Η λαϊκή ωρίμαση της επόμενης φάσης
Του Βασίλη Ξυδιά
Υπάρχουν δυνατότητες πολιτικής ανασυγκρότησης του αντιμνημονιακού λαϊκού ριζοσπαστισμού μετά τη συνθηκολόγηση του Αλ. Τσίπρα και της κυβέρνησης; Και ποιες είναι αυτές; Συνεχίζουμε την προσπάθειά μας για μια απάντηση στο ερώτημα πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου της Αριστεράς (25/7/2015) και με τη βεβαιότητα πως «ο πόλεμος κατά των μνημονίων δεν τελείωσε», αλλά αντιθέτως, «τώρα μπαίνει σε ακόμα πιο οξεία φάση».
Στο σημερινό άρθρο θα επικεντρωθούμε σ’ αυτό που λέγαμε στο προηγούμενο εν είδει αφορισμού, ότι δηλαδή είναι λάθος να προσπαθήσει κανείς να καλύψει το κενό με τρόπο μηχανιστικό, μέσα από βιαστικές κεντρικές πρωτοβουλίες συνεννόησης διαφόρων πολιτικών ομάδων, είτε από την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε από την εκτός ΣΥΡΙΖΑ Aριστερά. Όχι διότι τέτοιες προσπάθειες δεν μπορεί να είναι χρήσιμες. Αλλά διότι αν είναι να ξεπεράσουν τα όρια ενός περιθωριακού ή, στην καλύτερη περίπτωση, μειοψηφικού αριστερισμού και να συμβάλουν με κάποιο τρόπο στην κάλυψη του πολιτικού κενού, αυτό θα γίνει μόνο στο βαθμό που θα συνδεθούν οργανικά με τη γενικότερη ωρίμαση του λαϊκού παράγοντα· του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού. Απ’ αυτή την άποψη το ζητούμενο δεν είναι μια «πραγματικά ριζοσπαστική» Αριστερά, που δεν θα κάνει τα “δεξιά” λάθη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένα πολιτικό ρεύμα πραγματικής διεξόδου της χώρας από την κρίση. Είναι θέμα αλλαγής της οπτικής γωνίας.
Εστιάζουμε στον λαϊκό παράγοντα
Μένοντας, προς το παρόν, στο ζήτημα των σχέσεων εκπροσώπησης θα βοηθούσε αν εστιάζαμε την ανάλυσή μας όχι στον φορέα της πολιτικής εκπροσώπησης, αλλά στον «εκπροσωπούμενο»· δηλαδή στον λαϊκό παράγοντα. Από την άποψη αυτή προτείνω να δούμε τόσο την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ξεπέρασμά της σαν μια φάση ωρίμασης του λαϊκού αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού: ένα ακόμα πάθημα, κι ένα ακόμα μάθημα, σε μια πολυσύνθετη και μακρά, όπως αποδεικνύεται, διαδικασία συγκρότησης του ίδιου του λαού σε πολιτικό υποκείμενο. Αν κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στα γεγονότα από το 2011 και μετά, μπορούμε να δούμε τις βασικές στιγμές αυτής της διαδικασίας, μέσα ακριβώς απ’ αυτή τη λογική του παθήματος και του μαθήματος, όπου κάθε εγχείρημα φαίνεται να καταλήγει σε αποτυχία, έχοντας εξαντλήσει τα όρια της λαϊκής ωριμότητας εκείνης της φάσης, για να αναδυθεί στη συνέχεια ένα επόμενο εγχείρημα που ανακεφαλαιώνει τα προηγούμενα σε ένα ανώτερο επίπεδο κ.ο.κ. Ας το δούμε συγκεκριμένα.
Από τον Μάιο του 2011 έως και τον Φεβρουάριο του 2012 (ψήφιση 2ου μνημονίου) το κίνημα των Αγανακτισμένων εξέφρασε την πρώτη, άγουρη στο περιεχόμενο, αλλά εντυπωσιακή στην εμφάνισή της, λαϊκή απάντηση στο «από τα πάνω» σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου και στο διακρινόμενο πλέον γενικό αδιέξοδο. Συσπείρωσε εκατοντάδες χιλιάδες λαού που διαδήλωσαν στις πλατείες και τους δρόμους με φοβερό σθένος και αποφασιστικότητα τόσο απέναντι στο μνημόνιο, όσο και απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Διαχώρισε σαφώς τη θέση του από τα υφιστάμενα κόμματα και τον επίσημο συνδικαλισμό και όρισε μια νέα αντιμνημονιακή και αντισυστημική στοχοθεσία, με βασικούς άξονες τη δημοκρατία, την απονομή δικαιοσύνης και την αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας. Και μέσα σε ελάχιστο διάστημα εξανάγκασε το σύστημα να εξαντλήσει ταχύτατα όλες τις πολιτικές του εφεδρείες (ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου, ΠΑΣΟΚ με Βενιζέλο, Παπαδήμος κ.ο.κ.). Ταυτόχρονα, όμως, συνειδητοποίησε τα όριά του: την αδυναμία του να αντιμετωπίσει μέχρι τέλους την κατασταλτική βία, και κυρίως την αδυναμία του να συγκροτήσει το ίδιο την πολιτική εκείνη δύναμη που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Εδώ κλείνει το εγχείρημα των Αγανακτισμένων, έχοντας όμως στρώσει τον δρόμο για την επόμενη φάση· τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η επόμενη φάση
Μπροστά στο αδιέξοδο εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός ο ΣΥΡΙΖΑ και ακόμα πιο ειδικά ο Αλ. Τσίπρας, ο οποίος δήλωσε διατεθειμένος να αναλάβει την ευθύνη μιας αντιμνημονιακής διακυβέρνησης. Πάνω σ’ αυτό χτίστηκε μια περίπλοκη και αντιφατική σχέση ανάθεσης, σαν ένα είδος πολιτικού αρραβώνα που δοκιμάστηκε πάρα πολύ μέχρι να εξελιχθεί σε γάμο. Πρέπει να κατανοήσουμε τη σχέση αυτή σε βάθος. Διότι ναι μεν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε σχεδόν ολοκληρωτικά το πολιτικό προσκήνιο και ο λαός αποσύρθηκε διακριτικά στο βάθος, αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι ο δεύτερος βγήκε εκτός παιχνιδιού.
Κάνουμε πολλές φορές το λάθος να βλέπουμε τις σχέσεις ανάθεσης αυτής της περιόδου μέσα από προκατασκευασμένες ιδέες για το ποια όφειλε να είναι η θέση του λαϊκού κινήματος, και χάνουμε έτσι απ’ τα μάτια μας την πραγματική λαϊκή δυναμική. Θέλω να πω πως, όπως αποδεικνύεται, η ανάθεση δεν είναι τόσο παθητική και μονοδιάστατη όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Είναι σαφές ότι σ’ όλη αυτή την περίοδο ο Τσίπρας ήταν -και εξακολουθεί να είναι- ο πρωταγωνιστής, όμως ο λαός έχει βρεθεί στη θέση ενός διακριτικού, αλλά σταθερού υποβολέα που ορίζει το γενικό πλαίσιο και παρεμβαίνει στις κρίσιμες στιγμές. Το είδαμε τώρα στο δημοψήφισμα, που το λαϊκό «όχι» είχε τη δική του ανεξάρτητη δυναμική, πέρα από τις δηλώσεις και τις ερμηνείες του Αλ. Τσίπρα, και με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να το δούμε από την αρχή αυτής της σχέσης όταν ο λαός «μετρούσε» καθ’ όλη την περίοδο 2012-14 το βεληνεκές και την αξιοπιστία του Αλ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, και αποφάσισε να του δώσει το χρίσμα -όχι με απόλυτη σιγουριά- μόνον που η πλάστιγγα έκλινε τόσο πολύ εναντίον της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, που η αξιολόγηση του Τσίπρα δεν είχε πλέον και τόση σημασία.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η διπλή σχέση του Αλ. Τσίπρα ως προέδρου-ηγέτη του κόμματος και ως απευθείας εκπροσώπου του λαϊκού ριζοσπαστισμού. Θα χρειαζόταν ένας συνολικός απολογισμός της τριγωνικής σχέσης Αλ. Τσίπρα, ΣΥΡΙΖΑ και λαϊκού ριζοσπαστισμού για να δούμε ποια είναι τα δυναμικά και ποια τα αρνητικά στοιχεία αυτής της σχέσης. Αυτό όμως που θα ήταν κατά τη γνώμη μου ανεπαρκές και πολιτικά παραπλανητικό είναι το να προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε αυτή τη σχέση μέσα από μια γενική και αόριστη δεοντολογία περί συλλογικότητας, τήρησης των κομματικών αποφάσεων κ.λπ. Πολύ περισσότερο, όταν ο κομματικός μηχανισμός, λειτούργησε σ’ όλη αυτή την περίοδο σαν το λιγότερο ενεργό και το πιο «ξένο» στοιχείο σ’ αυτή τη σχέση. Μπροστά λοιπόν στο επικείμενο διαζύγιο Αλ. Τσίπρα και λαϊκού ριζοσπαστισμού πολλά μπορεί να πει κανείς, δύσκολα όμως θα μπορούσε να δει στη θέση του Αλ. Τσίπρα κάποιο κομματικό ή κομματοειδές μόρφωμα ως επίδοξο νέο εραστή.
Βγαίνοντας από τη δεύτερη φάση της υποκειμενοποιητικής ωρίμασης του λαϊκού ριζοσπαστισμού με ένα νέο αδιέξοδο, το ζητούμενο δεν είναι να επαναλάβουμε, με καλύτερο υποτίθεται τρόπο, τα ίδια σχήματα, αλλά να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε με τις διαδικασίες ωρίμασης της επόμενης, της τρίτης φάσης. … Θα συνεχίσουμε σε επόμενο φύλλο.