Του Γιάννη Ζήβα

Στην λόγια μουσική του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, ξεχωρίζει η μορφή του Ζακύνθιου Αλέκου Ξένου (1912-1995). Το άκρως ενδιαφέρον έργο του πριν μερικές δεκαετίες ήταν παντελώς άγνωστο και μόνο οι φιλότιμες προσπάθειες μερικών ελλήνων μουσικολόγων και διευθυντών ορχήστρας μπόρεσαν να αναδείξουν την αξία αυτού του συνθέτη.

Τα παιδικά του χρόνια στη Ζάκυνθο ήταν φτωχικά, ενώ παράλληλα έχασε την μητέρα του σε τρυφερή ηλικία, όταν εκείνη αυτοκτόνησε στο λιμάνι (στο Πόρτο) της Ζακύνθου. Η ευαίσθητη ψυχή του μικρού Αλέκου ήταν εκείνη που τον ώθησε να ασχοληθεί με την τέχνη των ήχων μαθαίνοντας τρομπόνι και παίζοντας σε μπάντες. Μετά τις βασικές ωδειακές του σπουδές μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Μητρόπουλο, τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και τον συνθέτη Σκλάβο.

Δεν άργησε να φανεί όμως και η συνθετική του δεινότητα κατά τις δεκαετίες ‘30 και ‘40, όταν συνέθεσε έργα εμπνευσμένα από τους αγώνες του λαού μας κυρίως κατά των κατακτητών, με προεξάρχουσες συνθέσεις, τον Ύμνο του ΕΑΜ και τον Ύμνο του ΕΛΑΣ. Από νεαρά ηλικία και έχοντας μετεγκατασταθεί στην Αθήνα θα επιδείξει μεγάλη δραστηριότητα στον συνδικαλιστικό χώρο των μουσικών, όπου πολλές από τις διεκδικήσεις εκείνης της περιόδου θα ευοδωθούν. Η σημαντικότερη ίσως ενέργεια του Ξένου ήταν όταν κατά το 1943, οργάνωσε σαμποτάζ των μουσικών της Αθηναϊκής Ορχήστρας εναντίον των δυνάμεων κατοχής, όταν αυτές θέλησαν να οργανώσουν μουσική εκδήλωση στο θέατρο «Ολύμπια» για την «δόξα» του Γ’ Ράιχ. Οι μουσικοί της Ορχήστρας απήργησαν προφασιζόμενοι ασθένεια, με αποτέλεσμα το φιάσκο της ναζιστικής εκδήλωσης.

Υπήρξε ο συνθέτης που όσο κανένας άλλος συνδέθηκε με τον Βασίλη Ρώτα και το θέατρο του Βουνού κατά την Κατοχή, η δε Συμφωνία της Αντίστασης (1945) υπήρξε το σημαντικότερο έργο, που συγκλόνισε και συγκλονίζει με την δραματική του ένταση και την έξαρση των αγωνιστικών συναισθημάτων που διακατείχαν τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό. Ένα άλλο σημαντικό του έργο εμπνευσμένο επίσης από το αγωνιστικό φρόνημα του λαού μας υπήρξε το «Ο Διγενής δεν πέθανε», εμπνευσμένο από την προσωπικότητα και τον θάνατο του Νίκου Μπελογιάννη. Άλλα ορχηστρικά του έργα υπήρξαν ο «Σπάρτακος» (1963) και το γνωστό όσο και συγκλονιστικό «Τραγούδι για τον Άρη». Στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια στάθηκε ακλόνητος στις αξίες και τα ιδανικά του και ουδέποτε υπέγραψε δήλωση μετανοίας, με αποτέλεσμα να υποστεί παντοειδείς διώξεις, διαγραφές και αποκλεισμούς. Αποβλήθηκε συγκεκριμένα από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και από άλλους μουσικούς οργανισμούς των οποίων ήταν μέλος.

Το έργο για ορχήστρα «ο Διγενής δεν πέθανε» εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1952, ενώ το 1958 ερμηνεύθηκε υπό τον αρχιμουσικό Ανδρέα Παρίδη στην Σοβιετική Ένωση, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Το 1976 ο Μάνος Χατζηδάκης υπήρξε εκείνος που ανέσυρε από την λήθη μεγάλο μέρος του έργου του και επεσήμανε πολλάκις την αξία του ως συνθέτη, προβάλλοντάς τον μέσα από το φιλόξενο Τρίτο Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!