Του Μύρωνα Ξυδάκη
Μια συζήτηση περί της ταυτότητας του νέου σήμερα δεν θα πρέπει να γίνεται ξεκομμένα από το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου η ταυτότητα αυτή διαμορφώνεται, καθώς και από τον σκοπό που καλείται να υπηρετήσει. Αν ξεχαστούν αυτά τα δύο τότε εύκολα η κουβέντα μπορεί να εκπέσει σε μια θεωρητική γενικολογία. Συζητάμε, λοιπόν, για την ταυτότητα του νέου σήμερα σε μια χώρα χωρίς μέλλον και με σκοπό να γνωρίσουμε την κατάσταση ώστε να μπορέσουμε να τη μετασχηματίσουμε. Να δούμε, δηλαδή, τι είναι αυτό που μας κρατά καθηλωμένους για να το αλλάξουμε και να κερδίσουμε πίσω τις ζωές μας.
Ήδη, σε προηγούμενο άρθρο του Δρόμου με τίτλο” Θα γίνουμε η χαμένη γενιά;” έγινε εκτεταμένη αναφορά σε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει ως ταυτότητα του σύγχρονου νέου. Υπενθυμίζονται ορισμένα επιγραμματικά: Aτομισμός, κατακερματισμός του ατόμου σε σχέση με τον χώρο και τον χρόνο, ναρκισσισμός, αίσθηση μη μέλλοντος, ανημπόρια, το άτομο ως σχολιαστής του κοινωνικού γίγνεσθαι και όχι ως δρών-ενεργητικό συστατικού του, αναχώρηση.
Την ίδια στιγμή, βέβαια που ισχύουν όλα τα παραπάνω δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τα κατά καιρούς νεολαιίστικα ξεσπάσματα ανά τον κόσμο. Οι εξεγέρσεις της νεολαίας (Παρίσι 2005, Ελλάδα 2008, Λονδίνο 2011, Τουρκία και Βραζιλία 2013, Φέργκιουσον, Χονγκ Κονγκ, Μεξικό και Γαλλία φέτος) ο πρωταγωνιστικός ρόλος των νέων στην Αραβική Άνοιξη, η παρουσία της νεολαίας στις πλατείες της Ισπανίας και της Ελλάδας, όλα αυτά αποδεικνύουν ότι οι νέοι άνθρωποι που ζουν χωρίς ελπίδα και νιώθουν να περιθωριοποιούνται, αντιδρούν.
Μπορεί στα ξεσπάσματα αυτά να μην προβάλλεται κάθε φορά μια σαφή πλατφόρμα αιτημάτων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν συνιστούν δείγματα μιας συντελούμενης ριζοσπαστικοποίησης των νέων και μάλιστα σε μαζική και πρωτόγνωρη έκταση. Πρόκειται για μια παγκόσμια αφύπνιση, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η δίψα για προσωπική αξιοπρέπεια και σεβασμό μαζί με μια απαίτηση να ακουστεί η φωνή τους.
Το βασικότερο αίτιο αυτής της πολιτικής ενεργοποίησης θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια πρωτόγνωρης κλίμακας διάψευση προσδοκιών των νέων μέσα σε ένα περιβάλλον ατομισμού, εκτεταμένης εκπαίδευσης και ανεργίας.
Ο Μπρεζίνσκι, διεθνολόγος και πρώην σύμβουλος Eθνικής Aσφάλειας των ΗΠΑ, σε μια συνέντευξη του το 2011 είχε δηλώσει αναφερόμενος σε αυτά τα ξεσπάσματα των νέων: «Η φυσική τους ενέργεια και η συναισθηματική τους απογοήτευση απλώς περιμένουν να ενεργοποιηθούν από ένα στόχο, μια πίστη ή ένα μίσος…»
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι το ξεδίπλωμα εκείνης της δημιουργικής δύναμης που μπορεί να απελευθερωθεί μόνο μέσα από την πίστη σε ένα στόχο και σε ένα όραμα. Απέναντι στην αποδόμηση και τον πολλαπλό κατακερματισμό που προωθείται στα πλαίσια της μετανεωτερικότητας, χρειαζόμαστε μια αφήγηση τέτοια που να συνέχει, μια κινούσα ιδέα που να αποκαθιστά την σχέση του νέου με το χωροχρονικό συνεχές και με τους γύρω του. Που να δίνει διέξοδο στην ανάγκη του νέου για έκφραση και δημιουργικότητα, όχι όμως με ατομικούς όρους, γιατί αυτό καταλήγει σε αδιέξοδο, αλλά με συλλογικούς.
