Η παγκοσμιοποίηση εξακολουθεί να θεωρείται δεδομένη και αναπόφευκτη. Κι όμως, η διαδικασία απο-παγκοσμιοποίησης έχει ήδη ξεκινήσει και προχωρά, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε., στην κατεύθυνση της ανάκτησης της εθνικής δημοκρατίας ενάντια στην «κυβερνησιμότητα», όπου ο οικονομικός και χρηματιστικός τομέας υπερισχύουν της πολιτικής. Σε αυτά τα ζητήματα αναφέρεται ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Ζακ Σαπίρ σε ένα εκτεταμένο άρθρο, του οποίου δημοσιεύουμε εδώ ένα μέρος. Ολόκληρο το άρθρο στα γαλλικά, υπό τον τίτλο «Quelle démondialisation aujourd’hui?», αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα Les Crises.
του Ζακ Σαπίρ
Όταν έγραψα το βιβλίο «Η απο-παγκοσμιοποίηση» (2011, εκδόσεις Seuil) ήταν ήδη ορατά τα σημάδια της κρίσης της παγκοσμιοποίησης, όπως και το ξεκίνημα της διαδικασίας απο-παγκοσμιοποίησης. Ένα ελάχιστο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει κανείς στα τελευταία δέκα χρόνια, είναι πως η παγκοσμιοποίηση είχε άσχημη κατάληξη και προκάλεσε βαθιές και έντονες αντιδράσεις. Σήμερα μπορούμε να δούμε πιο καθαρά όσα διαφαίνονταν από την αρχή: η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την ίδια τη δημοκρατία. Κάνει εντύπωση το ότι αυτές οι πολιτικές παθογένειες έφτασαν σε κρίσιμο σημείο στη χώρα που εμφανιζόταν σαν το κέντρο της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης, δηλαδή στις ΗΠΑ [1].
Η «παγκοσμιοποίηση» συνοδευόταν πάντα από άγριες συγκρούσεις, σε μερικές από τις οποίες συμμετείχαν τακτικοί στρατοί και σε άλλες οι λεγόμενες παραστρατιωτικές ή «άτυπες» δυνάμεις
Αναλύοντας τα κοινωνικά, τα οικολογικά ή και τα άμεσα οικονομικά προβλήματα, συσσωρεύονται τα σημάδια εξάντλησης της διαδικασίας αλλά και αμφισβήτησής της. Έγινε προφανής πλέον η επιστροφή στο προσκήνιο των εθνών, σαν πρωταρχικών πολιτικών παραγόντων [2]. Διάφορα περιστατικά, από το δημοψήφισμα για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. (το Brexit), μέχρι την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, όπως και οι αντιδράσεις στις απόπειρες των ΗΠΑ να επεμβαίνουν αυτοδίκαια σε άλλες χώρες και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού που παρατηρείται στις χώρες της Ε.Ε., επιβεβαιώνουν αυτήν την εκτίμηση.
Έτσι, σήμερα μιλάμε για πιθανότητα πολέμων σε πλανητικό επίπεδο. Και πράγματι έχουν ενταθεί οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις. Όμως πρέπει να ξέρουμε ότι η «παγκοσμιοποίηση» ποτέ δεν επιχείρησε να αναχαιτίσει τους πολέμους. Τα τελευταία χρόνια, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στην Αφρική ή τη Μέση Ανατολή, η «παγκοσμιοποίηση» συνοδευόταν πάντα από άγριες συγκρούσεις, σε μερικές από τις οποίες συμμετείχαν τακτικοί στρατοί και σε άλλες οι λεγόμενες παραστρατιωτικές ή «άτυπες» δυνάμεις. Μάλιστα ορισμένες από τις συγκρούσεις αυτές προκλήθηκαν ή και ενθαρρύνθηκαν από τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών και κρατών, η βούλησή τους σε μερικές περιπτώσεις να εξασφαλίσουν το μονοπώλιο των πρώτων υλών (του πετρελαίου αλλά και των λεγόμενων σπάνιων γαιών [3]), προκειμένου να χρησιμοποιήσουν αυτό το μονοπώλιο στα πλαίσια μιας «παγκοσμιοποιημένης» αγοράς, έριξαν πολλά εκατομμύρια γυναικών, ανδρών και παιδιών στη φρίκη πολέμων και εμφύλιων συγκρούσεων [4].
