Η γενικευμένη ρευστότητα και τα σωστά ερωτήματα

 

Στην κοινωνική έρευνα υπάρχει μια επιστημονική διαμάχη περί ποσοτικής και ποιοτικής μεθοδολογίας και ποια είναι η πιο «καλή» για να κατανοήσεις μια κοινωνική πραγματικότητα. Επίσης, υπάρχει και μια παραδοχή ότι αν καταθέσεις το σωστό ερώτημα (αμφισβητώντας άλλα κυρίαρχα) έχεις φτάσει στο μισό της διαδρομής για την απάντηση σε ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ξεκινώντας από αυτές τις δυο πηγές, θα παρουσιάσω τη δική μου συμβολή σε μια πρώτη ανάλυση στο ζήτημα τι έγινε την προηγούμενη Κυριακή και ποιοι δρόμοι ανοίγονται από δω και μπρος.

Αν δούμε τα ποσοστά των κομμάτων σε αυτές τις εκλογές και τα συσχετίσουμε με τα πολιτικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου, θα νιώθουμε ότι ζούμε στο στίχο, «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Πραγματικά, οι αλλαγές στα ποσοστά των 4 πρώτων κομμάτων είναι κάτω της μονάδας, σαν να μην άλλαξε τίποτα, σαν να μη ζήσαμε κάτι συγκλονιστικό αυτό το καλοκαίρι. Είναι, όμως, έτσι; Στο δρόμο, τις γειτονιές αν βγεις και συνομιλήσεις με τους ανθρώπους, θα καταλάβεις μια τρομακτική ρευστότητα και μετακινήσεις ψηφοφόρων που αλλάζουν το πολιτικό προφίλ των κομμάτων αλλά και το νέο πολιτικό πεδίο που ζούμε σήμερα. Ας κάνουμε κάποιες υποθέσεις εργασίας, πιο αναλυτικά.

 

Για την Κεντροαριστερά

Το κυβερνητικό κόμμα έχασε καθαρά 325.000 ψήφους, ενώ αν υπολογίσουμε τους νέους ψηφοφόρους και τα κέρδη του ΣΥΡΙΖΑ από κεντροφιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (Ποτάμι, ΚΙΔΗΣΟ) τότε οι πραγματικές απώλειες θα πρέπει να είναι πάνω από μισό εκατομμύριο. Η βίαιη μετάλλαξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία ή κοινωνικό φιλελευθερισμό με οικονομικό νεοφιλελεύθερο πρόσημο, καλύπτει μια υπαρκτή κοινωνική ανάγκη. Το κόμμα δεν είναι και ούτε θα γίνει ΠΑΣΟΚ και είναι λάθος να κάνουμε τέτοιους ιστορικούς αναχρονισμούς. Αντίθετα, είναι μια σύγχρονη Κεντροαριστερά η οποία θα έχει μεγάλο πρόβλημα στο μέλλον, όχι γιατί θα κληθεί να διαχειριστεί το μνημόνιο (αυτό είναι συμβατό με τη φύση της) αλλά γιατί δύσκολα θα δημιουργήσει ένα παράλληλο κοινωνικά φιλελεύθερο πρόγραμμα (δικαιώματα, ανεξιθρησκεία, κοσμοπολιτισμός) με συγκυβερνώντες που δεν έχουν τις ίδιες κοινωνικές αφετηρίες. Το επόμενο διάστημα θα υπάρξει έντονος ανταγωνισμός με το κόμμα της κυρίας Γεννηματά και οι δυο πιθανές καταλήξεις είναι είτε η ενσωμάτωση του ενός από το άλλο, είτε η αγαστή και συνεχής συνεργασία.

 

Για τη Δεξιά

Η προσπάθεια του κ. Μεϊμαράκη για κεντροδεξιά στροφή, δεν ήταν επιτυχής, καθώς το εύκολο θύμα, το Ποτάμι, κατατροπώθηκε από τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να προλάβει η Ν.Δ. να κινηθεί, λόγω δομικών της δυσκολιών (τα βιλαέτια δύσκολα κινούνται). Το δίλημμα της Δεξιάς είναι μεγάλο, καθώς το ακροδεξιό παρελθόν της κρίνεται από τους κεντροδεξιούς νεοφιλελεύθερους ως αποτυχημένο, ενώ ταυτόχρονα η ύπαρξη των νεοναζιστών θα συνεχίζει να ασκεί πίεση προς ακροδεξιές πρακτικές και επιχειρηματολογίες. Ο πόλεμος των ανταγωνιστικών φεουδαρχιών νομίζω ότι θα κρίνει την επόμενη εσωτερική μάχη.

Για τους νεοναζιστές, ας είμαστε ειλικρινείς. Αν περιορίσουμε το ζήτημα στο ψευδεπίγραφο ερώτημα, αν κάναμε σωστά που τους αποκλείσαμε από τις πολιτικές συζητήσεις ή αυτό τους κράτησε σταθερούς εκλογικά, τότε στρουθοκαμηλίζουμε. Η Χ.Α. είναι παντού, στα δελτία ειδήσεων, στο σύνολο της τηλεόρασης, αλλά πολύ περισσότερο στα σχολεία, τα γήπεδα, τα σώματα ασφαλείας, τα δημοτικά συμβούλια, τους επαγγελματικούς συλλόγους, τις γειτονιές. Η ελληνική πολιτεία δεν θέλει να το αντιμετωπίσει όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί το αποδέχεται (όπως και άλλωστε σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο) ως ένα απαραίτητο συστατικό στοιχείο της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Ας το καταλάβουμε, για να ξέρουμε τι πραγματικά έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Στο χώρο της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, εντάσσω και το κόμμα του κ. Λεβέντη. Ας σταματήσουμε το λογοπαίγνιο περί τρελού και πολιτικής πλάκας. Ό,τι δεν πέτυχε ο Τζήμερος, το πέτυχε η Ε.Κ. και αυτό είναι κατανοητό, αν μελετήσεις τους λόγους, το πρόγραμμα αλλά και τα 9 σημεία πιθανής συνεργασίας με την κυβέρνηση. Θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά ως τέτοιο μόρφωμα και όχι να αφήνεται στο απυρόβλητο και συμπαθητικό της πολιτικής «παράνοιας».

 

Για την αυτοκριτική

Μέσα σε ένα οκτάμηνο απελευθερώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι στα αριστερά που αν συντονίζονταν υπό μια κοινή ομπρέλα, θα ήταν τρίτη εκλογική δύναμη. Δεν έγινε και ούτε θα μπορούσε να γίνει είτε γιατί δεν υπήρχε η επιθυμία είτε γιατί δεν υπήρχε η ικανότητα. Ακούω προσεκτικά κάθε πρώτο λόγο που άρχισε να τίθεται στο διάλογο μας, αλλά νομίζω ότι πρέπει πρώτα να κληθούμε να απαντήσουμε και για τη φυσιογνωμία του υπό διαμόρφωση χώρου. Θέλουμε ενότητα (χωρίς όρους) της Αριστεράς (όλης, όλοι;), θέλουμε ο αγώνας να είναι για μια άλλη κοινωνία, θέλουμε κομματικό σχηματισμό ή χαλαρές κινηματικές διαδικασίες, θέλουμε ο πολιτικός αγώνας να εμπεριέχει το στόχο της διεκδίκησης κυβερνητικής εξουσίας ή μια κοινοβουλευτική αντιπολιτευτική εκπροσώπηση.

Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα ανοίξουν αντίστοιχους δρόμους (κλείνοντας άλλους). Αλλά να μην ξεχνάμε. Δεν ανοίγεις νέους δρόμους όταν ακολουθείς άλλους υπάρχοντες. Δεν κτίζεις το νέο με παλιά υλικά και δεν αναφέρομαι σε πρόσωπα αλλά σε διαδικασίες και επιχειρήματα. Δεν κτίζεις αντί-ηγεμονία αν απλώς απαντάς στο κυρίαρχο ερώτημα με διαφορετικό τρόπο. Θέτεις το νέο σου ερώτημα και δεν εγκλωβίζεσαι στο πλαίσιο που θέλει να σε βάλει το κατεστημένο. Και πάντα δίνεις το παράδειγμα με τις πράξεις σου και όχι με τα λόγια σου μόνο.

 

Ο Στράτος Γεωργούλας είναι πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!