Η γερμανική ηγεμονία στην Ε.Ε. κλονίζεται σοβαρά, παρά το «Ναι» των Ιρλανδών στο δημοσιονομικό σύμφωνο. Δύο ακόμη πολιτικοί σταθμοί θα καθορίσουν τις τελικές ισορροπίες. Ο ένας είναι ο πρώτος γύρος των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, την επόμενη Κυριακή, όπου υπό την πίεση του αριστερού μετώπου, η κυβέρνηση Ολάντ επιχειρεί να συντηρήσει προσδοκίες για απαγκίστρωση από τη λιτότητα. Χαρακτηριστική η (μετεκλογική αλλά και προεκλογική) επανάληψη της υπόσχεσής της για μείωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη, εξαγγελία που με έμφαση πρόβαλε ο πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Ερό. Ο δεύτερος, και προφανώς κρισιμότερος πολιτικός σταθμός είναι οι εκλογές στην Ελλάδα (που συμπίπτουν με το δεύτερο γύρο των βουλευτικών στη Γαλλία), στις 17 Ιουνίου. Αν κρίνει κανείς από την πραγματική υστερία που χαρακτηρίζει τις εκβιαστικές παρεμβάσεις από κάθε πλευρά, τις προειδοποιήσεις για την επερχόμενη καταστροφή της Ελλάδας μετά από μια καταγγελία του Μνημονίου ή τις προφητείες για τη συντέλεια… του ευρώ, το ειδικό πολιτικό βάρος που αποκτά η χώρα εξελίσσεται σε πραγματικό υπερόπλο.
Το νέο μαύρο πρόβατο
Ταυτόχρονα, το ειδικό οικονομικό βάρος της Ευρωζώνης έχει μετατοπιστεί στην Ισπανία, που αντιμετωπίζεται ήδη από τις αγορές ως επικρατέστερος αποδιοπομπαίος τράγος από την Ελλάδα, λόγω του αδιεξόδου στην κρατικοποίηση της Bankia, για την οποία η κυβέρνηση Ραχόι αναζητεί εναγωνίως 18-19 δισ. ευρώ. Αλλά, από πού να τα αναζητήσει, όταν τα spreads των ισπανικών ομολόγων καταρρίπτουν το ένα ιστορικό ρεκόρ μετά το άλλο, κι όταν η ΕΚΤ έκλεισε τ’ αφτιά της στο αίτημα για κάλυψη; Ακόμη κι αυτή η άρνηση πάντως, δεν άντεξε στις πιέσεις των αγορών και στις δημόσια διατυπωμένες αγωνίες ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που θέλουν επειγόντως κάποιας μορφής διάσωση της Ισπανίας. Είναι χαρακτηριστικό πως δυο μέρες μετά την άρνηση της ΕΚΤ να ανταποκριθεί -για θεσμικούς, όπως υποστήριξε, λόγους- στο ισπανικό αίτημα, ο επικεφαλής της Μάριο Ντράγκι τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ενός ταμείου που θα καλύπτει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης όλων των τραπεζών της Ευρωζώνης.
Η διαφοροποίηση του Ντράγκι είναι ένα ακόμη ρήγμα στο γερμανικό μοντέλο πειθαρχίας στην Ευρωζώνη, αν και έχει μικρή σχέση με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών που υποβάλλονται σε εξουθενωτική λιτότητα. Κι αυτή η διαφοροποίηση φαίνεται να έχει αρκετή σχέση με τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ως αυτόκλητος εκπρόσωπος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά ταυτόχρονα ως γεφυροποιός μεταξύ νέας γαλλικής και γερμανικής πολιτικής ηγεσίας. Ο Μόντι, αντιλαμβανόμενος προφανώς τους ευρύτερους κινδύνους που εγκυμονεί μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική αποσταθεροποίηση στην Ευρωζώνη, επεδίωξε και πέτυχε μια τετραμερή Σύνοδο Κορυφής με τη συμμετοχή Μέρκελ, Ολάντ, Ραχόι και του ίδιου, στις 22 του μηνός, λίγες μέρες μετά τις ελληνικές εκλογές και μια εβδομάδα πριν από την προγραμματισμένη για 28-29 του μηνός εξαμηνιαία Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε.
Ευρωπαϊκό vertigo
Όλα αυτά σε μια παγκόσμια ατμόσφαιρα πραγματικά σχιζοειδή. Με τον Λευκό Οίκο να εκπέμπει σχεδόν καθημερινά μηνύματα ότι παρακολουθεί τις εξελίξεις στην Ελλάδα και απεύχεται μια έξοδό της από την Ευρωζώνη, με το ΔΝΤ να ανοίγει παράθυρο σε επαναδιαπραγμάτευση πλευρών του Μνημονίου, μια εβδομάδα μετά τη ρουκέτα Λαγκάρντ με τα «παιδιά του Νίγηρα», με οίκους αξιολόγησης να προβάλλουν τα πιο αλληλοαναιρούμενα σενάρια, με επιχειρήσεις και τράπεζες σε όλο τον κόσμο να προχωρούν σε ασκήσεις προσομοίωσης για τη μετάβαση στη δραχμή και με άλλα τραγελαφικά που αποκαλύπτουν ένα πραγματικό πολιτικό και στρατηγικό vertigo στην υποτιθέμενη αφρόκρεμα του καπιταλιστικού κόσμου.
Φυσικά, είναι υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα μιας πολυσύνθετης και ευφάνταστης σκηνοθεσίας που έχει μοναδικό στόχο να τρομοκρατήσει τους Έλληνες ψηφοφόρους και να τους αποτρέψει από το απονενοημένο διάβημα να φέρουν, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία, την Αριστερά στα πρόθυρα της εξουσίας. Πολλά στοιχεία στο ευρωπαϊκό σκηνικό είναι απροκάλυπτοι εκβιασμοί, πολλά άλλα προδίδουν ότι η πολιτική και οικονομική ελίτ της Ε.Ε. βρίσκεται σε μια αχαρτογράφητη περιοχή. Και μερικά ακόμη υπαινίσσονται ήδη ότι αρκετές δυνάμεις της είναι διατεθειμένες να διαχειριστούν ακόμη και μια εκλογική νίκη της Αριστεράς, προκειμένου να αποφύγουν ένα διαλυτικό για την Ευρωζώνη ντόμινο. Αυτή η διαχειριστική ετοιμότητα της ευρωπαϊκής ελίτ, φυσικά, εμπεριέχει έναν κίνδυνο και για την ίδια την Αριστερά και για τις μικρές ή μεγάλες προσδοκίες που έχει δημιουργήσει σε ένα μεγάλο, ριζοσπαστικοποιημένο αλλά ιδεολογικά ανέτοιμο τμήμα της κοινωνίας.