Η «παγκοσμιοποίηση» του εμπορίου προκαλεί ένα νέο επίπεδο ανταγωνισμών, αλλά και νέες προσδοκίες για κέρδη. Αυτά τα δύο στοιχεία συχνά παίζουν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση εξαπόλυσης μιας πολεμικής σύγκρουσης ή συμμετοχής σε αυτήν, χρησιμοποιώντας διάφορες προσχηματικές διεκδικήσεις. Ήδη από το 2011 έγραφα ότι πριν από τα εμπορικά πλοία, έρχονται τα πολεμικά. Τίποτε πιο αληθινό από αυτό. Αυτό θα έπρεπε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πως ζούμε σε μια επικίνδυνη εποχή, γιατί μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο» δεν είχαμε σταθερό σύστημα σχέσεων ανάμεσα στα κράτη. Κι αν η «παγκοσμιοποίηση» αρχικά ωφελήθηκε από τον τερματισμό του «Ψυχρού Πολέμου», την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η ανικανότητα κάποιων να πετύχουν μια ορισμένη ηγεμονία, και κάποιων άλλων να εφαρμόσουν αποτελεσματικές δομές συντονισμού, προκάλεσαν τη γρήγορη οπισθοδρόμηση της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης».
Οι εξελίξεις από το 2011 και μετά κατά κάποιο τρόπο ήρθαν να επιβεβαιώσουν όσα έγραφα τότε στο βιβλίο μου. Η διαδικασία απο-παγκοσμιοποίησης, τα πρώτα σημάδια της οποίας άρχισαν να διαφαίνονται ήδη από τη δεκαετία του 2000, επιταχύνθηκε δραματικά. Πιθανότητα να είναι και μη αναστρέψιμη, τουλάχιστον μιλώντας για τη σημερινή ιστορική περίοδο.
Τι είναι όμως η απο-παγκοσμιοποίηση;
Τι εννοούμε σήμερα μιλώντας για την απο-παγκοσμιοποίηση; Κάποιοι συγχέουν τον όρο με μια εθελοντική ή αναγκαστική διακοπή της κίνησης των εμπορευμάτων που κυκλοφορούν σε όλο τον πλανήτη. Συγχέουν έτσι τον προστατευτισμό, που δικαιολογείται ευρέως από την οικονομική θεωρία, με την εφαρμογή του αυταρχισμού, που συχνά οδηγεί σε πολέμους. Κάνουν λάθος επίσης όσον αφορά το είδος των σχέσεων ανάμεσα στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ και τον όγκο των ανταλλαγών. Να θυμίσουμε εδώ πως η αύξηση του ΑΕΠ είναι εκείνη που ωθεί το εμπόριο, και όχι το ανάποδο. Όμως, περισσότερο, λησμονούν πως αυτές οι ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ακόμη και στον τομέα του πολιτισμού ή της οικονομίας, υπήρχαν πολύ πριν από το φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης». Γιατί η παγκοσμιοποίηση δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με αυτές τις ανταλλαγές.
Η αιτία που προκάλεσε αρχικά το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, μετατρέποντάς το σε ένα γενικευμένο «κοινωνικό γεγονός», ήταν μια διπλή κίνηση. Ήταν ο συνδυασμός και η συνάντηση εμπορικών και χρηματιστικών ροών, αλλά ΚΑΙ η εξέλιξη μιας μορφής κυβέρνησης (ή διακυβέρνησης) στην οποία η οικονομία φαινόταν να υπερισχύει της πολιτικής, οι επιχειρήσεις να υπερισχύουν των κρατών, και οι νόμοι να υπερισχύουν της πολιτικής. Κι όμως, εδώ δεν γίνεται να μην σημειώσουμε την ανάκτηση αυτών των ροών από τα κράτη, με μια νικηφόρα επάνοδο της πολιτικής.
Η κίνηση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια επάνοδος της κυριαρχίας των κρατών. Σήμερα η κυριαρχία είναι προϋπόθεση της δημοκρατίας [5]. Έχουμε παραδείγματα κυρίαρχων αλλά μη δημοκρατικών κρατών, όμως πουθενά δεν υπάρχουν κράτη δημοκρατικά που να μην είναι κυρίαρχα. Το φαινόμενο αυτό, που είναι κάτι νέο σε σχέση με τις αρχές του 2010, συνοδεύτηκε επίσης από εξεγέρσεις των λαών ενάντια στα αποτελέσματα της «παγκοσμιοποίησης». Οι εξεγέρσεις αυτές πήραν διάφορες μορφές. Σε εκλογικό επίπεδο, οι πιο χαρακτηριστικές ήταν η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, και αυτές που είδαμε στη Μεγάλη Βρετανία και την Ιταλία.
