Στο προηγούμενο φύλλο δημοσιεύθηκε το Α΄ μέρος της συνέντευξης του Αλβανού διανοούμενου Φατός Λιουμπόνια στον Δρόμο (φύλλο 599, σελ. 22-24). Μέσα από αυτήν ο Λιουμπόνια, διαχρονικά θεωρούμενος «αιρετικός» στην πατρίδα του, γίνεται ευρύτερα γνωστός στον ελλαδικό χώρο. Στο προηγούμενο φύλλο μιλά για τη σχέση του με τους Έλληνες και ευρύτερα την ελληνική ιστορία και φιλοσοφία, εξηγεί (αλλά και στηλιτεύει) την πολιτική κατάσταση στη χώρα του και τις διαρκείς παρεμβάσεις της πρεσβείας των ΗΠΑ και, τέλος, αναφέρεται στη σχέση της σημερινής αλβανικής ελίτ με την Τουρκία και τον Ερντογάν και το υπόβαθρό της. Δεν διστάζει να διαπιστώσει ότι στη χώρα του έχει εδραιωθεί ένα ναρκω-ολιγαρχικό σύστημα και να τοποθετηθεί με ειλικρίνεια για τις οδυνηρές διαψεύσεις των ελπίδων που γεννήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες.
Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της συνέντευξής του, που δημοσιεύεται στο παρόν φύλλο, ο Φατός Λιουμπόνια μιλά για το πώς βλέπει –και πώς θέλει– το μέλλον της Αλβανίας, και αποδομεί την κυρίαρχη μυθολογία της «ευρωπαϊκής προοπτικής». Αναφέρεται ακόμη στις ιστορικές και σύγχρονες αντιξοότητες που εμποδίζουν την ανάδειξη και ισχυροποίηση πολιτικών δυνάμεων οι οποίες αμφισβητούν το σημερινό προσανατολισμό και συσχετισμό, εξηγεί για ποιο λόγο παραμένει ανοιχτή η πληγή της μετανάστευσης, και τονίζει «την ανάγκη της αλλαγής αυτού του συστήματος που περιορίζει τον άνθρωπο σε ον χωρίς στόμα και χωρίς σκοπό». Ευχαριστούμε και πάλι τους φίλους Αχιλλέα Σύρμο και Ορφέα Μπέτση, δίχως τους οποίους δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίηση της συνέντευξης και η απόδοσή της στα ελληνικά. Καλή ανάγνωση!
Συνέντευξη στον Γιώργο Κυριακού
B΄ ΜΕΡΟΣ (Διαβάστε το Α’ ΜΕΡΟΣ)
Είναι εφικτό το ευρωπαϊκό μέλλον της Αλβανίας με βάση τη θέληση του αλβανικού λαού και τις προϋποθέσεις που θέτουν τα επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Για μένα, σήμερα το κρίσιμο ερώτημα παραμένει το τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «ευρωπαϊκή προοπτική». Στη δεκαετία του 1990 το αφήγημα της μετάβασης προς την Ευρώπη φάνταζε απόλυτα ξεκάθαρο. Σήμερα, αντίθετα, νομίζω ότι αυτό το αφήγημα είναι δομημένο πάνω σε δύο παραδείγματα, η απλουστευτική βάση των οποίων αποδεικνύεται πηγή προβλημάτων: από τη μία το παράδειγμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» του Huntington και από την άλλη το παράδειγμα του «τέλους της Ιστορίας» του Fukuyama. Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, οι φιλοδυτικές ελίτ των ανατολικών χωρών, όπως η Αλβανία, υπό την επίβλεψη και την έγνοια της Δύσης, καλούνται να οδηγήσουν τους ανατολίτικης νοοτροπίας λαούς τους (εξ ου και ο όρος «πολιτισμοί εν συγκρούσει» του Huntington) προς τη Γη της Επαγγελίας («τέλος της Ιστορίας») στην οποία έχει φθάσει ήδη η Δύση. Σε αυτό το πρότζεκτ εντάσσονταν τότε και η Ρωσία με την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ, το Brexit, τα εθνοκυριαρχικά κινήματα στις χώρες της Ε.Ε. κ.λπ., έδειξαν ότι η Δύση δεν είχε φθάσει στη Γη της Επαγγελίας. Κάπως έτσι και η επικράτηση ολοένα και πιο αυταρχικών πολιτικών στην πλειονότητα των ανατολικών χωρών έδειξε ότι οι ελίτ αυτών των χωρών δεν υπήρξαν ποτέ «διαχωρισμένες» από τους λαούς τους, αλλά οι καθρέφτες τους. Από την άλλη, αυτό που μας σερβιρίστηκε ως εφέλκυση των χωρών μας προς τη Γη της Δυτικής Επαγγελίας ενδέχεται να μοιάζει περισσότερο με μια επέκταση του νεοφιλελεύθερου συστήματος προς τα δικά μας μέρη, έτσι ώστε τα αυξανόμενα προβλήματα αυτού του συστήματος έφτασαν και σ’ εμάς με τη μορφή μιας νέας πανδημίας, με παρενέργειες πολύ πιο ισχυρές απ’ ό,τι στη Δύση.
«Όταν μιλώ για την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, πατώ πιο πολύ πάνω στην ιδέα της εξόδου των Αλβανών από την κατάσταση των υποταγμένων, και όχι στην ιδέα της ένταξης στην Ε.Ε. έτσι όπως έχουμε ενταχθεί και στο ΝΑΤΟ: ως επιβάτες τρίτης θέσης, μόνο και μόνο εξαιτίας των συμφερόντων των ισχυρών»
Σήμερα θεωρώ ότι, ενδεχομένως, στη θέση του αφηγήματος της μετάβασης, κατασκευασμένου στα πρότυπα του μύθου των Εβραίων που διασχίζουν την έρημο για να φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας, μας είναι περισσότερο απαραίτητη η σύσταση ενός εναλλακτικού αφηγήματος: εκείνου μιας κοινής σύμπλευσης σε ένα κοινό καράβι προς την «έξοδο από την κατάσταση της ανωριμότητας» –έτσι όπως θα το έθετε ο Καντ– που σημαίνει έξοδο από την κατάσταση της υποταγής, η οποία δεν συνεπάγεται αποκλειστικά την «έξοδο» των υποτασσομένων, αλλά και των υποτασσόντων. Όπου, δηλαδή, οι επιβάτες της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης θέσης του καραβιού θα γίνονταν όλο και περισσότερο αλληλέγγυοι και ίσοι ως προς την ίδια την ποιότητα της ζωής αλλά και τον ρόλο που διαδραματίζει ο καθένας. Στην πραγματικότητα, σήμερα πλέουμε όλοι μαζί, εμβαθύνοντας όμως αυτές τις διακρίσεις που μας οδηγούν σε μια λανθασμένη πορεία.
Επομένως, όταν μιλώ για την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας, προσωπικά πατώ πιο πολύ πάνω στην ιδέα της εξόδου των Αλβανών από την κατάσταση των υποταγμένων διαμέσου της καλλιέργειας των πιο ευοίωνων ευρωπαϊκών αξιών του κράτους δικαίου, και όχι στην ιδέα της ένταξης στην Ε.Ε. έτσι όπως έχουμε ενταχθεί νωρίτερα στο ΝΑΤΟ: ως επιβάτες τρίτης θέσης, μόνο και μόνο εξαιτίας των συμφερόντων των ισχυρών.
Υπάρχουν δυνάμεις στη χώρα σας και στο Κόσοβο που να οδηγήσουν σε μια ειρηνική λύση με τη Σερβία, εκτός από τις διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ε.Ε.);
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην Αλβανία και το Κόσοβο γύρω από την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Σερβία είναι αρκετά αμφίσημη. Κατά την εκφορά του δημόσιου πολιτικού λόγου στο εσωτερικό, οι εθνικιστικές αντισερβικές ρητορικές παραμένουν κυρίαρχες – όχι μόνο στο Κόσοβο, όπου το ζήτημα της εδαφικής ανεξαρτητοποίησης παραμένει πιο σημαντικό απ’ ό,τι η δουλειά που πρέπει να γίνει προς όφελος των ανθρώπων που κατοικούν εκεί, αλλά και στην Αλβανία. Εν τω μεταξύ, γίνεται χρήση και μιας άλλης ρητορικής σε σχέση με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ προς όφελος του διαλόγου και της συνεννόησης, σύμφωνα με την οποία τα ανακύπτοντα προβλήματα του εθνικιστικού μίσους ολοένα και θα αμβλύνονται προς όφελος της ενοποίησης κάτω από την ευρωπαϊκή ομπρέλα.
Αυτή η διπλή γλώσσα αντανακλά την πορεία τόσο της Σερβίας όσο της Αλβανίας και του Κοσόβου σε δύο τροχιές: η μία του ευρωπαιοκεντρικού «σχεδίου Α΄» και η άλλη του εθνικιστικού «σχεδίου Β΄». Μέχρι σήμερα, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να ειπωθεί περισσότερο ότι το σχέδιο Β΄ προχωρά κάτω από την προσωπίδα του σχεδίου Α΄. Και αυτή η στρατηγική ενισχύεται ακόμα περισσότερο βλέποντας την άνοδο των εθνοκυριαρχικών και εθνικιστικών τάσεων στην Ευρώπη.
Πώς βλέπετε τη συνεργασία των 3+1 χωρών (Αλβανία, Σερβία, Βόρεια Μακεδονία + την ευμενή πρόθεση του νέου πρωθυπουργού του Μαυροβουνίου) στο πρότζεκτ «Ανοιχτά Βαλκάνια»;
Τα «Ανοιχτά Βαλκάνια», λανσαρισμένα από τον Ράμα και τον Βούτσιτς, φαντάζουν να ταυτίζονται με την γλώσσα του «σχεδίου Α΄». Εγείρονται όμως σημαντικές αμφιβολίες, όχι μόνο στο Κόσοβο, αλλά και από την αντιπολίτευση στην Αλβανία, ότι στην ουσία πρόκειται για μια μασκαρεμένη μανούβρα των Σέρβων προκειμένου να επιβάλουν την οικονομική ηγεμονία στην περιοχή, έτσι ώστε αύριο να υλοποιήσουν το δικό τους σχέδιο Β΄ με το Κόσοβο και τη Δημοκρατία της Σέρπσκα [σερβική οντότητα της Βοσνίας].
Προσωπικά πιστεύω ότι, όπως αποδεικνύεται και από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η οικονομική συνεργασία πρέπει να συνδυαστεί με δημοκρατικές και πολιτισμικές ζυμώσεις έτσι ώστε να επιφέρει ειρηνικές λύσεις στις εθνικές διενέξεις που εμπλέκουν ακόμα και εδάφη. Αντίθετα, με τα «Ανοιχτά Βαλκάνια» γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί σε τρεις χώρες, που αισθάνονται ότι απειλούνται γεωστρατηγικά από τη Σερβία, ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο η οικονομία θα επιλύσει όλες τις διαφορές τους. Και αυτό το σχέδιο προωθείται από δύο αυταρχικούς ηγέτες, οι οποίοι στις χώρες τους έχουν αποκλείσει τα περιθώρια διαλόγου με την αντιπολίτευση και την κοινωνία των πολιτών. Από δύο ηγέτες που ελέγχουν τα ΜΜΕ, που συνεργάζονται με το οργανωμένο έγκλημα και που, μέχρι χθες, έκαναν χρήση πολύ σκληρής εθνικιστικής γλώσσας εντός της χώρας τους.
«Στον σημερινό καπιταλισμό έχουν εκλείψει τόσο οι αξίες της αστικής τάξης όσο και η ταξική συνείδηση των προλετάριων, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για τη διαμόρφωση μιας μάζας (99%) ιδιωτευόντων ατόμων που εξουσιάζονται από το 1%»
Εν τω μεταξύ, εάν το πρότζεκτ των «Ανοιχτών Βαλκανίων» τύχει αποδοχής στο εσωτερικό της Σερβίας για λογαριασμό του Βούτσιτς, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί το υποστηρίζει ο Ράμα, ο οποίος έχει αποσυρθεί και των συνεχών αιτημάτων που απηύθυνε μέχρι χθες στους Σέρβους για την αναγνώριση του Κοσόβου – πράγμα για το οποίο τυγχάνει έντονης αμφισβήτησης και εκεί και στην Αλβανία. Γιατί αυτός, προκειμένου να επιτύχει τον ίδιο σκοπό που διατείνεται με τα «Ανοιχτά Βαλκάνια», δεν αναφέρεται στο γερμανικό σχέδιο της «Διαδικασίας του Βερολίνου», που επιτάσσει τη συνεργασία και των έξι χωρών; Μία αιτία, κατ’ εμένα, είναι ότι με αυτό το «άνοιγμα» οι δύο αυταρχικοί ηγέτες αποβλέπουν να εξυπηρετήσουν το συμφέρον των ολιγαρχών τους, οι οποίοι ενδιαφέρονται από οικονομικής άποψης για το σχέδιο αυτό και, ταυτόχρονα, αποβλέπουν να καλύψουν τους αντιδημοκρατικούς περιορισμούς εντός των χωρών τους.
Ενδεχομένως όμως η στάση του Ράμα να συνδέεται και με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο είναι ένα εναλλακτικό πρότζεκτ έναντι του γερμανικού. Είναι ένα πρότζεκτ που υποστηρίζεται διακαώς από το Ίδρυμα «Open Society» του Σόρος, ενός εκ των πιο ισχυρών υποστηρικτών του Ράμα στις ΗΠΑ. Και, όπως έχω τονίσει και νωρίτερα, η υποστήριξη από τις ΗΠΑ είναι για τον Ράμα πιο σημαντική απ’ ό,τι είναι η γνώμη των Αλβανών. Νωρίτερα, το ίδιο Ίδρυμα έχει κατηγορηθεί και για συνεργασία με ένα πρότζεκτ που προέβλεπε ως λύση του σερβο-κοσοβαρικού ζητήματος τον εδαφικό διαμελισμό του Κοσόβου, πρωτοστάτες του οποίου ήταν επίσης οι Ράμα και Βούτσιτς. Αυτό εμποδίστηκε από τους Ευρωπαίους, κυρίως τους Γερμανούς.
Για όλα όσα είπα, τα «Ανοιχτά Βαλκάνια» παραμένουν μια πρωτοβουλία αδιαφανής, η οποία ενισχύει τις κριτικές που ασκώ προς την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Διότι δεν καταπιάνονται με το ζήτημα της Σερβίας, της Αλβανίας και του Κοσόβου όπως θα άρμοζε, δηλαδή, δια της παρακίνησης μιας διαδικασίας εκδημοκρατισμού και πολιτισμικής αναβάθμισης, που θα επέφεραν μια αμετάκλητη ειρηνική επίλυση της διένεξης. Τους βλέπω περισσότερο να αναζητούν μια γεωστρατηγική λύση διαμέσου των αυταρχικών ηγετών που ελέγχουν και υποστηρίζουν, προκειμένου να παρεμποδίσουν τη διείσδυση της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή – κάτι που, κατά τη γνώμη μου, θα πάγωνε απλώς τη διένεξη, με απορρέοντες κινδύνους αυτή να ρευστοποιηθεί σε ένα διαφορετικό γεωπολιτικό πλαίσιο.
