του Βασίλη Κων/νου Φούσκα*

Πριν μερικές εβδομάδες η ΕΛΣΤΑΤ κοινοποίησε τα συγκριτικά ποσοστά φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας (κάτι που ονομάζει «υλική στέρηση»). Την περίοδο 2015-18, περίοδο μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ, το ποσοστό έφτασε στο 20,4%, ενώ την περίοδο των δύο προηγούμενων μνημονίων, όπου η χώρα κυβερνήθηκε από τεχνοκρατικές κυβερνήσεις και συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., το ποσοστό ήταν στο 19,1%. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει απλά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ηττηθεί πανηγυρικά στις κάλπες της 7ης Ιουλίου, διότι η μέση ελληνική οικογένεια φτώχυνε περισσότερο.

Θα ‘ναι καλύτερα με τη Ν.Δ.; Όχι βέβαια. Η Ν.Δ. θα εφαρμόσει όλες τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας για την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων, θα εντείνει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων (η ΔΕΗ είναι πρώτη στο στόχαστρο), θα εντείνει τις απολύσεις στο Δημόσιο και θα βαθύνει το καθεστώς μεσαίωνα στις εργασιακές σχέσεις και τους πλειστηριασμούς που επέβαλαν τα μνημόνια. Αυτό θα έχει μια σειρά από παράπλευρες συνέπειες, όπως η συνέχιση της μετανάστευσης, ειδικά των νέων, και της υπογεννητικότητας.

Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛ. αρχίζουν να τσιμεντάρουν ένα νέο μπλοκ κυβερνητικής υπαλλακτικής εξουσίας, ένα νέο φραγμό στην πρόσβαση και προβολή των λαϊκών συμφερόντων στα κέντρα εξουσίας του κράτους, με στόχο την επιβολή ενός προγράμματος διαρκούς λιτότητας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια σχετική παγιοποίηση ενός νέου δικο-τρικο-μματισμού με άξονα μια παθογενή και ξεχαρβαλωμένη κρατική μηχανή η οποία αποτυπώνει και παγιώνει την ίδια τη γραφειοκρατική και ταξική υλικότητα των κομμάτων αυτών ως κρατικά-συστημικά κόμματα σ’ ένα κοινωνικό χώρο εξίσου κατακερματισμένο. Ωστόσο, η 8η Ιουλίου θα φέρει τα κόμματα αυτά ενώπιον τριών μεγάλων προβλημάτων τα οποία, λίγο ως πολύ, ήδη βιώνονται. Ειδικά το τρίτο, όπως το εκθέτουμε παρακάτω, βιώνεται εδώ και μια δεκαετία. Και τα τρία προβλήματα είναι αλληλένδετα μεταξύ τους.

ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑ δεν πρέπει να αποκλείεται μια δεύτερη μεγάλη κρίση στην Ευρωζώνη, ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας την κατάσταση στον τραπεζικό τομέα ή τις εξελίξεις στην Ιταλία και την περίπτωση έκδοσης παράλληλου νομίσματος. Επίσης, το Brexit δεν είναι απλή υπόθεση ούτε για την Ε.Ε. ούτε για τη Βρετανία. Στην παγκόσμια αγορά μεταπώλησης χρήματος και αξιών, το Σίτυ του Λονδίνου παραπέει ακόμη μεταξύ υποστήριξης του Ευρώ από τη μια μεριά και μιας συμμαχίας δολαρίου-στερλίνας από την άλλη. Αυτό δεν έχει ακόμα κριθεί, αλλά σίγουρα θα έχουμε μια καλύτερη εικόνα όσο πλησιάζουμε τον Οκτώβρη, όταν δηλαδή τελειώνει η «διορία» που έχει δώσει η Ε.Ε. στη Βρετανία. Συνοπτικά, μια νέα δομική κρίση στο ευρωπαϊκό θέατρο είναι πιθανή και κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει νέες κρισιακές καταστάσεις στα κράτη-μέλη και πέρα απ’ αυτά. Μάλιστα, δεν είναι καθόλου σίγουρο αν το Ευρώ θα μπορέσει να αντέξει μια δεύτερη κρίση. Αυτό, σε συνδυασμό με το καθεστώς διαρκούς λιτότητας στην Ελλάδα, θα τείνει να ρευστοποιήσει το πολιτικό σύστημα εκ νέου, προσφέροντας πολιτικό χώρο εκμετάλλευσης στην αντισυστημική Αριστερά. Δυνητικά, οι λαϊκές προτιμήσεις θα αρχίσουν να μετατοπίζονται πάλι προς κόμματα αντι-λιτότητας.

