Ευθύνες έχουν και τα δύο «κομμάτια» της τραγικής διάσπασης

Του Δημήτρη Θ. Αρβανίτη

 

Αποτελεί νομοτέλεια για την Αριστερά το να προχωράει και να συνεχίζει τους αγώνες της, σχεδόν πάντοτε, μέσα από ήττες. Ήττες που, επί το πλείστον, χρεώνονται ιστορικά στις ηγεσίες της. Το πείραμα ΣΥΡΙΖΑ που άρχισε να επιχειρείται από τις αρχές του ’90, κατόρθωσε να προσελκύσει στις τάξεις του σχηματισμού του έναν συνεχώς αυξανόμενο αριθμό πολιτών με αριστερή σκέψη και κοινωνικές ευαισθησίες. Ουδέποτε ο αριθμός των πολιτών που εμφανίζονταν στις συγκεντρώσεις αντιστοιχούσε με τον αριθμό των ψήφων που προέκυπταν από τις καταμετρήσεις. Αυτό δεν προδίδει χαλαρότητα και έλλειψη αριστερής συνείδησης ή μη αποδοχή από μέρους τους των προσκλήσεων σε συγκεντρώσεις και δράσεις. Ένας κόσμος «άστεγων» αριστερών προτιμούσε να «ασκεί το καθήκον» του με τον δικό του τρόπο. Φαίνεται ότι η οργάνωση προτιμούσε να δίνει χθεσινές απαντήσεις σε σημερινά ερωτήματα.

Μέσα στα χρόνια οι αριστερές φωνές που συγκροτούσαν το αριστερό τόξο εκτός των κυρίαρχων κομμάτων, έγιναν χαμηλόφωνοι ψίθυροι ελάχιστων «μονομανών» μια και οι περισσότεροι θέλησαν να καταγραφούν ως επίσημα μέλη ή παραταξιακοί των σχηματισμών του ΚΚΕ και των διάδοχων σχηματισμών του ΚΚΕ εσωτ. Οι ανένταχτοι δεν εξαφανίστηκαν, έστω κι αν η συμμετοχή τους στο κίνημα ήταν χαμηλόφωνη και διόλου προβεβλημένη από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Το εύρος της Αριστεράς δεν μπόρεσε να καταγραφεί απολύτως. Οι εκτιμήσεις του αθροίσματος γίνονταν πάντα κατά προσέγγιση και από αυτούς οι οποίοι το μόνο ενδιαφέρον που είχαν για τη συνένωση ήταν η στατιστική. Εννοείται ότι αναφέρομαι στους δημοσιολογούντες που ποτέ δεν έπαψαν να «τζιράρουν» στις τηλεοράσεις και να εγκαλούν την Αριστερά να «συνταχθεί» σε ενιαίο σώμα και να ξεφύγει από τις διασπάσεις.

Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει την «αριστερή» καθαρότητα του 36%, θα κάνει λάθος θεωρώντας ότι προέκυψε από τη συμμετοχή των «αγανακτισμένων» και μόνο. Πιστεύω ότι οι ανένταχτοι λειτούργησαν καταλυτικά. Είναι, ομολογουμένως, ιστορική η κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια προς την κατεύθυνση της «συνύπαρξης» των συνιστωσών κάτω από κοινή στέγη. Τους ζητήθηκε να «αυτοδιαλυθούν» – και σωστά για όσες δεν είχαν ιδιαίτερους λόγους να μην ακολουθήσουν μια κοινή νόρμα με ελάχιστα ιδεολογικά συν και πλην. Αναφέρω τη λέξη «συνύπαρξη» ως την πλέον κατάλληλη να χαρακτηρίσει τη νέα Αριστερή εμφάνιση και όχι λέξεις όπως «συνένωση» ή «αφομοίωση».

Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε με το « handicap» της συνύπαρξης του «Συνασπισμού» και της «ομάδας Λαφαζάνη». Κανείς δεν το έκρυψε, αντίθετα σε κάθε περίπτωση εμφανιζόταν με απόλυτη ευκρίνεια των διαφορών τους. Αυτές οι δύο κυρίαρχες τάσεις μονοπώλησαν τον εσωτερικό διάλογο, συμφωνώντας ή και διαφωνώντας στις κατευθύνσεις και στις αποφάσεις. Ο «επαναστατικός» χαρακτήρας, η «ευρωπαϊκή» προοπτική, οι επεξηγήσεις ότι «σε έναν σύγχρονο αριστερό σχηματισμό αρκεί να δηλώνεις αριστερός και όχι κατ’ ανάγκην κομμουνιστής», οι αυθαίρετες ερμηνείες της «ορθότητας», με τα μέτρα κάθε άποψης, και η έλλειψη ισχυρών προτάσεων προσέλκυσης νέων, σε ηλικία, μελών, αποτέλεσαν το -όχι και τόσο κρυφό- πρόβλημα του νέου σχήματος. Ενός σχήματος που απέκτησε μια τεράστια δυναμική με τη στήριξη των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, πολιτών απελπισμένων από τη μέχρι τότε κακή διαχείριση της κρίσης, ανθρώπων απελπισμένων από τον εμπαιγμό των κομμάτων του δόγματος της στυγνής λιτότητας.

Α

 

Η Αριστερά στην εξουσία

Στις 25 Ιανουαρίου η Αριστερά κέρδισε την εξουσία και στο πρώτο μισό του χρόνου έχασε τα «πασχάλια» της. Όσο και να αποστρέφομαι τη δεξιά, ειρωνική, αλλά και με τραγική σημασία, έκφραση «αριστερή παρένθεση», δεν εκπλήσσομαι. Πώς να εκπλαγώ όταν, πριν κλείσει χρόνος, δάνειες εκφράσεις οικείες στα αστικά κόμματα, εμφανίζονται ως δικαιολογίες αναφερόμενες σε «σκληρή διαπραγμάτευση», «αλλαγή της Ευρώπης», «έντιμους συμβιβασμούς», «αναγκαστική αποδοχή μνημονίων» και με συνέχιση ανεπίτρεπτη για την Αριστερά, σκληρής λιτότητας, εξευτελισμού εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, απίστευτης και άδικης φορολογίας. Μια αποτυχημένη προσπάθεια να λυθεί με «αριστερό τρόπο» η γνωστή εξίσωση για την πολυπόθητη ανάπτυξη: «Συρρίκνωση αποδοχών + φορολογία = τέρμα η κρίση».

Ως εσωτερικό αντίπαλο δέος, η «πλατφόρμα» επέμενε στην πολιτική του εθνικού νομίσματος, δίχως να αναφέρεται με πειστικό τρόπο και επεξηγήσεις ενός μελετημένου σχεδίου. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να κατανοήσει κανείς ότι, αργά ή γρήγορα, παλεύοντας να διατηρήσει, με τον τρόπο της, το αριστερό της προφίλ ή θα παρενέβαινε δυναμικά ή θα αποχωρούσε από το σχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Ρεαλισμός Vs Ουτοπία;

Να, λοιπόν, που η «ελπίδα» για την κυβερνώσα (τι λέξη κι αυτή!) Αριστερά άρχισε να ξεθωριάζει από την υπερβολική έκθεσή της στα μάτια και στη συνείδηση των πολιτών. Για την ώρα και ασθμαίνοντας λόγω της χρονικής πίεσης των εκλογών, η Αριστερά εμφανίζεται με δύο «πυλώνες». Ο καθένας διεκδικεί το ρόλο του αλάθητου φάρου, που θα φωτίσει και θα οδηγήσει τη χώρα στη γαλήνη, αποφεύγοντας τα βράχια (άλλη σπουδαία λέξη από το λεξικό Σαμαρά και Βενιζέλου). Μπορεί κάποιος από τους δύο, και μακάρι, να κατέχει τη σωστή συνταγή. Ίσως να καταλάβουν και να συγκλίνουν. Ποιος ξέρει. Μπορεί να εκφράζω την άποψη αρκετών αριστερών «σκεπτικιστών» με παρωχημένες αντιλήψεις για τις νέες αριστερές «στρατηγικές», την ευρωπαϊκή κατεύθυνση, να τρέμω μπρος στις νέες φεουδαρχίες και την «άυλη» επιβολή της διαδικτυακής νέας τάξης πραγμάτων. Ίσως να αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια, τη γλώσσα μου που χάνεται, να ογκώνω με την «πολιτιστική κατανάλωση» και τη σκόπιμη εξαφάνιση της δικής μας ζωής και κουλτούρας μέσα από τη σύγχυση των εννοιών του διεθνισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η γενιά μου συνέβαλε, συνειδητά ή όχι, στην καταστροφή του πλανήτη και κάθε αξιακής κλίμακας και τώρα τον παραδίδει στους νέους από τους οποίους απαιτεί να τον σώσουν ή, τουλάχιστον, να τον επιδιορθώσουν. Αν μιλάμε για ευθύνες.

Δεν υπερασπίζομαι, αλλά και ούτε κατηγορώ κανένα από τα δύο «κομμάτια» του ΣΥΡΙΖΑ. Αποσύρω ήσυχα και ταπεινά την εμπιστοσύνη μου κι από τους δύο. Όχι γιατί είμαι υπεράνω, ότι δεν επιθυμώ ή δεν τολμώ να πάρω θέση. Αυτά ακούγονται βαρύγδουπα κλισέ και ανατριχιαστικά στερεότυπα. Ποιος, άλλωστε, είμαι εγώ. Προτιμώ να παραμείνω στην «Αριστερά χωρίς πρόσημο». Φτάνουν οι αυτοπροσδιορισμοί. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, ούτε καν το επιδιώκω, να μαντέψω τον νικητή του αγώνα. Μακάρι να υπάρξει. Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κάτι για να χαρώ, όπως όλοι μας φαντάζομαι. Ξέρω, όμως, για τι θα λυπηθώ. Θα λυπηθώ για έναν πολύ πιθανό «αριστερό εμφύλιο» που θα κάνει παλιούς συντρόφους και συναγωνιστές να διαλύονται μεταξύ τους. Θα λυπηθώ για λάθη προσωπικής ευθύνης ηγετικών στελεχών, γιατί το μόνο που θα κατορθώσουν είναι να βάλουν βούτυρο στο ψωμί της συντήρησης και των καιροσκόπων. Θα λυπηθώ για μια πολεμική διαμάχη ανάμεσα σε αριστερούς που δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν πολιτικές με γνώμονα την ιδεολογία, αλλά προσάρμοσαν την ιδεολογία στις προσωπικές τους πολιτικές. Λυπάμαι, αλλά κανένας από τους δύο «πυλώνες» δεν δίνει επαρκείς εξηγήσεις στο λαό. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα δεινά. Δεν ταιριάζει στην Αριστερά. Οι ευθύνες χρεώνονται και στα δυο «κομμάτια» αυτής της τραγικής διάσπασης.

 

Σημ.: Ποτέ να μην κρατήσουμε πόζα· να χαιρετάμε όλους τους φίλους και συναγωνιστές μας, αυτούς που γνωρίσαμε, αγαπήσαμε και εκτιμήσαμε βαθιά μέσα στα χρόνια. Είμαι σίγουρος ότι θα συναντηθούμε στους αγώνες. Καλή τύχη σε όλους μας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!