Παρθενικό ταξίδι στην Ουγγαρία μαζί με τη μουσική μου τρελοπαρέα, για συναυλία στο χωριό Μπελογιάννης (Beloiannisz) –περίπου πενήντα χιλιόμετρα έξω από τη Βουδαπέστη. Καλεσμένοι από τον εκεί πολιτιστικό σύλλογο, ίσως είναι η πρώτη (και πιθανότατα η τελευταία) φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα «VIP». Το χωριό χτίστηκε από ΄Ελληνες πρόσφυγες του εμφυλίου στις αρχές της δεκαετίας του ’50 –τα σπίτια στις δύο άκρες του δρόμου, μία κοψιά σαν ζυγιασμένα με το χάρακα, απηχούν ακόμα τον αγώνα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα. Όμως η κοινότητα μπόρεσε να επιβιώσει, να ορθοποδήσει και να προοδεύσει, αναδεικνύοντας με την πάροδο των ετών σπουδαία επιχειρηματικά και πολιτικά κεφάλαια. Και τούτο, όχι μόνο εξαιτίας του εγγενούς τάχα ελληνικού δαιμονίου· αλλά και διότι οι Ούγγροι αγκάλιασαν εξαρχής τον προσφυγικό ελληνισμό, τον έθρεψαν, τον μόρφωσαν, του έδωσαν δουλειά και του επέτρεψαν να εκδιπλώσει τα τάλαντά του. Ακόμα και τα δαιμόνια, βλέπετε, έχουν ανάγκη από υποδομές και υποστήριξη για να γίνουν ορατά.

Μου έκανε εντύπωση η βαθειά αγάπη και εκτίμηση όσων ανθρώπων συναναστράφηκα για οτιδήποτε το ελληνικό. Οι κάτοικοι του χωριού μιλούν τη γλώσσα σπαστά –οι νέοι ακόμα πιο σπαστά– όμως είναι εύκολο να διακρίνεις μία διάχυτη νοσταλγία για την πατρίδα, ένα είδος ρομαντικού πατριωτισμού, που κάποιες φορές σου ανεβάζει κόμπο στο λαιμό (και το γεγονός ότι αυτά γράφονται από έναν εθνομηδενιστή όπως ελόγου μου, έχει νομίζω επιπρόσθετη σημασία).

Όταν αρχίσαμε να παίζουμε, ολόκληρο το χωριό ξεσηκώθηκε. Τα τραγούδια (ζεϊμπέκικα, ρούμπες, τσιφτετέλια, σέρβικα, χασάπικα), τα χόρευαν όλα σαν συρτό, όμως ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια: εκείνο που έχει σημασία είναι ότι κανείς δεν κάθισε λεπτό, ότι οι πολυπληθείς κύκλοι του συρτού ήταν ακάματοι –και ότι οι περισσότεροι από τους παριστάμενους ήξεραν απ’ έξω τους στίχους των τραγουδιών. Τόσα χρόνια στο μαγγανοπήγαδο της νυχτερινής διασκέδασης, δεν θυμάμαι να με κατέκλυσε ποτέ τέτοια χαρμολύπη: θλίψη και περηφάνια μαζί για τους μακρινούς μου συντρόφους, που κουτρουβάλησαν στην ξενιτιά για να γλυτώσουν από τη δημοκρατία του γερο-Παπανδρέου και τα ορφανοτροφεία της Φρειδερίκης. Υπάρχει ένα πληγωμένο μεγαλείο εδώ, ένας πραγματωμένος κομμουνισμός αλά ελληνικά, θα τολμούσα να πω, υπό την έννοια ότι οι κοινοτικές σχέσεις είναι ακόμα παλλόμενες και ζωντανές, ενώ στα πρόσωπα των ανθρώπων βλέπεις ήθος και καλοσύνη που σπανίζουν στην απανθρακωμένη αποικία της κρίσης.

O ξεναγός μας, ένα μεταλλείο ιστορικής πραγματολογίας και κουτσομπολιού, μας αφηγήθηκε για το χωριό ιστορίες κωμικοτραγικές και παράξενες, που δυστυχώς δεν μπορώ να αναπαράγω εδώ. Μας είπε επίσης ότι το μυστικό της εκλογικής επιτυχίας του Ορμπάν έγκειται στην απόφασή του να γίνει μια μέρα ευσεβής χριστιανός. Έξυπνος άνθρωπος, κατάλαβε έγκαιρα ότι για να διαβείς κάμπο, χρειάζεται να τα έχεις καλά με το Θεό. ΄Αμποτε να το καταλάβαινε αυτό κάποτε και το δικό μας το ζουλάπι.

Να μην ξεχάσω να γράψω, τέλος, ότι η Βουδαπέστη είναι πανέμορφη. Και ότι κοιτάζοντας τον Δούναβη από τον Πύργο των Ψαράδων, καταλαβαίνει κανείς καλύτερα το βίωμα που ενέπνευσε το βαλς του Ιβανοβίκι.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής, 16 Σεπτεμβρίου 2018

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!