιο που το καταφάσκεις. «Αν δεν έχεις κάποιου είδους μοναξιά, δε μπορείς να δημιουργήσεις τίποτα», θα πει η ίδια…
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑ (με την παρότρυνση του νονού της Νίκου Καζαντζάκη, το 1956) φέρει τον τίτλο «Μοναξιά». Και στην πρώτη ποιητική συλλογή της («Λύκοι και Σύννεφα», 1963), ο πρώτος στίχος του πρώτου ποιήματος είναι «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού». Ο Κ. Καρυωτάκης «δίνει» το κλίμα της βαθιάς μελαγχολίας που απορρέει από μια αγκαθωτή συνείδηση παρακμής, αποτυχίας, αξεπέραστων εμποδίων, ματαιότητας σε έναν αποξενωμένο κόσμο. Και ο Καβάφης («υπέρτατος θεός» για την Κ.Α. Ρουκ..) «καθοδηγεί» μια γραφή που παλεύει με τη «βία του χρόνου» διασφαλίζοντας με πόνους τη ριζική αξιοπρέπεια.
Αλλά είναι όχι γενικά «ένα πρόσωπο της ποίησης». Είναι μια γυναίκα, και σαν γυναίκα επαναθέτει αυτά τα ζητήματα. Στην ποίηση της Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, αντηχεί ένα γυναικείο ποιητικό υποκείμενο που με τα δικά του φίλτρα και βιώματα και αξιακά πρότυπα κοιτάζει τον κόσμο. Τον κοιτάζει όχι σαν παρελθόν, αλλά σαν εξαντλημένο αδιέξοδο παρόν. Η ιστορία εγκαταλείπεται, το μέλλον νιώθεται ανούσιο (αφού η επικέντρωση στο άτομο και η τραγωδία της φθοράς του δεν αφήνουν περιθώρια για μέλλον), όλος ο κόσμος είναι το υποκειμενικό βίωμα…
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, δίνει στο «απολιτικό» το βάθος μιας θητείας στην προσωπική αλήθεια, μετουσιώνει σε «μικρή» φιλοσοφία τη συγκαταβατική απόγνωση απέναντι στα σκληρά όρια του ατόμου. Η επανάσταση έχει τελειώσει, ο κόσμος είναι μια χειραγωγημένη ύλη χωρίς ουτοπίες, η τελική αλήθεια ορίζεται από τον έρωτα, που φθείρεται συγκλονιστικά, και τον θάνατο που επιβάλλει αδιαφιλονίκητα το κράτος του
Ο Καβάφης (μιλώντας για το βίωμα της αμετάκλητης ροής του χρόνου και τα γηρατειά, τη φθορά του κάλλους και της νιότης) θα μιλήσει για «πληγή από φρικτό μαχαίρι», και η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ θα γράψει « Η πείρα είναι τώρα / το μόνο σώμα των πραγμάτων [….] την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνάω, / μόνο τις έμπειρες πληγές μου μπορώ να της χαρίσω». Και όλη αυτή η σχεδόν στωικά πένθιμη εποπτεία της φθίνουσας ατομικότητας, σε μια ακόμα διεισδυτική επιρροή από τη Σύλβια Πλαθ αλλά και τον Ντίλαν Τόμας (βασικά στις εσωτερικές δονήσεις από τα πάθη του).
Μια ποίηση του αναδυόμενου αστικού υποκειμένου, της προσωπικής ελευθερίας που την ορίζει ο εμπράγματος αντιιδεολογισμός. Ερωτισμός, εσωτερικότητα, μοναξιά, υλική ζωή, πικρία από τη φθορά, αγωνία θανάτου. Είναι μια ποίηση βαθιάς δραματικότητας, υπό την έννοια του «διαλόγου» ανάμεσα σε αντιθετικά ζεύγη (καίρια η παρατήρηση αυτή του Ε. Γαραντούδη): πίστη-απιστία, σώμα-πνεύμα, έρωτας-μοναξιά, έλλειμμα-πληρότητα, εσωτερικός κόσμος-εξωτερικός κόσμος. Κυρίαρχο διπολικό ζεύγος: η ζωή που φεύγει–η ποίηση ως παραμυθιακή υπεραναπλήρωση. Ένας αναχωνεμένος δημιουργικός καβαφισμός, μια αισθαντική εσωστρέφεια σε ένα «κλεινόν άστυ» που το κάνει κακόφημη ματαιοδοξία η αντιπαροχή και το τραγικοποιεί η εικονική δημοκρατία. Η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, δίνει στο «απολιτικό» το βάθος μιας θητείας στην προσωπική αλήθεια, μετουσιώνει σε «μικρή» φιλοσοφία τη συγκαταβατική απόγνωση απέναντι στα σκληρά όρια του ατόμου. Η επανάσταση έχει τελειώσει, ο κόσμος είναι μια χειραγωγημένη ύλη χωρίς ουτοπίες, η τελική αλήθεια ορίζεται από τον έρωτα, που φθείρεται συγκλονιστικά, και τον θάνατο που επιβάλλει αδιαφιλονίκητα το κράτος του.
ΜΙΑ ΕΛΚΥΣΤΙΚΗ «ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΓΡΑΦΗ» σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με χαμηλών τόνων συζητητικό στιλ σε εξομολογητικό ύφος, χωρίς λυρικές εξάρσεις, με μια γλώσσα διαυγή και ώριμα αιχμηρή, χωρίς τον επιχρωματισμό των επιθέτων αλλά με την «κινητικότητα» των ρημάτων. Στο βάθος αυτής της καλοδουλεμένης απλότητας και οικειότητας, διακρίνεται, πάντως, μια αδιόρατη ενοχή και μια αίσθηση πικρής αδικίας, μια βεβαιότητα ότι δεν ελέγχεται η ζωή και δεν υπάρχει δικαίωμα στην ευτυχία.
Εξαιρετική ποιήτρια και έξοχη μεταφράστρια, η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια τέχνη του προσωπικού χώρου, όπου το άτομο αναζητά τους λόγους και τους όρους της αυτοσυνειδησίας του, χωρίς αίσθηση υποχρέωσης για σχέση αλλά με καθαρή διάθεση αυτοκατανόησης σε μια μοίρα σφραγισμένη από την απόλυτη εξουσία του θανάτου. Μεγάλα ιδανικά και λαμπρές ιδέες απουσιάζουν, και δυνατές εικόνες αιχμαλωτίζουν στιγμές και κινήσεις μιας καθόλου τυπικής και εύκολης καθημερινότητας. Ως «υπαρξιστική συνιστώσα» της Β’ Μεταπολεμικής Γενιάς, η Κ. Αγγελάκη – Ρουκ, ανοίγει τον δρόμο για τη λεγόμενη «Γενιά της Αμφισβήτησης». Για μια ποίηση των εσωτερικών αναζητήσεων του ατόμου, που εκκινούν από τη δυσφορία μέσα στον κόσμο και κλιμακώνονται σε ανατροπές των «βεβαιοτήτων» του παραδοσιακού συλλογικού. Σπουδαίος ποιητικός λόγος σε καιρούς παρασιτικής ευκολίας και λουστραρισμένης κακοτεχνίας. Μεγάλη απώλεια!
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος