Το αφιέρωμα του Δρόμου στο ελληνικό ποδόσφαιρο συνεχίζεται. Στο προηγούμενο φύλλο, δημοσιεύτηκε το πρώτο μέρος της συζήτησης με τον Νίκο Μάλλιαρη. Τα πρώτα χρόνια στις αλάνες, ο ρόλος των προσφύγων μετά το 1922, η ίδρυση των ομάδων, το πανελλήνιο πρωτάθλημα, ο ρόλος της χούντας στο ποδόσφαιρο. Στο δεύτερο μέρος, που δημοσιεύουμε σήμερα, διαβάζουμε για τις αλλαγές στον χώρο του ποδοσφαίρου μετά τη μεταπολίτευση και τις διεργασίες που οδήγησαν στην ίδρυση του ΠΣΑΠ, με έμφαση στη γενιά των κορυφαίων ποδοσφαιριστών που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο Νίκος Μάλλιαρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Από το 1971 έπαιζε ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά (Π.Ο. Ψυχικού) κι έπειτα ως επαγγελματίας (Εθνικός Αστέρας Καισαριανής, Προοδευτική). Υπήρξε ο άνθρωπος που όργωσε τα αποδυτήρια για να φτιαχτεί το σωματείο των ποδοσφαιριστών. Στο Δ.Σ. του ΠΣΑΠ από το 1978 έως το 1985. Έχει αναλάβει πολλές πρωτοβουλίες στον χώρο του αθλητισμού συμμετέχοντας ενεργά στην ίδρυση αθλητικών σωματείων, συλλόγων με κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα και κινήσεων αλληλεγγύης.

Στιγμιότυπο από την ιδρυτική συνέλευση του ΠΣΑΠ. Μίμης Παπαϊωάννου (ΑΕΚ), Αντώνης Αντωνιάδης (ΠΑΟ), Αριστείδης Καμάρας (νομικός σύμβουλος), Μίμης Δομάζος (ΠΑΟ), Κούλης Αποστολίδης (ΠΑΟΚ), Στάθης Χάιτας (Πανιώνιος), Γιάννης Γκαϊτατζής (Ολυμπιακός) και Κώστας Λεβέντης (Παναχαϊκή).

 Με τη μεταπολίτευση, τι αλλαγές σημειώνονται στο ποδόσφαιρο;

Όπως σε όλα τα επίπεδα σε κάποιο βαθμό, η κυβέρνηση πήγε να επαναφέρει την προ του 1967 κατάσταση, η αποχουντοποίηση που έλεγαν τότε. Νομιμοποιήθηκαν τα κόμματα, άρχισαν πάλι να λειτουργούν τα συνδικάτα, καταργήθηκε η λογοκρισία στον Τύπο, επανήλθαν οι εκλεγμένοι δήμαρχοι κ.λπ. Έτσι και στο ποδόσφαιρο, άρχισαν να επανέρχονται προηγούμενες διοικήσεις αλλά και να επανιδρύονται σωματεία που είχαν βιαίως συγχωνευτεί. Αρχίζει να παίρνει σιγά-σιγά σάρκα και οστά το όραμα του συνδικαλισμού των ποδοσφαιριστών. Γίνονται το 1975 συναντήσεις ευρύτερα πλέον, και όχι σε επίπεδο μόνο εθνικής ομάδας. Στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τη Λάρισα και αλλού, συγκεντρώνονται οι ποδοσφαιριστές.

Τότε λοιπόν φτιάχνεται ο ΠΣΑΠ;

Καθοριστική είναι μια συγκέντρωση που γίνεται στην Πάτρα στις 28 Οκτωβρίου 1975. Με πρωτοβουλία των συνδέσμων αμειβομένων ποδοσφαιριστών Πελοποννήσου – Ηπείρου, Μακεδονίας και Αθήνας, συγκεντρώνονται 150 ποδοσφαιριστές από όλες τις ομάδες και συγκροτείται προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή. Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν ο Κούλης Αποστολίδης από τη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Λεβέντης, που ήταν από κομμουνιστική οικογένεια, πολύ κινητικός, και πρωτοστατεί στην Πάτρα, από την Αθήνα ο Καμάρας, ο Δομάζος, ο Αντωνιάδης και άλλοι. Ιδρύουν λοιπόν το πανελλαδικό σωματείο. Συγκεκριμένα, το 1976 κατατίθεται το καταστατικό στο Πρωτοδικείο και ορίζεται η πρώτη προσωρινή διοικούσα επιτροπή με σκοπό να προετοιμάσει την πρώτη γενική συνέλευση, τον Μάιο του 1977.

Τι κλίμα υπήρχε τότε ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές αυτούς, που είχαν διαφορετικές καταβολές πολιτικές, ομάδων, γεωγραφικές. Πώς παίρνει σάρκα και οστά το εγχείρημα;

Αυτό είναι πολύ σημαντικό σημείο. Αυτοί όλοι είναι πάνω από 30-35 χρονών. Έχουν γεννηθεί κοντά στο 1940 οι μεγαλύτεροι. Όλοι προέρχονται από λαϊκές οικογένειες. Κουβαλούν μνήμες από τους γονείς τους, τους θείους, τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, μνήμες από τον πόλεμο, την εθνική αντίσταση, τον εμφύλιο. Κουβαλάνε την αγωνιστικότητα, το όραμα μιας καλύτερης κοινωνίας, την αλληλεγγύη, το ήθος και την εντιμότητα. Ισότητα, δικαιοσύνη, αγάπη. Αυτά έχουν περάσει στο υποσυνείδητο και στη συνείδησή τους. Μέσα από την ενασχόλησή τους με το ποδόσφαιρο, αυτά τα βιώνουν πιο έντονα. Το ποδόσφαιρο τούς δίνει κυρίως αυτό, ομαδικότητα, αξιοκρατία, τον αγώνα να γίνεις καλύτερος ατομικά αλλά και όλη η ομάδα. Αυτά τους δίνουν ώθηση και αναπτύσσουν το ταλέντο τους από μικροί. Γνωρίζουν σύντομα την αναγνώριση, και σαν ταλέντα στις γειτονιές τους, και στις μεγαλύτερες ομάδες. Εκεί ανάμεσα στις δεκαετίες του 50 και του 60, αυτοί οι παίκτες είναι 15, 17, 19 χρονών. Τότε τους παίρνουν οι μεγάλες ομάδες. Τον Δομάζο ο Παναθηναϊκός από την Άμυνα Αμπελοκήπων. Τον Παπαϊωάννου από τη Νέα Νικομήδεια η ΑΕΚ. Τον Κούδα από τις αλάνες ο ΠΑΟΚ. Τον Δεληκάρη από τον Αργοναύτη Πειραιά ο Ολυμπιακός.

Πώς εξελίσσονται αυτοί στις μεγάλες ομάδες, τι αντιμετωπίζουν;

Πηγαίνοντας εκεί γίνονται αποδέκτες της νοοτροπίας των παραγόντων που διοικούσαν την ομάδα. Έβλεπαν και παράγοντες που τους αγαπούσαν, όπως ένας παράγοντας σπουδαίος στη Δόξα Δράμας, ο Αντώνης Καστρινός, που τους μετέφερε ένα πνεύμα αλληλεγγύης και πολιτισμού. Κατέβαινε η Δόξα να παίξει στην Αθήνα το 1960 και τους είχε φτιάξει κοστούμια, πήγαιναν σε μουσεία, στην Ακρόπολη, σε θέατρα. Πρωταγωνιστούσε αυτή η σπουδαία ομάδα και ανέδειξε κορυφαίους παίκτες. Τον Λουκανίδη, τον Γεωργιάδη, που έγινε μετά προπονητής, και πολλούς άλλους. Υπήρχαν δηλαδή τότε παράγοντες και προπονητές – παιδαγωγοί, που διαχειρίζονταν σωστά την ομάδα και αναδείκνυαν παίκτες αλλά και χαρακτήρες. Πολίτες, μορφωμένα και καλά παιδιά, με αγάπη, αλληλεγγύη και σεβασμό μεταξύ τους. Το αξιακό τους σύστημα έχει καθοριστεί από τον τρόπο με τον οποίο στάθηκαν οι οικογένειές τους στην κοινωνία προπολεμικά, μαζί με τα φορτία των κατοπινών χρόνων. Στο μυαλό τους είχαν αυτά που τους έλεγαν από το χωριό: Προσέξτε εκεί που θα πάτε είναι δύσκολα, θα θέλουν να σας εκμεταλλευτούν, μη μπλέξετε με κακές παρέες κ.λπ. Συνάντησαν πράγματι και τέτοιους και αλλιώτικους.

Πώς ήταν λοιπόν αυτοί οι… αλλιώτικοι;

Να σου φέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στον Παναθηναϊκό, ας πούμε, ήταν πρόεδρος μια μεγάλη προσωπικότητα αθλητική και επιχειρηματική. Ο Απόστολος Νικολαΐδης. Αυτός είχε τη ΣΟΦΤΕΞ, τη μεγάλη χαρτοποιία, ήταν μεγάλος αθλητής, πρωταθλητής από παλιά σε στίβο και ποδόσφαιρο. Κοντά του ήταν και ο Μαντζαβελάκης. Άλλος τύπος αυτός… Κουμανταδόρος, ασχολούταν όχι μόνο να μαζέψει τους καλούς παίκτες από τις άλλες ομάδες, αλλά να ελέγξει το όλο σύστημα για να βοηθιέται η ομάδα. Αυτοί οι παράγοντες δεν αγαπούσαν το ποδόσφαιρο και τους ποδοσφαιριστές, δεν το έβλεπαν σαν μέσο διαπαιδαγώγησης ή ψυχαγωγίας, στην πολιτιστική του διάσταση, αλλά πώς θα κερδίζουν με κάθε μέσο και πώς θα πουλάνε στη συνέχεια διαπλοκή.

Ο Νίκος Μάλλιαρης, στη μέση, με τους Ιωσηφίδη, Κούδα σε αγώνα κυπέλλου μεταξύ ΠΑΟΚ και Εθνικού Αστέρα το 1981.

Η διαπλοκή, ωστόσο, είναι μια μεταγενέστερη έννοια.

Υπάρχει, όμως, η τάση σε μικρότερη κλίμακα. Στην αρχή σε τοπικό επίπεδο. Μπορεί ο μικροπαράγοντας να αυξήσει την πελατεία στο μαγαζί του, να κάνει χρήσιμες γνωριμίες. Η γκανγκστερικού τύπου διαπλοκή έρχεται πολύ μετά. Με τη χούντα έγιναν αυτά που αναφέραμε, διαπλέκονται δηλαδή με τη χούντα και έχουν οφέλη. Με τη μεταπολίτευση επιστρέφουν οι παλιοί παράγοντες, δεν υπάρχει ακόμα η πολύ μεγάλης κλίμακας διαπλοκή. Να πάρουμε εμείς τον τάδε παίκτη και όχι η άλλη ομάδα, να βάλουμε έναν διαιτητή δικό μας. Η όποια όσμωση με το πολιτικό σύστημα της εποχής είναι σε επίπεδο εκλογών, να επηρεάσουμε κάποιους, να έρθει ο τάδε πολιτικός στο γήπεδο, να κατέβει υποψήφιος με ένα κόμμα, ή για δημοτικός σύμβουλος, ένας παράγοντας.

Ας γυρίσουμε λοιπόν στη γενιά αυτή των ποδοσφαιριστών.

Έρχονται λοιπόν οι παίκτες από τις μικρότερες ομάδες στις μεγάλες, αυτοί που έχουν μια σχέση αγάπης με το ποδόσφαιρο, με φίλαθλο πνεύμα. Δηλαδή, παίζουμε για να κερδίσουμε αλλά μπορεί και να χάσουμε. Το αρρωστημένο κλίμα μπαίνει από τους παράγοντες. Αφού λοιπόν εσύ επιδιώκεις να επηρεάσεις τον παίκτη της άλλης ομάδας π.χ. να μη βάλει γκολ, όταν δεις και τον παίκτη της δικής σου ομάδας να χάνει ένα εύκολο γκολ, αρχίζεις να σκέφτεσαι, τι γίνεται εδώ; Μου την έκανε ο άλλος όπως του την έκανα εγώ; Αυτό άρχισε να φαρμακώνει το ποδόσφαιρο και να επηρεάζει και τους μεγάλους αυτούς παίκτες. Αρχίζουν λοιπόν με εξωγηπεδικούς όρους να διοικούν το ποδόσφαιρο. Αρχίζουν να υποτιμούν τους ποδοσφαιριστές οι παράγοντες, αλλά και να τους βλέπουν αρνητικά, γιατί εκείνοι βέβαια είναι λαοφιλέστατοι.

Υπάρχει δηλαδή και η ζήλεια του παράγοντα για τον παίκτη; Ότι αυτόν αγαπάει ο κόσμος ενώ εγώ έχω τα λεφτά ή τις γνωριμίες.

Ακριβώς. Εγώ φτιάχνω τα παιχνίδια, επηρεάζω τους διαιτητές, φέρνω τα πρωταθλήματα και ο κόσμος λατρεύει, ας πούμε, τον Κούδα, τον Δομάζο, τον Σιδέρη; Αυτό το ένιωθαν ακόμα πιο έντονα  αργότερα οι μεγάλοι παράγοντες που πήραν τα σωματεία όταν αυτά έγιναν οι ανώνυμες εταιρίες. Σχετικά με τους παίκτες, λοιπόν, που φτιάχνουν τον ΠΣΑΠ, εκείνο που ξεχωρίζει αυτή την πρωτοβουλία είναι ότι δεν ζητάμε από την πολιτεία, ούτε παρακαλάμε την εκάστοτε  κυβέρνηση να φτιάξει το ποδόσφαιρο, εμείς οι ίδιοι λέμε θα το φτιάξουμε.

Εσύ τότε πώς μπλέκεσαι;

Εγώ είμαι 22 χρονών όταν μπλέκω στα πόδια τους και αφιερώνομαι εκεί, αυτοί έχουν ήδη φτάσει σε μια μεγαλύτερη ηλικία, πάνω από 30, τα έχουν υποστεί όλα αυτά. Ξέρουν ότι δεν θα φτιάξουν το ποδόσφαιρο αυτοί που το θέλουν έτσι. Τα έχω δει κι εγώ στη μικρή μου διαδρομή, δεν θα πω καριέρα. Βάζουμε λοιπόν σαν θέμα, για να υπάρξει κατοχύρωση του ποδοσφαιριστή πρέπει να φτιάξει το ποδόσφαιρο. Σε αντίθεση με τον συνδικαλισμό που έχουμε συνηθίσει να κοιτά μόνο το συντεχνιακό συμφέρον. Εδώ λειτούργησε ανάποδα. Οι κορυφαίοι του κλάδου ηγήθηκαν για να κατοχυρώσουν όλους. Και όχι κάποιοι που δεν είχαν να κατοχυρώσουν δικαιώματα, όπως π.χ. την ασφάλιση που μέχρι τότε στερούνταν.

Ένας ξεχωριστός παράγοντας, ο πρόεδρος της μεγάλης Δόξας Δράμας Αντώνης Καστρινός, παρουσιάζει τους παίκτες στον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, στον τελικό κυπέλλου του 1959, Ολυμπιακός – Δόξα 2-1.

Εκείνοι λοιπόν απευθύνονται στο σύνολο των ποδοσφαιριστών.

Αυτοί που είναι η βιτρίνα, που έχουν κάνει την πορεία τους και έχουν χορτάσει το χρήμα της εποχής, οι επώνυμοι, αναλαμβάνουν να οργανώσουν τους περίπου 1.200 ποδοσφαιριστές της Α΄ και Β΄ Εθνικής που οι περισσότεροι δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Αυτοί έχουν καταλάβει τον ρόλο του κακού παράγοντα που γίνεται πλέον πλειοψηφικό μοντέλο πηγαίνοντας προς το 1980 και μετά με τις ανώνυμες εταιρίες. Διάλυση ουσιαστικά των σωματείων, αποκόβουν τον οπαδό από την ίδια την ομάδα. Διαπλοκή και παραγοντιλίκι. Προσωποπαγείς εταιρίες που ελέγχουν και τα σωματεία από τα οποία ιδρύθηκαν οι ομάδες.

Τα λεγόμενα ερασιτεχνικά σωματεία.

Να μάθουμε να τα λέμε σωστά, όχι «ερασιτεχνικά σωματεία», αυτές είναι οι ομάδες και από αυτές ξεπήδησαν οι σημερινές ανώνυμες εταιρίες. Καταργείται λοιπόν η δημοκρατία στον σύλλογο, η φωνή των μελών εξαφανίζεται και αρχίζουν να αναπτύσσονται πλέον οι σύνδεσμοι οπαδών. Αυτοί οι παίκτες, λοιπόν, έχουν μεταξύ τους ήδη διαμορφωμένη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον, αλλά και ιεραρχία. Ο πρώτος που γίνεται πρόεδρος του ΠΣΑΠ ομόφωνα είναι ο κορυφαίος παίκτης της εποχής με πανελλήνια αποδοχή. Ποιος; Ο Μίμης Δομάζος, το 1977. Ήταν μονοετής τότε η θητεία. Είπαμε, το 1976 έχουμε την προσωρινή διοίκηση και το 1977 την πρώτη συνέλευση που εκλέγει το διοικητικό συμβούλιο. Συγκροτείται σε σώμα με πρόεδρο τον Δομάζο. Αντικειμενικά ο Δομάζος δεν ήταν εκείνος που είχε την περισσότερη διάθεση και ενεργητικότητα να παίξει αυτό τον ρόλο, είχε και άλλες δραστηριότητες, μαγαζί κ.λπ. Αλλά δεν μας ενδιέφερε αυτό. Εμείς λέγαμε ο Δομάζος θα γίνει πρόεδρος, είναι ο κορυφαίος του χώρου. Έτσι και μετά, ο Μίμης Παπαϊωάννου, ο άλλος κορυφαίος, που ανέλαβε για δύο πλέον χρόνια. Όχι ο τάδε επειδή είναι μέλος ενός κόμματος κ.λπ. Αν δεν έμπαιναν μπροστά αυτοί, που τους αναγνώριζαν όλοι, δεν θα πετύχαινε τίποτα. Δεν θα συσπειρώνονταν οι παίκτες, ούτε θα έδινε προσοχή ο Τύπος και η κοινωνία η ίδια.

Τι γίνεται λοιπόν με τους υπόλοιπους; Αυτοί οι 1.200 που είπες πριν, πλησιάζουν το σωματείο;

Αυτή η δουλειά ξεκινά. Όλοι λίγο πολύ, αλλά κυρίως ο Λεβέντης κι εγώ, γυρνάμε τις πόλεις ώστε να γραφτούν μέλη οι ποδοσφαιριστές. Δεν θα πήγαινε να το κάνει ο Κούδας ή ο Δομάζος. Εγώ τότε, μετά τη διαγραφή μου από τον Εθνικό Αστέρα, έπαιζα στην Προοδευτική με προπονητή τον Κώστα Καραπατή. Τα σαββατοκύριακα η ομάδα έμενε στο ξενοδοχείο «Απέργη» στο Κεφαλάρι. Εκεί ήταν πιάτσα ξενοδοχείων όπου διέμεναν πολλές ομάδες. Έβλεπα εγώ το πρόγραμμα του πρωταθλήματος, σηκωνόμουνα, έπαιρνα π.χ. τον αρχηγό μιας ομάδας Α΄ ή Β΄ Εθνικής, ρώταγα πού θα μείνουν και πήγαινα στο πρωινό που έτρωγαν.

Εκεί πώς γινόταν η επαφή με τους παίκτες;

Τους μιλούσα, τους ενημέρωνα για τον ΠΣΑΠ και τους έγραφα μέλη. Στη Βόρεια Ελλάδα αυτή τη δουλειά την έκανε ο Κώστας ο Λεβέντης. Αυτό άρχισε κυρίως το 1977, ενώ μέχρι τότε ήταν μεταξύ τους πιο πολύ παίκτες των μεγάλων ομάδων. Γυρίζαμε όλη την Ελλάδα, λοιπόν, και ερχόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους παίκτες. Σου λέγανε τα προβλήματά τους. Καταρχάς ότι τους βρίζει ο προπονητής, ότι ο πρόεδρος δεν σέβεται την προσωπικότητά τους κ.λπ. Μην πάμε στα άλλα θέματα, δεν με πληρώνει, πουλάνε παιχνίδια. Θέλανε μάλιστα και οι πρόεδροι να είναι παρόντες στις συναντήσεις. Εμείς φυσικά δεν θέλαμε, κι έτσι ερχόμασταν σε σύγκρουση μαζί τους. Έβλεπαν λοιπόν οι παίκτες ότι εδώ κάτι γίνεται, δεν είναι ένας συνδικαλισμός της πλάκας. Συν ότι εκείνη την περίοδο, κοντά στο 1978, μας τιμωρούν οι ομάδες μας για την συνδικαλιστική παρουσία και δράση μας. Τον Δομάζο, τον Αντωνιάδη, τον Μπαλάφα, τον Αϊδινίου, κι εμένα. Είχε γίνει στο μεταξύ η πρώτη μεγάλη μας απεργία, τον Δεκέμβρη του 1977.


Μην χάσετε το τρίτο μέρος στο επόμενο φύλλο του Δρόμου!

 Η ίδρυση των Ποδοσφαιρικών Ανώνυμων Εταιριών – Οι μεγάλες απεργίες των ποδοσφαιριστών – Η κόντρα με τους παράγοντες – Η δράση του ΠΣΑΠ και η σχέση του με την Πολιτεία και τους φιλάθλους – Η έλευση ΠΑΣΟΚ και η προσπάθειά του να ελέγξει τον χώρο του αθλητισμού – Τα χρόνια της παντοδυναμίας Βαρδινογιάννη

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!