Όλα ξεκίνησαν στις 15 Σεπτεμβρίου. Με ένα μήνυμά της προς τους διανομείς υπαλλήλους της, η e-food έθετε εκβιαστικά το δίλημμα, freelancer ή απόλυση. Στην πράξη ο εκβιασμός αυτός έδειχνε την πόρτα της εξόδου σε 115 εργαζόμενους, οι συμβάσεις των οποίων έληγαν τον Σεπτέμβριο. Η είδηση ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για τους εργαζόμενους, που άλλωστε είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνονται για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Η πίεση προς την εταιρεία αυξήθηκε από το κύμα συμπαράστασης που είχαν οι εργαζόμενοι από τους χρήστες των social media. Η καμπάνια #Cancele-food έγινε viral, με πραγματικό αντίκτυπο στην εταιρεία και με χιλιάδες χρήστες να κλείνουν τον λογαριασμό τους στην εν λόγω υπηρεσία.

Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων και η τιμωρία της κοινωνίας οδήγησαν την εταιρεία, μετά από τις αρχικές δικαιολογίες για δήθεν λάθος επικοινωνιακή διαχείριση, σε υποχώρηση. Κάπως έτσι φτάσαμε στην ανακοίνωση της απόφασής της να προχωρήσει στην υπογραφή σύμβασης αορίστου χρόνου με τους 2.016 εργαζόμενους της.

Υπερκέρδη και εργασιακή ζούγκλα

Σύμφωνα με τους ίδιους τους εργαζόμενους, η e-food επεδίωξε στην αρχή της λειτουργίας της να παρουσιάσει ένα πρόσωπο καλού εργοδότη. Δίνοντας απλά τα νόμιμα στους υπαλλήλους της, ξεχώρισε μέσα σε ένα περιβάλλον εργασιακής ζούγκλας, απληρωσιάς και εργασιακής αυθαιρεσίας, εντατικοποίησης της εργασίας και διαρκών εργατικών ατυχημάτων. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να μαζέψει ένα σημαντικό κομμάτι του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού του κλάδου, ορίζοντας εν πολλοίς τους κανόνες της αγοράς. Σταδιακά, πλάι στις συμβάσεις αορίστου χρόνου, προστέθηκαν οι τριμηνες συμβάσεις εργασιακής ομηρίας, οι δουλεμπορικές συμβάσεις με την εργολαβική εταιρεία Manpower, συμβάσεις freelancer συνεργατών. Ένα χάος σχέσεων εργασίας και κατακερματισμού του εργατικού δυναμικού.

Οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων και η τιμωρία της κοινωνίας οδήγησαν την εταιρεία, μετά από τις αρχικές δικαιολογίες για δήθεν λάθος επικοινωνιακή διαχείριση, σε άτακτη υποχώρηση

Τα παραπάνω γιγαντώθηκαν στην περίοδο της πανδημίας και των λοκντάουν, με την κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης για ψηφιακές λύσεις και την εδραίωση του delivery λόγω των κλειστών μαγαζιών της καφεστίασης. Την ίδια περίοδο η εταιρεία είδε τον τζίρο της να εκτοξεύεται στα 64,488 εκατ. ευρώ το 2020, από 43,171 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019. Παρά την αύξηση των κερδών, οι εργαζόμενοι είδαν τις συνθήκες εργασίας τους να βαλτώνουν. Εντατικοποίηση, πίεση για το κυνήγι της παραγγελίας, απουσία κάθε πρόβλεψης για χώρους ξεκούρασης / αναμονής. Όλα αυτά έκαναν ακόμη δυσκολότερη τη βάρδια στην ανθούσα «βιομηχανία» του ντελίβερι.

 Αναγκαία η αναδιαμόρφωση

Τα παραπάνω δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο της e-food. Ήδη ο βασικός ανταγωνιστής της, η Wolt, λειτουργεί αποκλειστικά με ιδιώτες συνεργάτες από την αρχή της ύπαρξής της, εκμηδενίζοντας επί της ουσίας το εργασιακό κόστος. Την ίδια πραγματικότητα βιώνουν και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι των δύο σχετικών κλάδων, των μεταφορών (κούριερ, ντελίβερι) και της καφεστίασης.

Οι εργαζόμενοι καταλαβαίνουν πως δεν αρκεί να μην απολυθούν οι 115 συνάδελφοι τους, δεν αρκούν καν οι υποσχέσεις για νέες συμβάσεις αορίστου χρόνου. Γνωρίζουν πως είναι αναγκαία η αναδιαμόρφωση συνολικά του πλαισίου των εργασιακών δικαιωμάτων. Κάπως έτσι, δύο κλάδοι που δεν είχαν ιδιαίτερη συνδικαλιστική πυκνότητα στο παρελθόν, σήμερα καταφέρνουν να συσπειρώσουν γύρω από τα αιτήματά τους εκατοντάδες εργαζόμενους, και μάλιστα από τους πιο σκληρά εκμεταλλευόμενους. Τώρα δηλώνουν έτοιμοι να διεκδικήσουν συλλογική σύμβαση για όλους τους εργαζόμενους του κλάδου, να απαιτήσουν να συμπεριληφθεί το επάγγελμα τους στα βαρέα και ανθυγιεινά, να μπουν όρια στην εντατικοποίηση της εργασίας.


