του Νίκου Σταθόπουλου
Η υπόθεση Δ. Λιγνάδη εξελίσσεται όπως κάθε άλλη σχετική «υπόθεση» στο κοινότοπο στερέωμα του «σύγχρονου κόσμου». Η διαπίστωση μιας ατομικής εξαχρείωσης, συνδεδεμένης όμως με τη λειτουργικότητα ενός «χώρου», εξαντλείται στην ηθικολογική περιπτωσιολογία και «τεντώνεται» εργαλειακά ως «άσος στο μανίκι» για πολιτικές ψευδοσυγκρούσεις και εκκαθαρίσεις. «Εσείς τον καλύψατε», «όχι, εσείς τον προστατεύσατε», με τη Ν.Δ., γελοιοποιημένη μέχρι λιθοβολισμού (έχει μαζέψει τόσα σεξομπουμπούκια στις τάξεις της), να μην ξέρει πού να κρυφτεί τώρα, και με τον «αριστερό» (του «ηθικού πλεονεκτήματος») ΣΥΡΙΖΑ να μη μπορεί να εξηγήσει τα «κουφά» των αστυνομικών παράδοξων του 2017-8 σε σχέση με τη διαπιστωμένη «χρήση» προσφυγόπουλων από τον Λιγνάδη.
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ «σύστημα» δεν θέλησε καμιά «κάθαρση»: Τα «συστήματα» είναι εκ φύσεως διεφθαρμένα και διαφθορεία αφού χωρίς διαφθορά καμιά σχέση εξουσίας και ανισότητας δε μπορεί να νομιμοποιηθεί. Η «υγεία», η «αρετή» και η «διαφάνεια» δεν ευδοκιμούν σε συστήματα οργάνωσης θεμελιωμένα στην «αρχή της ιδιοτέλειας».
Με την πρωταγωνιστική σήμερα λέξη «αποσύνθεση» φτάνουμε στην «καρδιά» της εξελισσόμενης κοινωνικής τραγωδίας. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα σκάνδαλα του χτες και του σήμερα βρίσκεται στο ότι η παρούσα «κυρίαρχη ηθική συνείδηση» είναι βαθιά ανομιακή, δηλαδή εκ συστάσεως καταφάσκει ακόμα και το πιο εξοργιστικό άγος. Το λένε «ανεκτικότητα» και «κατανόηση», αλλά στην ουσία είναι «έγκριση» και «συναίνεση». Παλαιότερα, ήταν ο περιβόητος συλλέκτης Ιόλας που διακήρυσσε «εγώ κάνω ό,τι μου λέει το πέος μου» και έδινε το μέτρο της «ατομικής απόκλισης» σε ένα ορισμένο κοινωνικό έθος. Σήμερα είναι μια συνείδηση θεμελιωμένη στις έννοιες «επιθυμιακότητα» και «υποκείμενο», και οι δυο συντασσόμενες στο πεδίο της «αυτονομίας», οπότε το «θέμα» αποκτά χαρακτήρα ιδρυτικού κοινωνικής οντολογίας. Το διαβόητο «κίνημα metoo» είναι απλώς μια (από γενική άποψη δικαίου, σωστή) δικαιωματίστικη διευθέτηση με όρους αλλαγής των προσώπων στα πόστα και εμπέδωσης της «κουλτούρας της συναίνεσης» και καθόλου μια οργανική ρήξη με τις πολιτιστικές ρίζες της εξαπλωμένης χυδαιότητας.
Η εντελώς διαστροφική εμπορευματική κουλτούρα του «πανδημοκρατισμού» («όλοι μπορούμε και δικαιούμαστε όλα»)γενικεύεται και συμπαρασύρει κάθε φυσική διάκριση και διαφορά. Από την σωστή και δίκαιη και ενάρετη «αρχή του σεβασμού», εκβιαστήκαμε να αποδεχτούμε την εκτρωματικότητα του «όλα καλά και φυσικά και ανθρώπινα είναι». Γητεμένοι από το δήθεν «προχώ» αυτής της υποδειγματικής ανοησίας και ακρισίας, ούτε που καταλάβαμε ότι νομιμοποιήσαμε μια ριζική κουλτούρα αφύσικης και βαρβαρικής ασυδοσίας. Ασυδοσίας που μέσω της κατάλυσης κάθε ορίου ανοίγει διάπλατα τον χωρόχρονο στην υπερτεχνολογικοποιημένη εμπορευματικότητα, δηλαδή απολυτοποιεί το εμπόρευμα ως «μηχανισμό της γενικευμένης υποκατάστασης». Και, ταυτόχρονα, απολυτοποιεί και το κράτος-εξουσία ως μοναδικό αυτοδίκαιο εγγυητή «ελευθεριών» που δεν έχουν φυσική και ιστορικοκοινωνική αναγωγή και δικαίωση αλλά μόνο εγκεφαλική-ιδεολογική (εργαστηριακή, κατά βάση).
ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΟΧΗ του Νεοφιλελευθερισμού, κι ο μεταβιομηχανικός καπιταλισμός οργανώνεται ως σύστημα λειτουργιών(και όχι ως «μονάδες παραγωγής»), επομένως σημασία έχει το να μπορεί το στοιχείο να κυκλοφορεί κατά βούληση, αλλιώς η λειτουργία χάνει τη χαλαρή της αναπαραγωγή και αποστεώνεται σε ένα βιομηχανικό παρεπόμενο, κάτι ασύμβατο με τις δυναμικές του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού στην παγκοσμιοποιητική υπερτεχνολογική του ανάπτυξη. Οι κοινωνικές σχέσεις και το συλλογικό φαντασιακό θεσμίζονται επί της «αρχής της ηδονής» και τους κώδικες αρχών υποκαθιστά το «συμπεριφορικό μοντέλο».
Αυτή είναι η «υλική βάση» για την άνθηση του μοντέλου της ναρκισσιστικής ασυδοσίας που βασίζεται στο εξαρχής «δικαιωμένο υποκείμενο» το οποίο απλά πράττει, συμπεριφέρεται με γνώμονα την επιθυμία. Και το Θέαμα δεν είναι μια παρηγορητική είτε αποδραστική μυθολογία, αλλά ένα λειτουργικό σύστημα σχέσεων όπου μια ψευδαίσθηση απόστασης καθιστά το αποτέλεσμα «ουδέτερο» και «ανώδυνο» ενώ στην ουσία είναι η άμεση κοινωνική εμπειρία.
Για τις δυνάμεις που διατηρούν ουτοπίες κοινωνικής χειραφέτησης, το κεντρικό ζητούμενο είναι όχι η «ανατροπή» αλλά η υπεράσπιση της ανθρώπινης και πολιτιστικής κατάστασης
Το πρόβλημα είναι η στάση της «κριτικής σκέψης», η δυνατότητα και η τόλμη της να διαφοροποιηθεί όχι στο «βαθμό» αλλά στην ουσία. Ο Λιγνάδης είναι πολλαπλά συναρτημένος με τον τρέχοντα κόσμο της πραγμάτωσης του μεταμοντέρνου καπιταλισμού σε συνθήκες παγκοσμιοποιητικής οργανικής αποκιοποίησης. Είναι ο «μπόσης» του καλλιτεχνικού κυκλώματος που θα εκμεταλλευτεί το πάθος τέχνης των νέων παιδιών αλλά είναι και ο «ξεχωριστός δικός μας» που θα «ωφεληθεί» από σύγχρονες όψεις του «εμπόριου ανθρώπων» : όψεις (ΜΚΟ, λόγου χάρη) που προάγουν τις δυναμικές της πλανητικής δεσποτείας του μεταβιομηχανικού κεφαλαίου αλλά ταυτίζονται και με «αυτονόητα» ενός τάχα σύγχρονου δικαιωματικού ανθρωποκεντρισμού. Η Ελλάδα «αποθήκη ψυχών» (με την αγαστή σύμπραξη των «προοδευτικών» ιμάντων του σύγχρονου οικουμενικού δουλεμπόριου) αλλά και, ποιος είναι τόσο αφελής να μην το καταλαβαίνει και «γκαρσονιέρα σεξουαλικών ιδορρυθμιών» Ξεχνάμε, εκεί, στα 2015 και 2016, τις στεντόρειες δικαιωματίστικες στριγγλιές για το «τι κακό υπάρχει σε σεξουαλικές ανταλλαγές με φιλοξενούμενους πρόσφυγες;» (και όχι από «φρικιά» των Εξαρχείων αλλά από στελεχάρες του αριστερού μεταφεμινισμού). Ξεχνάμε ότι οι διθύραμβοι περί «συμφώνου συμβίωσης» και η καταιγιστική ρητορική περί «έμφυλων ταυτοτήτων» επισκίασαν (ως «πολιτισμική μεταρρύθμιση βάθους») κάθε άλλη κοινωνική συζήτηση (π.χ. για το αριστερό ξεπούλημα στην ευρωκρατία, για τις συνθήκες εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης), τείνοντας προς επανίδρυση της κοινωνικής ηθικής και μάλιστα με λογική καθολικής ηγεμονίας επί του κοινωνικού προβληματισμού;
ΑΝΕΚΑΘΕΝ τα αφεντικά (και οι βολεμένοι στην περιφέρειά τους) έβρισκαν ποικίλη ηδονή στην «παροχή υπηρεσιών» των υποτελών, αλλά σήμερα εμπεδώνεται η εξής βασική διαφορά: Αυτή η άνομη και στο σκοτάδι ηδονοθηρία, τώρα είναι «δικαίωμα», «αυτοεκπλήρωση», «ερωτικός ρόλος». Και με μόνη, υποτίθεται, ένσταση την «αποφυγή της υπερβολής» και το «σεβασμό των δικαιωμάτων». Μα ποια «υπερβολή», και ποιος θα προγραμματίσει όρια; Και ποια «δικαιώματα» όταν, για παράδειγμα, συμπιέζονται τα όρια ενηλικίωσης και αναγνωρίζονται στα ανήλικα βασικά προνόμια επιλογής προσανατολισμών και δεκάδες «επιστήμονες», από το πουθενά, «ανασκευάζουν» τους προαιώνιους ορισμούς της φύσης και της ανθρώπινης ηθικής;
Δεκαετίες τώρα η κοινωνία πιέζεται πολλαπλώς να απεμπολήσει κώδικες και τρόπους αιώνων ως προς τη ρύθμιση των ηθικών επιλογών. Βασικά, πλασάρεται ένα αηθικό μοντέλο που με την επικουρία μιας αυθαίρετης «επιστημονικής έρευνας» και με επικέντρωση στο απέραντο πεδίο της ερωτικότητας, «νομοθετεί» το «θεμελιώδες δίκαιο» της υποκειμενικής επιθυμίας. Και είναι αυτό ένα «ηθικό κλίμα» όπου η ηθική μηδενίζεται εν ονόματι του απόλυτου πρωτείου της ατομικής «απόλαυσης» και «προτίμησης».
Η κεντρική κουλτούρα ατομοκεντρικής δήωσης των πάντων, επεκτείνεται, φυσιολογικά και οργανικά, και στις ανθρώπινες σχέσεις. Και είναι αυτό η φυσική μετεξέλιξη ενός συστήματος (θεμελιωμένου στην κερδοφόρα εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας) σε υπερτεχνολογικοποιημένο σύστημα κερδοφόρας μετάλλαξης του ανθρώπου ώστε να καταργηθούν τα φυσικά μέτρα αντικειμενικού περιορισμού της εμπορευματικής παραγωγής (ο καπιταλισμός είναι το μόνο «σύστημα» που μεταφέρει την έκταση στο εσωτερικό της ανθρώπινης κατάστασης, πετυχαίνοντας μια ριζική σύγχυση ποιότητας και ποσότητας όπως συμβαίνει στην υπόσταση του εμπορεύματος καθαυτή).
Η «ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΙΓΝΑΔΗ» ξεπερνά κατά πολύ τη Μενδώνη και τη σχετική φιλολογία, και είναι αποκαλυπτικό τού θεσμισμένου αίσχους ότι ουσιαστικά η συζήτηση περιστρέφεται στους κανόνες του «πολιτικώς ορθόν». Ακόμα-ακόμα ξεπερνά τη «διαστροφή του τέρατος», και «δείχνει» στο κέντρο της παρακμής, κάνοντας αυτή την παρακμή και επίκαιρη, σε μια εποχή όπου το σύστημα (με όλους τους βαστάζους του) εμπορεύεται την τάχα έγνοια του για την «υγεία», αλλά και κεντρική, βαθιά αποκαλυπτική της οντολογικής ουσίας του σύγχρονου κόσμου, και έτσι, σηματοδοτώντας πολιτικές αναγκαιότητες και ατραπούς. Διότι πλέον, για τις δυνάμεις που διατηρούν ουτοπίες κοινωνικής χειραφέτησης, το κεντρικό ζητούμενο είναι όχι η «ανατροπή» αλλά η υπεράσπιση της ανθρώπινης και πολιτιστικής κατάστασης, ενάντια σε «προόδους» και «εξελίξεις» που μηδενίζουν τον απαγορευτικό Θεό της Βίβλου για να επιχειρήσουν τη δική τους Δημιουργία, τον «χειραφετημένο» ζοφερό Μετάνθρωπο. Ναι, πάμε «με χίλια» προς έναν Νέο Μεσαίωνα!