Στον πυρήνα μιας τέτοιας συνεκτικής αφήγησης θα πρέπει να βρίσκεται μια θεμελιώδης πρωταρχική διαπίστωση, τόσο αυτονόητη μα και τόσο ξεχασμένη σήμερα: Το ατομικό δεν μπορεί να ιδωθεί ξεκομμένα από το συλλογικό και αυτό γιατί το άτομο συνιστά μέρος μιας ολότητας με την οποία βρίσκεται σε άμεση αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση και όχι απλή συνύπαρξη.
Αυτήν την αδιάρρηκτη ενότητα την αποδίδει εξαίσια ο Αριστοτέλης, παρομοιάζοντας την σχέση ατόμου-κοινωνίας με την σχέση χεριού-σώματος. Το άτομο-χέρι αποκομμένο από την κοινωνία-σώμα απονεκρώνεται, αχρηστεύεται και δεν επιτελεί πλέον τον σκοπό του. Προχωρώντας μάλιστα ένα βήμα παρακάτω, ισχυρίζεται ότι η ευδαιμονία, δηλαδή η ευτυχία, του ανθρώπου μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από την ευδαιμονία της πολιτείας.
Αντίστοιχα, ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματα του κάνοντας την ίδια σκέψη λέει: «…αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν η πατρίδα μου είναι αχαμνά, δέκα μάτια να ‘χω στραβός θανά είμαι».
Όλα τα παραπάνω γίνονται ακόμα πιο εύκολα αντιληπτά στην μνημονιακή Ελλάδα. Και αυτό γιατί αν ο νέος στην Ελλάδα του 2014 δεν έχει μέλλον, είναι γιατί καλείται να ζήσει και να δημιουργήσει σε μια χώρα που δεν έχει μέλλον. Η ανάκτηση λοιπόν του μέλλοντος για καθέναν από μας περνάει μέσα από την κοινή, συλλογική προσπάθεια μας να δοθεί μια συνολική διέξοδος για τον λαό και την χώρα.
Τέλος, εκτός από όλα τα παραπάνω χρειάζεται να μας γίνει συνείδηση και κάτι ακόμα. Και αυτό δεν είναι είναι άλλο από την ιστορικότητα της περιόδου που διανύουμε. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια από τις σπάνιες περιόδους της Ιστορίας όπου διακυβεύεται η συνολική φυσιογνωμία της κοινωνίας και όχι κάποιες επιμέρους παράμετροι της κοινωνικής ζωής. Από αυτήν την άποψη είμαστε τυχεροί μες στην ατυχία μας.
Το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Το τι θα αντικαταστήσει το παλιό δεν είναι ακόμα δεδομένο, είναι υπό διαμόρφωση. Η Ελλάδα σήμερα είναι σαν τον πηλό. Κάποιοι προσπαθούν να την πλάσουν και να την κάνουν μια απέραντη φυλακή, μια τεφροδόχο. Μπορεί ο πηλός σήμερα να έχει πάρει τη μορφή που θέλουν αυτοί, δεν έχει μπει όμως ακόμα στο φούρνο. Άρα, το ζήτημα είναι εμείς τι κάνουμε. Ή τους κοιτάμε ή παίρνουμε τον πηλό στα χέρια μας και του δίνουμε το σχήμα που θέλουμε εμείς.
Το μόνο που χρειάζεται είναι να πιστέψουμε σε ένα όραμα και να ανακαλύψουμε -ξανά- αυτό το ανεπανάληπτο, το μοναδικό αίσθημα χαράς και πλήρωσης που γεννάται σε κάποιον όταν βρίσκεται μέσα στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή.