Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκάζη
Ο Καζίμ Οζ είναι η εμβληματικότερη κουρδική φωνή στον τουρκικό κινηματογράφο. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία στο κουρδικό θέατρο. Από τη δεκαετία του ’90 συνεργάζεται με την εταιρία παραγωγής Yapım 13, που σχετίζεται με το Πολιτιστικό Κέντρο της Μεσοποταμίας. Έχει σκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ και αρκετές ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, και έχει αποσπάσει δεκάδες βραβεία από τις συμμετοχές τους σε φεστιβάλ.
Συναντήσαμε τον Καζίμ Οζ, στο περιθώριο του 58ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον κινηματογράφο, τον κουρδικό πολιτισμό, την ελευθερία έκφρασης στο τουρκικό κράτος, αλλά και για την τελευταία του ταινία, το Ζερ, που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ, σε δυο προβολές, σε ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, προκαλώντας τα θετικά σχόλια και το ενδιαφέρον του κοινού.
Πότε ξεκινήσατε να κάνετε κινηματογράφο; Τι σας ώθησε σ’ αυτό;
Ξεκίνησα το 1999, με την ταινία μικρού μήκους Ax (Γη), με την οποία πήρα μέρος σε περίπου 50 φεστιβάλ, όπου η δουλειά μου έγινε δεκτή με ενδιαφέρον και απέσπασε αρκετά βραβεία. Συνέχισα κάνοντας ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Η πρώτη μου, μεγάλου μήκους ταινία, ήταν το Fotograf (Η Φωτογραφία) που βγήκε το 2001, και με την οποία συμμετείχα για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Αυτό που με ώθησε να εκφραστώ μέσω των ταινιών μου ήταν η πολιτική ατμόσφαιρα στην Τουρκία. Σπούδαζα πολιτικός μηχανικός στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την περίοδο, όμως το όλο κλίμα μου καλλιέργησε το ενδιαφέρον να κάνω κάτι για το Κούρδικο ζήτημα. Ήμουν ήδη μέλος του φοιτητικού κινήματος εκείνης της περιόδου, όμως θεώρησα τον κινηματογράφο ένα πιο δυνατό μέσο για να παρουσιάσω τις ιδέες μου.
Μέχρι τη δεκαετία του ’90, στον τούρκικο κινηματογράφο, οι Κούρδοι παρουσιάζονται ως «οι άλλοι» που δεν μιλάνε καλά τη γλώσσα, είναι αναλφάβητοι και οπισθοδρομικοί. Όμως με κάποιους σκηνοθέτες της δικής μου γενιάς, οι Κούρδοι αποκτούν την πραγματική τους ταυτότητα και στη μεγάλη οθόνη.
Πείτε μας λίγα λόγια για την τελευταία σας ταινία Zer που παρουσιάσατε στο 58ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το Ζερ είναι ένα ταξίδι προς την Ανατολία, ένα ταξίδι αναζήτησης της κούρδικης κουλτούρας και ταυτόχρονα ένα ταξίδι αυτογνωσίας για τον νεαρό πρωταγωνιστή. Ο Ζαν, στην αρχή, ως ένας νέος φοιτητής μουσικής, τουρκικής καταγωγής, που ζει στην Αμερική, δεν έχει αντίληψη της ταυτότητάς του. Όμως με μια σειρά τυχαίων γεγονότων, με την επαφή του με τη γιαγιά του και ένα τραγούδι σε μια «άγνωστη» γλώσσα, έρχεται χωρίς να το αντιληφθεί σε επαφή μ’ αυτήν, και τότε ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης αυτού του τραγουδιού, το οποίο στην ουσία πρόκειται να εξελιχθεί σε ένα ταξίδι αναζήτησης της ίδιας του της ταυτότητας.
Όπως σας είπα και πριν, κι εγώ ανακάλυψα την κουρδική μου ταυτότητα στην πορεία, όταν ήμουν φοιτητής, και μέσα απ’ τη συμμετοχή μου στο κίνημα έθεσα πρώτα στον εαυτό μου το ερώτημα «ποιος είμαι;» «γιατί ειναι απαγορευμένη η γλώσσα μου;» Για τον Ζαν, στην ταινία, η επιλογή δεν είναι τόσο συνειδητή, όμως καταλήγει στα ίδια ερωτήματα και την ίδια διαδικασία αυτογνωσίας.
Η έννοια του ταξιδιού είναι κυρίαρχη στις ταινίες σας. Περιγράψτε μας γιατί συμβαίνει αυτό.
Καταφέρνουμε να δούμε καθαρά την πραγματικότητα, μόνο όταν αλλάξουμε οπτική γωνία. Ο καθένας για να κάνει μια προσωπική αλλαγή στη δική του ζωή, στις απόψεις του, πρέπει να ξεφύγει απ’ την καθημερινότητα, να αλλάξει και φυσικά θέση. Να ταξιδέψει και σωματικά και ψυχικά. Έτσι η έννοια του ταξιδιού, του δρόμου, αποκτά μια επαναστατική σημασία.
Στις ταινίες μου οι δρόμοι είναι κάθε φορά διαφορετικοί, όμως συγκλίνουν στο τέλος σε κοινό προορισμό: την Ανατολία και την κουρδική ταυτότητα. Στο Fotograf είναι η τυχαία συνάντηση ενός Τούρκου στρατιώτη και ενός Κούρδου αντάρτη που ταξιδεύουν μαζί προς τα βουνά του Κουρδιστάν, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον, το ταξίδι εδώ είναι μια συνειδητή επιλογή. Στο Bahoz (Η Καταιγίδα) είναι η ιστορία ενός νεαρού απ’ την Ανατολία, που όταν πάει στο πανεπιστήμιο μέσα απ’ την πολιτικοποίηση ανακαλύπτει την κουρδική του ταυτότητα, εδώ το ταξίδι γίνεται συνειδητή επιλογή στην πορεία. Και τώρα στο Ζερ, έχουμε πάλι ένα ταξίδι, μια μη συνειδητή επιλογή που όμως οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.
Είναι εφικτό να συνδιάσει κανείς τη σύγχρονη τέχνη με την παραδοσιακή κουλτούρα;
Μια τέχνη αποκομένη απο την ιστορία και την παραδοσιακή κουλτούρα, είναι καταδικασμένη να μη διαφέρει και πολύ απ’ τα πανομοιότυπα και τόσο βαρετά γκρίζα κτίρια από μπετόν. Χρειαζόμαστε μια οπτική για την τέχνη, που θα τρέφεται απ’ την παράδοση, χωρίς όμως να υποκύπτει σ’ αυτήν.
Η εποχή της κυριαρχίας των εθνών-κρατών, είναι και μια εποχή ισοπέδωσης της ταυτότητας των υποτελών εθνών. Κάποιοι πολιτισμοί αυτόματα εξαφανίστηκαν από την ιστορία, ενώ άλλοι βρέθηκαν στο περιθώριο μετά από χρόνια καταπίεσης. Ο κουρδικός πολιτισμός επιδιώχθηκε να εξαληφθεί μέσα απ’ τη διαχρονική βία του τουρκικού κράτους.
Μπορούμε σήμερα να μιλάμε ακόμη για τους Κούρδους, παρόλο που για πάνω από 100 χρόνια αυτοί καταπιέζονται από τα τέσσερα κράτη στα οποία ζουν, ακριβώς λόγω της παράδοσης.
Της ικανότητας δηλαδή του κουρδικού λαού να επιστρέφει στην παράδοση για να αντλήσει δύναμη για το σήμερα. Μιλάμε για έναν πολιτισμό 10.000 ετών που έδωσε πολλά στον πολιτισμό, τόσο της Ανατολής όσο και της Ευρώπης. Αυτή η δύναμη ζει εκεί. Στο ντύσιμο, στα μάτια, στις συμπεριφορές. Η τέχνη πρέπει να πάει εκεί και να την αποκαλύψει αυτή τη δύναμη.
Πώς είναι να κάνεις κινηματογράφο στην Τουρκία του Ερντογάν, ειδικά όταν καταπιάνεσαι με θέματα που ενοχλούν;
Στην Τουρκία το πιο δύσκολο είναι να είσαι ένας απλός καθημερινός άνθρωπος. Μπορείς απ’ τη μια μέρα στην άλλη να βρεθείς στο δρόμο, να τα χάσεις όλα. Τόσο μεγάλη είναι η εκμετάλλευση, ένας πραγματικός φασισμός. Αν ένας δημόσιος υπάλληλος ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση, είναι πολύ πιθανό να χάσει τη δουλειά του, έτσι ξαφνικά. Ακόμα και αν κάποιος έχει φίλους στο facebook που ασκούν κριτική, άσχετα αν αυτός μιλάει ή όχι, μπορεί να έχει μπλεξίματα. Από αυτή την άποψη, ίσως οι κινηματογραφιστές να είμαστε σε καλύτερη θέση.
Το Ζερ λογοκρίθηκε στην Τουρκία. Περιγράψτε μας τα γεγονότα…
Στην αρχή η ταινία είχε την υποστήριξη του υπουργείου, αφού εκείνη την περίοδο, υπήρχε μια προσπάθεια επίλυσης του κουρδικού ζητήματος. Μόλις όμως βγήκε στους κινηματογράφους λογοκρίθηκε και κόπηκαν 3:30 λεπτά. Ήταν οι σκηνές που αναφέρονταν στη σφαγή του Ντερσίμ το 1938.
Για να διαμαρτυρηθώ και να αποκαλύψω τη λογοκρισία, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Κωνσταντινούπολης, αφαίρεσα αυτές τις σκηνές και στη θέση τους άφησα μια μαύρη εικόνα με μια λεζάντα που ανέφερε πως η σκηνή έχει κοπεί κατ’ εντολή του υπουργείου. Τότε θύμωσαν πάρα πολύ και ακύρωσαν όλες τις προβολές της ταινίας σε περίπου 100 αίθουσες. Στη συνέχεια έδωσαν και πάλι άδεια με την προϋπόθεση να βγάλω και τη μαύρη εικόνα. Δείξαμε έτσι πως το σύστημα στην Τουρκία, λογοκρίνει ακόμη και το μαύρο χρώμα. Παλιά καταλαβαίναμε να απαγορεύουν το κόκκινο και το κίτρινο (χρώματα-σύμβολα των Κούρδων), όμως τώρα απαγορεύουν και το μαύρο.
Υπάρχει κάποια αντίδραση απ’τον κόσμο των τεχνών απέναντι σ’αυτήν την ανελευθερία;
Ναι. Μια ομάδα 500 περίπου καλλιτεχνών, έχουμε υποστηρίξει την πρωτοβουλία των «Ακαδημαϊκών για την Ελευθερία». Και μάλιστα αυτά τα άτομα έχουν στοχοποιηθεί απ’ το κράτος και ήδη έχουν αρχίσει τα δικαστήρια.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας; Θα συνεχίσετε να κάνετε ταινίες ιδιότυπα στρατευμένες στην κούρδικη υπόθεση;
Στον ίδιο δρόμο θα βαδίσω, αυτό είναι σίγουρο. Κάθε ταινία που κάνω είναι και ένας διαφορετικός δρόμος προς τον ίδιο σκοπό. Κάθε δρόμος πρέπει να είναι μια ξεχωριστή εμπειρία και αυτό είναι το επαναστατικό.