Πρόκειται για μια σχετική παγιοποίηση ενός νέου δικο-τρικο-μματισμού με άξονα μια παθογενή και ξεχαρβαλωμένη κρατική μηχανή η οποία αποτυπώνει και παγιώνει την ίδια τη γραφειοκρατική και ταξική υλικότητα των κομμάτων αυτών ως κρατικά-συστημικά κόμματα σ’ ένα κοινωνικό χώρο εξίσου κατακερματισμένο

Ας κοιτάξουμε τώρα το γεωπολιτικό τομέα. Μια κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο ή μια γενικευμένη κρίση με κεντρικές αναφορές το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα, θα δημιουργήσει άλλου τύπου δυναμικές στην ελληνική κοινωνία. Όπως για παράδειγμα έγινε με τη κρίση στην Κύπρο την περίοδο 1963-67, κάτι που συχνά ξεχνιέται διότι η θέσφατη αναφορά των αναλυτών για το Κυπριακό και την επιρροή του στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι το μεταπολιτευτικό δρώμενο του 1974. Ο ρόλος που έπαιξε το Κυπριακό στην αμερικανική επιλογή να πριμοδοτήσει την ελληνική χούντα και να περιθωριοποιήσει τον αριστερό Κεϋνσιανισμό του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου και την ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού συχνά παραγκωνίζεται. Αν τα συστημικά κόμματα σήμερα ακολουθήσουν πολιτική κατευνασμού απέναντι στο νεο-Οθωμανικό επεκτατισμό της Τουρκίας ενάντια σε Ελλάδα και Κύπρο, κάτι πολύ πιθανό, τότε η αντισυστημική Αριστερά θα έχει τεράστιο χώρο παρέμβασης στη βάση μιας πατριωτικής-σοσιαλιστικής γραμμής, έτσι όπως έκαναν, τηρουμένων όλων των ιστορικών και κοινωνικών αναλογιών, οι Ηλίας Ηλιού και Ανδρέας Γ. Παπανδρέου τις δεκαετίες 1950 και 1960. Το ίδιο θα συμβεί αν οι ΗΠΑ, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, ζητήσουν ανοιχτά από την Ελλάδα να συνεισφέρει στον πόλεμο ενάντια στο Ιράν έναντι οιονδήποτε ανταλλαγμάτων.

ΤΕΛΟΣ, LAST BUT NOT LEAST, στο εσωτερικό της χώρας, όπως αναφέραμε, θα υπάρχει μονίμως η δομική ένταση που προκύπτει απ’ την εφαρμογή της διαρκούς λιτότητας, που πιστά εφαρμόζουν τα συστημικά κόμματα του δικο-τρι-κομματισμού. Αυτή η διάσταση συνεπικουρείται από ένα νέο κρατικό αυταρχισμό, ο οποίος εδράζεται στο νομικό καθεστώς των μνημονίων που πιέζει για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1974. Εδώ εδράζεται και το αίτημα των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ του δικο-τρι-κομματισμού για ένα Σύνταγμα θεμελιωμένο στα οικονομικά της προσφοράς, καταστρατηγώντας τη διάσταση των οικονομικών της ζήτησης που συναντά κανείς στο καραμανλικό Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Γενικά, τα κεϋνσιανά Συντάγματα του μεταπολέμου δεν συνάδουν με το οικονομικό Σύνταγμα της Ε.Ε, όπως αυτό καθορίζεται από το νεοφιλελεύθερο «Ευρωπαϊκό κεκτημένο», που είναι κυρίως Αυστρο-Γερμανικής προέλευσης (ορντολιμπεραλισμός). Αυτός είναι, πιστεύουμε, ο σημαντικότερος μόνιμος παράγοντας που μπορεί να δρομολογήσει νέες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Η μακρά περίοδος μόνιμης λιτότητας αυτοτροφοδοτεί την κοινωνική δυσαρέσκεια και στρέφει δυνητικά το λαό προς τη ριζοσπαστική Αριστερά (το ενδεχόμενο μετατόπισης προς την άκρα Δεξιά δεν αποκλείεται, αλλά αυτό δεν μπορεί να εξετασθεί εδώ). Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική κρίση και το ασταθές Ευρωπαϊκό θέατρο, δημιουργούν ένα εξαιρετικά εκρηκτικό μείγμα που σίγουρα θα ξαναφέρει τη ριζοσπαστική Αριστερά στο προσκήνιο. Με την προϋπόθεση ότι αυτή θα είναι ορθολογικός δρών των συμφερόντων του λαού και της χώρας κι όχι μια επανάληψη του 2015. Με την επαύριο των εκλογών, έρχονται πολύ δύσκολες μέρες για τα συστημικά κόμματα.

* Ο Βασίλης Κων/νου Φούσκας είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Ανατολικού Λονδίνου και υποψήφιος βουλευτής ΛΑΕ Λέσβου,

[email protected].

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!