Αναμφίβολα, η υπόθεση των υποκλοπών που εκτυλίσσεται στη χώρα, εδώ και περισσότερο από ένα μήνα, συνιστά ακόμη μια μεγάλων διαστάσεων δημοκρατική εκτροπή. Οι ευθύνες για αυτή θα πρέπει πρώτιστα να αναζητηθούν στις κινήσεις και τις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης της Ν.Δ., χωρίς όμως να παραβλέπεται πως μέρα με τη μέρα επιβεβαιώνεται αυτό που οι περισσότεροι πολίτες ήδη υποπτεύονταν ή γνώριζαν, ότι δηλαδή υπάρχει ένας μηχανισμός παρακολουθήσεων και υποκλοπών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε κυβέρνησης και του οποίου γίνεται εκτεταμένη χρήση διαχρονικά. Με την έννοια αυτή, οι ευθύνες για το βάθος της σήψης αγγίζουν το σύνολο του πολιτικού συστήματος, είτε αφορούν κόμματα που συμμετείχαν σε κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια είτε εκείνους που γνώριζαν ή υποπτεύονταν και δεν αντέδρασαν με τον ανάλογο τρόπο. Παράλληλα, η τροπή που έχει πάρει η υπόθεση αναδεικνύει μια σειρά από ζητήματα που θα καθορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα την επόμενη περίοδο.
Εμπλοκή του ξένου παράγοντα
Κλειδί για την παρακολούθηση και την εξέλιξη της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι η έντονη εμπλοκή του ξένου παράγοντα στις εγχώριες εξελίξεις. Καταρχάς, η αποκάλυψη του σκανδάλου ξεκίνησε μέσα από τους κόλπους της Ε.Ε., έπειτα από την τουλάχιστον «διορατική» δράση του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς και την ενημέρωση Ανδρουλάκη. Επιπλέον, το θέμα έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις σε μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, όπως τα: NYT, Financial Times, Le Monde, Washington Post, BBC, Politico και Spiegel. Παρότι το ζήτημα είναι μεγάλο και ήταν βέβαιο πως θα καλυφθεί από τον διεθνή Τύπο, οι διαστάσεις που έχει λάβει ξεπερνούν ακόμη και εκείνες των παρακολουθήσεων επιτρόπων της Ε.Ε., αλλά και μελών της γαλλικής κυβέρνησης. Αυτό είναι, εν μέρει μόνο, αποτέλεσμα της επιθετικής στάσης της κυβέρνησης απέναντι σε όποιο ΜΜΕ εγχώριο ή ξένο της ασκεί κριτική. Πολύ περισσότερο αποτελεί ένδειξη ότι ξένα κέντρα και δυνάμεις αποσύρουν την εμπιστοσύνη που έδειξαν σε προηγούμενη φάση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, πράγμα που γίνεται αντιληπτό από τα αλλεπάλληλα πρωτοσέλιδα μεγάλων εφημερίδων και οδηγεί τις εξελίξεις για την επόμενη ημέρα στη χώρα σε διαφορετικής λύσεις από εκείνες που σχεδίαζαν εγχώριες δυνάμεις. Έτσι φαίνεται πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θεωρείται πλέον σταθερός εταίρος για να διαχειριστεί τους κραδασμούς της επόμενης περιόδου, ενώ καίγοντας το πρόσωπο του Μητσοτάκη και αποκλείοντας τη συμμαχία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ προκρίνονται πολυκομματικές λύσεις που πιθανόν να έχουν ευρύτερη αποδοχή και νομιμοποίηση.
Κυβέρνηση και πολιτικό σύστημα
Ωστόσο, είναι σαφές πως η εμπλοκή ξένων παραγόντων δεν αναιρεί τις ευθύνες και τις προθέσεις της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα, τις εντείνει, αφού όχι μόνο συνεπάγεται τον διεθνή εξευτελισμό της χώρας, αλλά και δείχνει πως για τα πολιτικά κόμματα τέτοιου τύπου εμπλοκές όπως αιτήματα πρεσβειών, δράση ξένων υπηρεσιών ή ακόμη και κυβερνητικές υπεκφυγές για ξένο δάκτυλο είναι εντελώς κανονικοποιημένες και θεωρούνται de facto πολιτικά τερτίπια, τα οποία μπορεί μεν να λέγονται αλλά εν προκειμένω –και μόνο– δεν ισχύουν. Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση και τις ευθύνες του Κ. Μητσοτάκη, οι παραιτήσεις του αρχηγού της ΕΥΠ Π. Κοντολέων και του γ.γ. του πρωθυπουργού Γρ. Δημητριάδη σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να είναι «αρκετές» ή να δικαιολογήσουν το κυβερνητικό αφήγημα για την άγνοια του Κ. Μητσοτάκη επί του ζητήματος. Αυτό γιατί και τα δύο αυτά πρόσωπα αποτέλεσαν προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού, αλλά και ο ίδιος είχε θέσει τον εαυτό του ως πολιτικό προϊστάμενο της ΕΥΠ. Κυρίως όμως, επειδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να θεσμοθετήσει τη δημιουργία μιας στενής ομάδας διακυβέρνησης γύρω από το Μαξίμου, από την οποία προέρχονταν οι περισσότερες κυβερνητικές επιλογές. Αυτός ο υπερσυγκεντρωτισμός –που δεν είναι πρωτοφανέρωτος, αλλά εδώ έφτασε στα όρια του– αποτέλεσε τον βραχίονα για τη δημιουργία ενός αυταρχικού κράτους, όπου ο πρωθυπουργός «αποφασίζει και διατάζει», επικοινωνεί αποκλειστικά σχεδόν μέσω διαγγελμάτων, ελέγχει σχεδόν το σύνολο των συστημικών ΜΜΕ και η ομάδα του είναι υπεύθυνη για τις διάφορες συμφωνίες που κλείνονται από την κυβέρνηση. Με την έννοια αυτή, η υπόθεση των υποκλοπών δεν αποτελεί ατύχημα αλλά μεθοδευμένο αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής.
Ποια δημοκρατία;
Πέραν όμως των κυβερνητικών ευθυνών το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων έχει διαστάσεις που αφορούν συνολικά την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι πολίτες δεν «πέφτουν από τα σύννεφα» με την αποκάλυψη της υπόθεσης είναι αποκαλυπτικό για τις διαστάσεις του φαινομένου. Η κατηγορία της κυβέρνησης προς την αντιπολίτευση για 54.000 «επισυνδέσεις» επί κυβερνήσεως του Αλ. Τσίπρα, πέρα από απόπειρα διάχυσης της ευθύνης αποτελεί και ένδειξη για τον ρόλο που παίζουν οι παρακολουθήσεις στη σύγχρονη διακυβέρνηση. Καθώς ακόμη και αν δεν ευσταθεί το παραπάνω νούμερο, η τάξη μεγέθους αλλά και το σύνολο των «επισυνδέσεων» που έχει αποκαλυφθεί ότι αιτούνται και εγκρίνονται καθημερινά αποδεικνύει πως το να δοθεί πράσινο φως για την παρακολούθηση πολιτών είναι σχεδόν διαδικαστικό. Ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η κυβέρνηση στην αρχή του σκανδάλου είχε κάνει λόγο για παρακολουθήσεις από ιδιώτες που δεν γίνονται ούτε καν στα πλαίσια της ΕΥΠ. Παρακολουθήσεις όμως φαίνεται ότι είναι εύκολο να γίνουν και για λογαριασμό ξένων κέντρων, είτε από ξένες υπηρεσίες. Άσχετα αν οι αρχικοί ισχυρισμοί της κυβέρνησης για αίτημα ξένων πρεσβειών σε σχέση με την παρακολούθηση Ανδρουλάκη αποδείχθηκαν ψευδείς, προκαλεί εντύπωση η ευκολία με την οποία έγινε αποδεκτό ότι αν υπήρχε τέτοιο αίτημα τότε η παρακολούθηση ίσως και να ήταν δικαιολογημένη.
Ανύπαρκτη αντιπολίτευση
Ακόμη, όμως, και με δεδομένη την κυβερνητική φθορά, αλλά και την απώλεια στήριξης της κυβέρνησης από το εξωτερικό η αντιπολίτευση κινείται σε επίπεδα ανυπαρξίας. Αυτό επιχειρείται να καλυφθεί από τον στόμφο των δηλώσεών της, όμως η πρακτική της πέρα από εντελώς συστημική επιχειρεί να περιορίσει το ζήτημα και να το κρατήσει στα πλαίσια ορισμένων κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων και οργάνων. Μέσα από το «να πέσει η κυβέρνηση των υποκλοπών», όπως πλασάρεται χωρίς καμία επιπλέον πλαισίωση, επιχειρείται να περιοριστεί σημαντικά η λαϊκή δυσφορία, αλλά και να γίνουν εφικτές πολυκομματικές συμμαχίες για την επόμενη μέρα. Ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να περιορίσει την εικόνα της σήψης στη στενή ομάδα του πρωθυπουργού και ίσως σε κάποια στελέχη της ΕΥΠ, ώστε να είναι εφικτό να δοθεί η αίσθηση μιας κάθαρσης εντός του πολιτικού συστήματος. Εξάλλου, αν η αντιπολίτευση ιεραρχούσε το θέμα των υποκλοπών τόσο ψηλά όσο λέει και αν «μετά λόγου γνώσεως» θεωρούσε πως πρόκειται για συνταγματική εκτροπή θα έπρεπε να κινηθεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ώστε να γίνουν εδώ και τώρα εκλογές, πράγμα το οποίο δεν επιχειρείται επ’ ουδενί. Άλλωστε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να έχει αποκτήσει ημερομηνία λήξης και θα ήταν βολικό για πολλούς να αντέξει όσο μπορεί επωμιζόμενη το βάρος και τη φθορά ενός πολύ δύσκολου χειμώνα. Μάλιστα, και ο Κ. Μητσοτάκης φαίνεται διαθέσιμος να το τραβήξει όσο πάει, καθώς όπως είπε δεν φυγομαχεί και σκοπεύει να περάσουμε μαζί αυτόν τον χειμώνα.
Παραλειπόμενα της συζήτησης στη Βουλή
Μάθαμε ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν ήξερε τίποτα… Ο Αλ. Τσίπρας είπε ότι δεν ανέλαβε προσωπικά την ΕΥΠ αλλά γνώριζε τι γίνονταν. Ο Μητσοτάκης ανέφερε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν 54.000 επισυνδέσεις… Ο Γ. Βαρουφάκης προσπάθησε να διορθώσει όσα ανέφερε στο βιβλίο του και τα μετέφερε ο Κ. Μητσοτάκης, προσθέτοντας όμως ότι βανάκι των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών ήταν σταθμευμένο έξω από το υπουργείο του. Κατηγόρησε δε την ΕΥΠ ότι δεν προστατεύει όλους τους πολιτικούς από την αμερικάνικη NSA που τους παρακολουθεί όλους. Ο Τσίπρας επικαλέστηκε δηλώσεις των Ν. Βαλαβάνη, Γ. Βαρουφάκη, Ν. Κοτζιά και Γιάννη Πανούση, ότι δεν παρακολουθούνταν τα τηλέφωνά τους, ενώ δεν είπε τίποτα για τον Λαφαζάνη ο οποίος επιμένει ότι το τηλέφωνό του παρακολουθείτο. Επίσης έγινε γνωστό ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε τα τηλέφωνα των Σαγιά και Πιτσιόρλα επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ. Φως άπλετο φως που λέει και ο ακατανόμαστος στα Ανώγεια… Αλήθεια πόσο κάνει ένα «βαλιτσάκι»; Πόσα «βαλιτσάκια» κυκλοφορούν;