Μια αναγκαία συζήτηση που δεν άνοιξε

Η υπόθεση της e-food αναδεικνύει, πέρα από το ζήτημα των εργασιακών δικαιωμάτων, και μια ακόμη διάσταση, αυτή της γιγάντωσης της «οικονομίας της πλατφόρμας». Εταιρείες, όπως η e-food, χωρίς να παράγουν ή να εμπορεύονται κάτι, λειτουργώντας ως διάμεσοι και διαχειριστές της πληροφορίας, μετατρέπονται σε μονοπωλιακούς παίκτες ολόκληρων κλάδων της οικονομίας. Δεν είναι μόνο ότι αποκτούν υπέρμετρη δύναμη και κέρδη. Το κυριότερο είναι πως μετασχηματίζουν τους ίδιους τους κανόνες της αγοράς, λειτουργώντας παρασιτικά σε όλους τους άλλους παράγοντες του κλάδου, και προσαρμόζοντας τις συνήθειες των καταναλωτών στις δικές τους επιδιώξεις.

Αυτή η γιγάντωση και υπερσυγκέντρωση των υπηρεσιών delivery εμφανίζονται ως μονόδρομος εκσυγχρονισμού που έρχεται να ξεπεράσει το… απαρχαιωμένο σχήμα των μικρομάγαζων και της τοπικής αγοράς. Πλέον δεν χρειάζεται το τηλέφωνο, η εγγύτητα, η επικοινωνία πελάτη-καταστήματος. Αρκεί ένα κλικ και η υπηρεσία υπόσχεται να εκμηδενίσει χρόνους και αποστάσεις, να δώσει πρόσβαση σε μια μεγάλη ποικιλία επιλογών οι οποίες μέχρι πριν δεν ήταν εφικτές.

Αυτού του τύπου ο εκσυγχρονισμός έχει ανάγκη από την πλήρη απελευθέρωση και ελαστικοποίηση της εργασίας. Ασφυκτιά μέσα στους προστατευτικούς κανόνες παρόλο που πρόσκαιρα μπορεί να τους ανέχεται. Ευνοεί τους μεγάλους παίκτες, αυτούς που έχουν τη δυνατότητα να επιβληθούν και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, καταστρέφοντας τον μικρό και μεσαίο χαρακτήρα της καφεστίασης. Ο εκσυγχρονισμός αυτός είναι ο δούρειος ίππος για τον αφελληνισμό και αυτού του κλάδου της οικονομίας, αφού τόσο η e-food όσο και οι ανταγωνιστές της (Wolt, Rocket) μπορεί να ξεκίνησαν ως ελληνικές start-up, όμως πλέον έχουν εξαγοραστεί απο fund και ξένες πολυεθνικές.

Η αδικία δεν συγχωρείται

Νόμιζαν ότι μπορούν να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Είναι η εποχή τους, η εποχή των ψηφιακών υπηρεσιών, της ταχύτητας της πληροφορίας. Θέλησαν να κατακτήσουν ολόκληρο τον κλάδο των διανομών, επεκτείνοντας τη δραστηριότητα τους και σε άλλους τομείς πέρα από το φαγητό. Είδαν στην πανδημία την ευκαιρία για εκτίναξη του κύκλου εργασιών τους. Μια ευκαιρία που περνούσε από το ολοένα και μεγαλύτερο ξεζούμισμα των «παιδιών με τα παπάκια».

Δεν συνάντησαν μέχρι τώρα κανένα εμπόδιο. Δεν τους σταμάτησαν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους, αφού οι νόμοι τους έδιναν το δικαίωμα να εμφανίζουν τις εργασιακές συνθήκες γαλέρας ως νομότυπο κανόνα. Ξεπέρασαν όμως τα όρια, δείχνοντας υπέρμετρη αλαζονεία απέναντι στους εργαζόμενούς τους. Εξόφθαλμη αδικία μιας απρόσωπης εργοδοσίας που βλέπει τους υπαλλήλους της ως αναλώσιμους, παρά τα μεγάλα λόγια για «οικογένεια της e-food» κ.λπ.

Και ως γνωστόν, η αλαζονεία δε συγχωρείται. Ήταν αυτή που συσπείρωσε τους εργαζόμενους που ξεπέρασαν τον κατακερματισμό και ενώθηκαν. «Freelancers-Μισθωτοί, παλεύουμε μαζί» όπως φώναζαν και στα συνθήματά τους, για να διεκδικήσουν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Ήταν αυτή που πυροδότησε και ένα κύμα συμπαράστασης προς τους εργαζόμενους, που στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, πήρε ανεξέλεγκτες για την εταιρία διαστάσεις, αναγκάζοντάς την να υποχωρήσει, προς ώρας, μπροστά στην κατακραυγή. Η κοινωνία τιμώρησε την εταιρία για την αλαζονεία της και τον κυνισμό της και σωστά έπραξε.

Στην εποχή του «τηλέ» και της ψηφιακής οικονομίας, έχουμε έναν εργατικό αγώνα που καταφέρνει να σπάσει την ακινησία και την ανημποριά. Καταφέρνει να μιλήσει, όχι «ξύλινα» και «συνδικαλιστικά», αλλά με λόγο άμεσο και πραγματικό. Καταφέρνει να χτίσει γρήγορα κοινωνικές συμμαχίες αλλά και ένα δίκτυο υποστήριξης και αλληλεγγύης, καθώς όλοι κατανοούν τις δυσκολίες του επαγγέλματος και την κοινωνική του χρησιμότητα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!