του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Ένας ακόμη ξεριζωμένος μετανάστης, πνιγμένος. Αλιεύθηκε, κοντά στης Μυτιλήνης τις ακτές. Είπαν πως ήταν Αφγανός. Μόνο που το πτώμα του, επίμονα ζητούσε έναν τάφο, τουλάχιστον εκεί, η αποσύνθεση και τα σκουλήκια, ήσυχα τις σάρκες τις νεανικές να εξαφανίσουν.

Φτωχέ δεκαεννιάχρονε Αφγανέ, δεν θ’ ατενίσεις ποτέ πια του ήλιου το σήκωμα, έχοντας πλάι σου τη σύντροφό σου. Τα όνειρα τέλειωσαν για σένα. Είσαι νεκρός, για πάντα νεκρός! Σου άρπαξαν τη ζωή και τώρα ανάλγητοι γραφιάδες σου αρνιόνται ένα μέτρο γης! Έναν τάφο! Πορεύτηκες μόνος, ολομόναχος. Δίχως σπίτι, όνομα, δουλειά, γυναίκα, πόλη, για να βρεις μια γωνιά στην πολιτισμένη Ευρώπη, να μπορείς λεύτερα το χρώμα του ουρανού να κοιτάζεις και των άστρων την πορεία στο χάρτη της καρδιάς σου να καταγράφεις. Όχι, δεν στο επέτρεψαν!

Ποιοι; Οι πειρατές, αυτοί που χωρίς ενδοιασμό κανένα, αιμάτινο ρεσάλτο, οργάνωσαν στη μακρινή πατρίδα σου! Νόμιζες, φτωχέ, πως κάποιος θ’ αφουγκραζόταν της ψυχής σου το βόγγο, και θ’ άνοιγε, τις καστρόπορτες, στα δώματα πολιτισμού κι εσύ να κατοικήσεις. Όχι, αυτοί, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οι θεματοφύλακες, αυτοί σου άρπαξαν τη ζωή σου, έτσι απλά, όπως σηκώνει κανείς το χέρι ένα κουνούπι να ζουλήξει.

Κι εσύ, φίλε μου, πάλι απών είσαι. Χωμένος στου Μουντιάλ τις δήθεν συγκινήσεις, δεν άκουσες, έτσι ισχυρίζεσαι, των ναυαγών τις κραυγές σαν κονταροχτυπιόντουσαν με της αδιαφορίας την πανοπλία. Φίλε μου, και τα δικά μας τα παιδιά, τώρα δα, ξεσπιτώνονται. Φρέσκο κρέας, προσφορά στις ορέξεις της αδηφάγας αγοράς. Νομίζεις πως η διεθνής των τοκογλύφων -έδρα της οι Βρυξέλλες- εσένα θα εξαιρέσει, εσένα θα σεβαστεί! Πλανάσαι!

Αρπάζουν τις ζωές μας! Νιώσε το βαθιά μέσα στο είναι σου. Προχθές, όταν εσύ πανηγύριζες της Εθνικής το θρίαμβο, ένας συμπατριώτης μας, εβδομήντα ένα χρονών, από την Καλαμάτα, έβαζε τέρμα στη ζωή του. Η απόγνωση τον καθοδηγούσε. Η Τράπεζα Πειραιώς άρπαξε την ασήμαντη κατάθεσή του, των 3.500 ευρώ, για δυο καθυστερημένες δόσεις ενός δανείου. Λιγοστεύει ο αέρας, ω αφελή ιθαγενή, η κλεψύδρα τελειώνει Κοίταξε ολόγυρά σου, τώρα, που ο παλιάτσος φώναξε απ’ τη σκηνή: La comedia e finita, σε έζωσε η θλιβερή στρατιά των αυτόχειρων, καθώς εκτελεί τη θλιβερή, παράτα. Πιο πίσω ακολουθεί, σιωπηλός, των ανέργων ο αμέτρητος στρατός. Κάποιοι δάσκαλοι, μαυροντυμένοι, θρηνούν για τον επερχόμενο θάνατο του δημόσιου σχολείου.

Η περίθαλψη, παραδομένη στα χέρια εμπόρων του θανάτου, επιδεικνύει την αλαζονεία των εργολάβων και η ασφάλιση περιμένει εναγώνια, την καταδίκη της σε θάνατο ν’ ακούσει. Νόμισες πως έτσι θα σ’ άφηναν ν’ απολαμβάνεις όσα μ’ αιμάτινους αγώνες οι Αριστεροί κατέκτησαν; Όχι, το σπέρμα σου γεννάει σκλάβους! Αυτοί δεν χρειάζονται σχολεία. Ας μεταναστεύσουν. Τούτη η χώρα ανήκει στους εργολάβους, στους λαθρέμπορους ψυχών.

Και η παρέλαση δεν έχει τελειωμό. Η ΔΕΗ ξεπουλιέται. Το ρεύμα από κοινωνικό αγαθό, μετατρέπεται σε εμπόρευμα πανάκριβο. Σου είχαν πει πως η ιδιωτικοποίηση θα φέρει την πτώση των τιμών. Μύθος! Κοίταξε τους λογαριασμούς σου και θα καταλάβεις. Κι ύστερα ο άνεργος, ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός σκλάβος, πως θα πληρώνουν τα τιμολόγια τα υπερτιμημένα; Σου μιλάνε για ανάπτυξη, αλλά, χωρίς δημόσια ενέργεια πώς η οικονομία της χώρας θ’ ανασυγκροτηθεί; Και ποιος την ενεργειακή ασφάλεια του τόπου θα εγγυηθεί; Πάλι ψέματα σου είπανε. Κι εσύ, υπάκουε ιθαγενή, παραδόθηκες αμαχητί στις κοινοτοπίες των καλοφαγωμένων αστέρων της τηλεόρασης. Και η βιομηχανία του ψέματος συνεχίζεται.

Λένε για εκσυγχρονισμό του σωφρονιστικού συστήματος κι εννοούν την επιστροφή στο Μεσαίωνα. Ετοιμάζουν φυλακές υψίστης ασφαλείας, δήθεν, για να σε προφυλάξουν απ’ τους εγκληματίες. Μύθος κι αυτός. Οι αποδράσεις είναι σπάνιες απ’ τις φυλακές. Όμως, τώρα η δικτατορία των πολυεθνικών προστάζει: Επαναφορά της θανατικής καταδίκης! Ο κρατούμενος τσιμεντάρεται. Ο θάνατος αργός και βασανιστικός. Ποιοι θα ’ναι οι ένοικοι αυτών των τάφων; Μα ο υπουργός θ’ αποφασίζει. Όποιοι ενοχλούν του συστήματος την μακροβιότητα είναι ύποπτοι. Και το ποιο νόστιμο είναι -συζητιέται ευρέως- κάποια απ’ αυτά τα ιδρύματα θα παραδοθούν σ’ «έντιμους» εργολάβους. Έτσι, οι κύριοι αυτοί να εξασφαλίζουν κόστος παραγωγής για τα προϊόντα τους, σχεδόν, μηδενικό. Οι κατάδικοι δεν έχουν δικαιώματα. Δουλεύουν σιωπηλώς και τους παρέχεται μεγαλοψύχως ένα πιάτο φαΐ, αλλιώς…

Έτσι ονειρεύτηκες τη ζωή σου, φτωχέ μου φίλε; Θλιβερός επαίτης ενός κόκαλου γλυμμένου; Καιρός των ανατροπών, καιρός των αποφάσεων. Ο χρόνος λιγοστεύει. Η Αριστερά έτοιμη, στο μετερίζι της, σε περιμένει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!