Βλέπετε σήμερα κάποιες νέες δυνάμεις, π.χ. η οργάνωση ακτιβιστών «Organizata Politike», να παίζουν θετικό ρόλο στην αναδιοργάνωση της αλβανικής πολιτικής σκηνής; Η δυσαρέσκεια των Αλβανών μπορεί να οδηγήσει κάπου αλλού σε σχέση με τις υπάρχουσες δυνάμεις;
Υπήρξαν κάποιες πρωτοβουλίες κατά την τελευταία δεκαετία στην Αλβανία ώστε να δημιουργηθούν εναλλακτικές ενάντια στα δύο-τρία πολιτικά κόμματα που έχουν κυριαρχήσει στη ζωή της χώρας. Δυστυχώς όμως, αντί να μεγεθύνουν τη δυναμική τους με την αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας, συρρικνώθηκαν ή και εξαφανίστηκαν. Ψάχνοντας να αναλύσω τα αίτια, έρχεται στο μυαλό μου η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, που κατάφερε σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα να αυξήσει τα ποσοστά του από το 4% σχεδόν στο 40%. Και βρίσκω δύο λόγους που δεν είναι δυνατόν να αναδειχθεί ένας ΣΥΡΙΖΑ στην Αλβανία. Ο πρώτος λόγος συνδέεται με το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα σ’ εμάς έχει επιφέρει μεγάλες ανισότητες, γι’ αυτό η κίνηση πρέπει να είναι αριστερή, από εκπροσώπους των πιο ευάλωτων στρωμάτων∙ εν τω μεταξύ, όμως, ο όρος «αριστερός» εξακολουθεί να έχει αρνητικό πρόσημο εξαιτίας, αφενός, της κομμουνιστικής δικτατορίας και, αφετέρου, της εξουσιαστικής κυριαρχίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος – ο ηγέτης του οποίου προσκαλεί τους δυτικούς επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Αλβανία γιατί εκεί δεν θα τους σκοτίσουν τα συνδικάτα! Παρ’ όλα αυτά, λέω ότι η βασική αιτία είναι πως οι πολιτικές ελίτ στην Ελλάδα, ή ακόμα και στην Ιταλία, όπου γεννήθηκε το κίνημα των Πέντε Αστέρων, ή στην Ισπανία με τους Podemos, εξαιτίας μιας κουλτούρας πιο δημοκρατικά αναπτυγμένης και μιας οικονομίας κάπως πιο ελεύθερης από τον έλεγχο της εξουσίας, δεν άσκησαν μια τέτοια καταπίεση ώστε να καταπνίξουν τη νεολαία, όπως παραδοσιακά και συστηματικά κάνει η δική μας ελίτ. Η ιστορία δείχνει ότι το καινούριο καλό δεν γεννιέται μόνο από τις αποτυχίες, αλλά και από τις επιτυχίες των προηγουμένων.
Γι’ αυτούς τους δύο λόγους, η «Organizata Politike», ως αριστερό κίνημα, συναντά αρκετές δυσκολίες προκειμένου να ακολουθηθεί από ένα ευρύτερο κοινό. Η ναρκω-ολιγαρχία, που έχει καταλάβει το κράτος και κυριαρχεί απόλυτα στα ΜΜΕ, καταφέρνει να εξαλείψει σχεδόν κάθε ζωτικό χώρο για εκείνους που της εναντιώνονται. Επιπλέον, απ’ όσο έχω παρακολουθήσει τη δράση της «Organizata», θα έλεγα ότι η άνοδός της παρεμποδίζεται και από ένα είδος ορθοδοξίας στην εφαρμογή μερικών παλιών προσταγμάτων της αριστεράς του 20ού αιώνα, όπως είναι η μυθοποίηση του καθοδηγητικού ρόλου της εργατικής τάξης κατά τον μετασχηματισμό μιας κοινωνίας. Αυτό δεν λειτούργησε ούτε ακόμη στον 20ό αιώνα, πόσο μάλλον σήμερα που, κατ’ εμένα, ζούμε έναν καπιταλισμό «μετα-αστικό», «μετα-προλεταριακό», όπως τον χαρακτηρίζει ο Ιταλός φιλόσοφος Costanzo Preve. Σ’ αυτόν τον καπιταλισμό έχουν εκλείψει τόσο οι αξίες της αστικής τάξης (μεταξύ των οποίων και η «συνείδηση του ανικανοποίητου» των αστών όπως ο Μαρξ ή ο Ένγκελς) όσο και η ταξική συνείδηση των προλετάριων, δημιουργώντας έτσι τις συνθήκες για τη διαμόρφωση μιας μάζας (99%) ιδιωτευόντων ατόμων που εξουσιάζονται από το 1%. Η ανάλυση αυτού του καπιταλισμού, που έχει θέσει υπέρ του ακόμα και την κουλτούρα της αριστεράς των δικαιωμάτων του πολίτη, ακόμα και τον αγώνα εναντίον του, αναζητά νέες κατηγορίες από εκείνες που έφεραν την αποτυχία του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού κατά τον 20ό αιώνα.
Η σκοτεινή αλήθεια του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού
Έχετε θίξει ζητήματα της παιδείας, μετανάστευσης κ.λπ. Πώς κατά τη γνώμη σας μπορούν αυτά να διευθετηθούν;
Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό που μπορεί να σας φανεί απίστευτο αλλά, αν ψάξετε στο διαδίκτυο, θα το βρείτε στις ειδήσεις του προηγούμενου έτους. Σε μια συνάντηση που πραγματοποίησε ο Ράμα με μια ομάδα επιχειρηματιών στην πόλη της Σκόδρας, ένας από αυτούς του παραπονέθηκε ότι δεν βρίσκει εργάτες για την επιχείρησή του. Η απάντηση του πρωθυπουργού ήταν: «Εγώ σου προτείνω να πάρεις Μπαγκλαντεσιανούς. Αυτοί έχουν και το καλό ότι δεν ξέρουν ούτε αλβανικά. Μάλιστα, μόλις αρχίσουν να μιλάνε αλβανικά και να ψελλίζουν τις λέξεις “ελευθερία”, “δημοκρατία” άλλαξέ τους, πάρε άλλους»*.
Μπορεί να σας φαίνεται σκανδαλώδες, αλλά δεν είναι και τόσο. Ο Ράμα εξέφρασε με τον πιο εύστοχο τρόπο τη σκοτεινή αλήθεια των αρνητικών συνεπειών του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού: τη μεταχείριση του ανθρώπου από τον άνθρωπο ως μέσο, ως «χρησιμοποίησέ τον και πέτα τον», και όχι ως σκοπό. Αυτά τα λόγια του Ράμα δείχνουν ότι η Αλβανία, στην κούρσα για να γίνει όσο πιο γρήγορα καπιταλιστική, καταλήγει να είναι μια ακραία εκδοχή του καπιταλισμού – όπως έκανε και με τον κομμουνισμό. Όμως οι ακραίες εκδοχές μερικών φαινομένων μας βοηθούν να εξετάσουμε πιο καλά τις ίδιες τις συνέπειες αυτών των φαινομένων.
Για μένα, το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Αλβανία, και όχι μόνο, συνδέεται στενά όχι αποκλειστικά με οικονομικές ελλείψεις, αλλά περισσότερο ακόμα με το γεγονός ότι οι πολιτικο-οικονομικές ελίτ, προκειμένου να κυριαρχούν ανενόχλητες, ενδιαφέρονται για ανθρώπους χωρίς στόμα και χωρίς σκοπό, «homo economicus» που δεν καταφέρνουν να γίνουν και «homo politicus». Διότι όταν οι άνθρωποι προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως μέσα δεν είναι απαραίτητο να διαπαιδαγωγηθούν ως οφείλουν, και ούτε να χρησιμοποιούν μια γλώσσα καλλιεργημένη, μια κουλτούρα πολυσχιδή, μια ιστορία, μια ταυτότητα ιδιαίτερη που τους δένει με τον τόπο τους και συνάμα προσδίδει νόημα στη ζωή τους ως κοινωνικά όντα.
Επομένως, το να σκεφτείς γύρω από την ενίσχυση της παιδείας και τη μείωση της μετανάστευσης, κατά τη γνώμη μου, είναι σαν να σκέφτεσαι για το ίδιο πράγμα: την ανάγκη της αλλαγής αυτού του συστήματος που περιορίζει τον άνθρωπο σε ον χωρίς στόμα και χωρίς σκοπό, που δεν εγείρει καν το ερώτημα γιατί ήρθε στη ζωή. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι μια λύση μπορεί να έρθει από τους εθνοκυριαρχικούς της αριστεράς που ζητούν την επιστροφή στο έθνος-κράτος, όχι στο όνομα του εθνικισμού, αλλά ως επιστροφή στη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα που έχουν καταποντιστεί. Και μαζί με αυτά στην καλλιέργεια της γλώσσας και της κουλτούρας του τόπου στον οποίο ανήκουμε. Το θέμα όμως είναι ότι, όπως λέει ο Αϊνστάιν, τα προβλήματα που έχουμε δεν μπορούμε να τα λύσουμε με εκείνες τις μεθόδους με τις οποίες τα έχουμε δημιουργήσει. Επομένως, από το να μιλώ για «επιστροφή», προτιμώ να κάνω λόγο για την ανάγκη μιας νέας σύνθεσης. Προτιμώ να μιλώ για την ανάγκη της αλλαγής του συστήματος, έτσι ώστε, διατηρώντας πάντα τα κεκτημένα του φιλελευθερισμού στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατομικού όντος, να εργαστούμε εκ νέου με όλες μας τις δυνάμεις και για τα δικαιώματά του ως κοινωνικού όντος. Να αποκαταστήσουμε δηλαδή την έννοια του «homo economicus» προκειμένου να αποτελεί μία μόνο από τις διαστάσεις του «homo politicus». Και αυτό απαιτεί να αλλάξουμε το σχολείο, τον τόπο εργασίας, τη σχέση μας με τη φύση και με τους άλλους, ώστε να μεγαλώσουμε έναν άνθρωπο που έχει το κουράγιο να σκεφτεί με το δικό του κεφάλι. Έναν άνθρωπο που αναπτύσσει περισσότερο την αίσθηση της δυνατότητας από την αίσθηση της προσαρμογής, που ασκεί πιο πολύ την πρακτική της συνεργασίας από τον ανταγωνισμό, που στη θέση της οικονομικής ευωχίας αναζητά την ευτυχία στην κοινωνική ευημερία.
Το βλέπω ότι, παρ’ όλα αυτά, επαναλαμβάνω πράγματα ειπωμένα που μας γυρίζουν μέχρι τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – με τους οποίους ξεκίνησα αυτήν τη συνέντευξη και με τους οποίους θέλω να την κλείσω. Αυτοί μας έχουν υποδείξει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, να εξέλθουμε από τις σκιές της σπηλιάς και να βρούμε το φως, να αναζητήσουμε την αλήθεια μέσα από τον διάλογο, να θεωρήσουμε τον εαυτό μας ως μέρος της φύσης και όχι ως κυρίαρχο αυτής. Διότι μόνο αν είμαστε θεοί ή ζώα μπορούμε να ζήσουμε ολομόναχοι μέσα σε μια «πόλι». Λέω όμως ότι η αναζήτηση ενός νέου δρόμου δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να στηριχθεί στη δύναμη των επαναστατών του παρελθόντος.
* Τουλάχιστον όσον αφορά τους αναγνώστες μας, το περιστατικό στο οποίο αναφέρεται ο Λιουμπόνια δεν φαίνεται απίστευτο: έχει ήδη καταγραφεί από την εφημερίδα μας (βλ. στήλη «Εδώ είναι Βαλκάνια», φύλλο 563).