Υπήρξαν εξεγέρσεις και σε κινηματικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα ξετυλίχτηκαν στους δρόμους και τις γειτονιές της Γαλλίας, με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Το κοινό τους χαρακτηριστικό ήταν ο ξεσηκωμός λαϊκών μαζών φτωχοποιημένων από την «παγκοσμιοποίηση» –φαινόμενο που έχει αναλυθεί εδώ και δέκα χρόνια [6]– και οι οποίες ένοιωθαν ταπεινωμένες, έχοντας χάσει τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή τους. Σωστά έχει ειπωθεί ότι το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων είναι η εξέγερση της Γαλλίας της περιφέρειας, όρος που καθιερώθηκε από τον γεωγράφο Christophe Guilluy [7].
Όμως, αυτή η εξέγερση ανέπτυξε σχέσεις και με τα άλλα κοινωνικά στρώματα που, όπως και η Γαλλία της περιφέρειας, υποφέρουν εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό λέει πολλά για την ποιότητα αυτού του κινήματος. Στη Γαλλία είναι πολύ διδακτικό να δει κανείς την εξέλιξη των αιτημάτων του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων: ενώ στην αρχή στρέφονταν κατά της φορολογίας, στη συνέχεια στόχευσαν στη φορολογική ανισότητα και στην οικονομική δομή που κρατά σε πολύ χαμηλά επίπεδα τους μισθούς και τα εισοδήματα της πλειοψηφίας των Γάλλων και, τέλος, στην αμφισβήτηση του πολιτικού πλαισίου, ζητώντας την καθιέρωση δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών και την παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η κυριαρχία ανοίγει το δρόμο για τη δημοκρατία, γιατί πρέπει να θυμηθούμε πως δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατικό καθεστώς που να μην είναι κυρίαρχο και που να μην αναγνωρίζει τη κυριαρχία του λαού
Ανάκτηση της κυριαρχίας, δηλαδή της δυνατότητας λήψης αποφάσεων
Άρα μπορούμε να πούμε ότι η απο-παγκοσμιοποίηση θα σημάνει τη θριαμβευτική επιστροφή της πολιτικής πάνω από την «τεχνική», και των πολιτικών αποφάσεων πάνω από τον αυτοματισμό των νορμών. Τώρα η «τεχνική» ενσαρκώνεται κυρίως στην οικονομία, και ιδίως στη χρηματιστική μορφή. Η απο-παγκοσμιοποίηση είναι λοιπόν βασικά η ανάκτηση της κυριαρχίας. Κυριαρχία σημαίνει να έχεις τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων [8], έννοια που ο Carl Schmitt αποδίδει επίσης με την έκφραση «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει σχετικά με την Κατάσταση Εξαίρεσης» [9].
Δεν πρέπει να διστάζουμε να αντιπαρατεθούμε σχετικά με την κυριαρχία, και μελετώντας τον Καρλ Σμιθ [10] να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε τις μελλοντικές εξελίξεις. Επειδή το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στις πολιτικές αποφάσεις και τους κανόνες και τις νόρμες, δηλαδή το θέμα του προσδιορισμού του χώρου που καθορίζεται από την πολιτική και εκείνου που καθορίζεται από την τεχνική, είναι θεμελιακό στη συζήτηση σχετικά με την κυριαρχία [11].
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να δίνουμε σημασία στις οικονομικές πλευρές. Σίγουρα θα πρέπει να εξακολουθήσουμε να τις παίρνουμε υπόψη, και το ζήτημα της οικονομικής εξουσίας, όπως και εκείνο της νομισματικής κυριαρχίας, πάντα θα εκπροσωπούν μια σημαντική πλευρά της εξουσίας ενός κράτους. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν πεδία στις κοινωνίες μας που κυβερνώνται από την τεχνική, ή έστω πεδία που κυριαρχούνται από μια τεχνική νομιμότητα.
Όμως αυτές οι πλευρές γίνονται δευτερεύουσες σε σχέση με την πολιτική, που ανακτά τα δικαιώματά της. Ο οικονομικός και ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα γίνουν εργαλεία στην υπηρεσία της πολιτικής. Και με αυτή τη θριαμβευτική επάνοδο της πολιτικής διάστασης, θα έχουμε και την επιστροφή της δημοκρατίας, που αντλεί τη νομιμοποίησή της όχι από την αγορά, αλλά από τον λαό. Και που μπαίνει στην υπηρεσία των συμφερόντων των πολιτών και υλοποιείται στην εξουσία που πηγάζει και εφαρμόζεται από τους πολίτες.
Τα λόγια του Λίνκολν [12] στη γνωστή ομιλία του στο Gettysburg στις 19 Νοέμβρη 1863, μέρα μνήμης μιας από τις φοβερότερες μάχες του αμερικανικού εμφυλίου [13], «από τον λαό, με τον λαό, για τον λαό» τα λένε όλα. Η απο-παγκοσμιοποίηση πρέπει να θεωρείται λοιπόν η επάνοδος της κυριαρχίας των χωρών, που αναλύεται σε ένα βιβλίο του 2008 [14], αλλά και μιας κυριαρχίας που στη δημοκρατία παίρνει τη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας.
Σίγουρα η επάνοδος της κυριαρχίας δεν εξασφαλίζει και την επάνοδο της δημοκρατίας. Όπως είπαμε πριν, υπάρχουν κράτη κυρίαρχα μη δημοκρατικά. Αλλά η κυριαρχία ανοίγει το δρόμο για τη δημοκρατία, γιατί πρέπει να θυμηθούμε πως δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατικό καθεστώς που να μην είναι κυρίαρχο και που να μην αναγνωρίζει τη κυριαρχία του λαού. Για τούτο και η απο-παγκοσμιοποίηση πρέπει να θεωρείται σαν κάτι θετικό, επειδή επιφέρει την ανάκτηση της κυριαρχίας, που επιτρέπει τη δημοκρατία, και έτσι καθορίζει το πλαίσιο των μελλοντικών πολιτικών αγώνων.
[1] Page B. & Gilens M., “Democracy in America: What Has Gone Wrong and What Can be Done About It” (University of Chicago Press, 2017); Domhoff W., “The Power Elite and the State” (London, Routledge, 2017).
[2] Το είχα λάβει υπόψη στο βιβλίο μου “Le Nouveau XXIè Siècle” (Seuil, Paris, 2008).
[3] Βλέπε την περίπτωση του πολέμου στο Κίβου: Autessere S., “Penser les Conflits Locaux: L’Echec de l’Intervention Internationale au Congo” στο “L’Afrique des Grands Lacs : Annuaire 2007-2008” (Paris, L’Harmattan, 2008, σελ. 179-196).
[4] Βλ. για παράδειγμα Lavergne M., “Darfour : impacts ethniques et territoriaux d’une guerre civile en Afrique” (archive.wikiwix.com/cache/?url=http%3A%2F%2Fgeoconfluences.ens-lsh.fr%2Fdoc%2Fetpays%2FAfsubsah%2FAfsubsahScient4.htm%23popup1).
[5] Sapir J., “Souveraineté, Démocratie, Laïcité” (Paris, Michalon, 2016).
[6] Βλ. Bivens J., “Globalization, American Wages, and Inequality” (Economic Policy Institute Working Paper, Washington DC, Septembre 6, 2007); Irvin G., “Growing Inequality in the Neo-liberal Heartland” (Post-Autistic Economics Review, 43, 15 Septembre 2007).
[7] Guilluy C., “La France périphérique : Comment on a sacrifié les classes populaires” (Paris, Flammarion, coll. Champs, 2015).
[8] Schmitt C., “Légalité, Légitimité”, μεταφρασμένο από τα γερμανικά από τον W. Gueydan de Roussel (Librairie générale de Droit et Jurisprudence, Paris, 1936 / γερμανική έκδοση, 1932).
[9] Schmitt C., “Théologie politique” (Paris, Gallimard, 1988, σελ. 16).
[10] Balakrishnan G., “The Ennemy: An intellectual portait of Carl Schmitt” (Verso, 2002). Βλ. επίσης Kervégan J-F, “Que Faire de Carl Schmitt” (Paris, Gallimard, coll. Tel Quel, 2011).
[11] Voir Sapir J., “Les économistes contre la démocratie – Les économistes et la politique économique entre pouvoir, mondialisation et démocratie” (Albin Michel, Paris, 2002).
[12] www.citation-du-jour.fr/citation-abraham-lincoln/democratie-gouvernement-peuple-peuple-peuple-13727.html
[13] Για ένα σχόλιο σχετικά με αυτήν την ομιλία και τη σημασία της, τόσο πολιτική όσο και συμβολική, βλ. Perry R.B., “La Conscience américaine στο “Revue de métaphysique et de morale” (Société française de philosophie, vol. 29, no 4, 1922).
[14] Sapir J., “Le Nouveau XXIè Siècle”, ό.π.