Γιατί παραμένει η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες;
Του Σπύρου Παναγιώτου
«Τώρα πλάκα μας κάνετε;», σχολίασε ο Πολ Κρούγκμαν με αφορμή την απόρριψη των ελληνικών προτάσεων και τη διατύπωση δυσμενέστερων μέτρων από τους δανειστές.
Δεν χρειάζεται, βέβαια, να είναι κάποιος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι η διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών δεν είναι οικονομική. Είναι, κυρίως, πολιτική. Η τρόικα θέλει να ταπεινώσει τον ελληνικό λαό και να εξευτελίσει τη κυβέρνηση. Όχι μόνο στα μάτια των Ελλήνων αλλά στα μάτια των λαών, σε ολόκληρη την Ευρώπη και αλλού.
Ζητούμενο δεν είναι απλώς η επιβολή μνημονιακών μέτρων. Είναι η διαιώνιση της αποικίας χρέους και του μνημονιακού καθεστώτος. Είναι η δικαίωση, η παλινόρθωση των συστημικών δυνάμεων στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο.
Δεν εξηγείται αλλιώς γιατί η τρόικα αρνείται πεισματικά, για πρώτη φορά από την εφαρμογή μνημονίων, τη δυνατότητα σε μια κυβέρνηση ακόμα και να προτείνει «ισοδύναμα μέτρα» στα σημεία των διαφωνιών. Δεν εξηγείται αλλιώς η εκβιαστική απαίτηση να υιοθετηθεί το πρόγραμμα όπως ακριβώς το προτείνουν οι δανειστές.
Οι δανειστές επιχειρούν να επιβάλουν την αποδοχή μιας συμφωνίας που δεν αρκείται να φορτώσει τα βάρη στις πλάτες του λαού. Στοχεύουν σε ένα συντριπτικό πλήγμα στην αντίθεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας στα μνημόνια, που κυριάρχησε σε Ελλάδα και Ευρώπη την περίοδο της πρόσφατης κρίσης, και απείλησε και απειλεί το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αποβλέπουν στη νομιμοποίηση της επιχειρηματολογίας των μνημονιακών κυβερνήσεων και την ισχυροποίηση της πεποίθησης πως τα μνημόνια ήταν και είναι μονόδρομος. Στοχεύουν τα χαμηλά και μεσαία στρώματα ώστε μέσα από τη συντριβή τους να υποσταλεί ο ριζοσπαστισμός τους, να τα επαναφέρει βίαια -με ψαλιδισμένες, ακυρωμένες τις ελπίδες τους- προς τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα.
Δεν υπάρχει λύση με «αριστερό» μνημόνιο
Με ένα τέτοιο, δημόσια ομολογημένο, σχέδιο των ιερατείων της Ε.Ε. και των δανειστών αναδεικνύεται ως μέγιστη ουτοπία η βεβαιότητα ότι είναι δυνατός ένας «έντιμος και αξιοπρεπής συμβιβασμός». Και αυτό δεν έγινε φανερό σήμερα, την ύστατη δηλαδή στιγμή. Από τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη και σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε, η πρόθεση των δανειστών ήταν να οδηγήσουν την ελληνική κυβέρνηση σε μια παγίδα χρόνου. Παγίδα που την αδυνάτιζε οικονομικά, με τις εκταμιεύσεις πάνω από 7 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ, και κυρίως πολιτικά με την αποδοχή του πλαισίου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τις προδιαγραφές των τροϊκανών.
Το αποτέλεσμα ήταν σήμερα, η μόνη γραμμή «άμυνας»της ελληνικής κυβέρνησης να είναι η υπεράσπιση των δικών της προτάσεων που συνιστούν ένα βαρύ μνημονιακό-υφεσιακό πρόγραμμα έξω από τις προδιαγραφές κάθε συλλογικά επεξεργασμένης θέσης του ΣΥΡΙΖΑ. Και δυστυχώς η συνέχιση των διαπραγματεύσεων οδηγεί σε συνεχείς υπαναχωρήσεις και εκπτώσεις από τα ήδη επώδυνα μέτρα. Δεν είναι γνωστή η κατάληξη αυτής της διαπραγμάτευσης. Αλλά είναι βέβαιο ότι αν υπάρξει κατάληξη θα είναι πιο επώδυνη από όσα η ελληνική πλευρά δήλωνε ως ύστατη γραμμή υποχώρησης.
Ήδη η διακηρυγμένη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ εγκαταλείπεται για τα επόμενα δύο χρόνια. Η αλλαγή των αντικειμενικών αξιών των σπιτιών θα γίνει κατά τρόπο που θα διατηρεί το σύνολο των εσόδων (2,65 δισ. ευρώ) που προβλεπόταν με το παλιό μνημόνιο. Η υιοθέτηση αυτού του μέτρου δεν αποτελεί απλά δυσβάσταχτη επιβάρυνση για τα λαϊκά και μεσαία στρώματα αλλά απειλεί να τινάξει στον αέρα την ελάφρυνση που έφερε το μέτρο των 100 δόσεων, καθώς δύσκολα θα μπορέσει κάποιος να ανταποκριθεί σε διπλές πληρωμές.
Την ίδια στιγμή παραμένουν οι μνημονιακοί φόροι στο πετρέλαιο θέρμανσης, η επιβολή τέλους επιτηδεύματος, η επιβολή φόρου 26% από το πρώτο ευρώ για τους αυτοαπασχολούμενους και κατά 13% για τους αγρότες.
Μεγάλη επιβάρυνση στα λαϊκά εισοδήματα επιφέρουν οι αυξημένοι συντελεστές ΦΠΑ. Σύμφωνα με τις ελληνικές προτάσεις, προβλέπεται αύξηση των φορολογικών εσόδων από την αλλαγή των συντελεστών του ΦΠΑ κατά 680 εκατομμύρια ευρώ το 2015 και 1,36 δισ. ευρώ το 2016. Είναι γνωστό ότι οι έμμεσοι φόροι αποτελούν την περισσότερο άδικη μορφή φόρου καθώς βαραίνει συντριπτικά και άνισα τα πιο χαμηλά εισοδήματα. Η μετάταξη βασικών μεταποιημένων προϊόντων διατροφής στον υψηλό συντελεστή θα σημάνει σημαντική έμμεση μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών.
Η εισφορά αλληλεγγύης συνεχίζει να υπάρχει και τα έτη 2015 και 2016. Η νέα πρόταση προβλέπει έσοδα 220 εκ. € το 2015 και 250 εκ. € το 2016 με αύξηση συντελεστών κατά 50% για εισοδήματα πάνω από 30.000 ευρώ. Και μπορεί οι 30.000€ να φαίνονται στη σημερινή εποχή δυσθεώρητο ποσό, όμως αυτό αποτελούσε ένα μέσο εισόδημα πριν από την κρίση και με βάση αυτό έχουν δημιουργηθεί δανειακές και άλλες υποχρεώσεις στα προ μνημονίων χρόνια.
Δίπλα, βέβαια, στα εισπρακτικά μέσα έχει γίνει αποδεκτή η συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και η λογική των πρωτογενών πλεονασμάτων που, ακόμα και με πιο χαμηλούς συντελεστές, επιτείνουν την ύφεση και στερούν την οικονομία από σημαντικούς πόρους που θα επέτρεπαν την επανεκκίνησή της.
Και ενώ για τα λαϊκά στρώματα «θεσμοθετούνται» χωρίς ημερομηνία λήξης νέοι δυσβάστακτοι φόροι, δεν έγιναν αποδεκτές οι προτάσεις της κυβέρνησης για εφάπαξ φορολόγηση των μεγάλων εταιρικών κερδών. Τινάζεται, έτσι, στο αέρα κάθε πρόσχημα για επιβολή ισοδύναμων βαρών και αναδιανεμητικής φορολόγησης του μεγάλου πλούτου.
Μένει να εξηγηθεί: τι κάνει και γιατί παραμένει ακόμα η κυβέρνηση στις Βρυξέλλες;