…ή αλλιώς, επιμένοντας αντιμνημονιακά
Του Βασίλη Ξυδιά
Έχω την εντύπωση ότι τις τελευταίες εβδομάδες ζούμε, ως έθνος, μια διαδικασία βίαιης και ταχύτατης ιστορικής ωρίμανσης. Σε πολιτικό επίπεδο πρόκειται για κάτι ανάλογο μ’ αυτό που έζησε η Αργεντινή – όπου η εκεί εθνική αστική τάξη υποχρεώθηκε να αλλάξει άρδην τον πολιτικό προσανατολισμό της και να ορθώσει ανάστημα στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές ελίτ. Στην περίπτωση, όμως, της Ελλάδας η ωρίμανση οφείλει να είναι ακόμα πιο ριζική, διότι οι διεργασίες που έχουν πυροδοτηθεί φτάνουν σε πολύ μεγαλύτερο πολιτισμικό βάθος.
Το δίλημμα «ρήξη ή συμβιβασμός», όπως αναδείχθηκε μέσα από τη διαπραγμάτευση, δεν έχει να κάνει με επιλογές του τύπου «αριστερότερα» ή «δεξιότερα», «σκληρότερα» ή «ηπιότερα». Ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του σημερινού πολιτικού συστήματος, και υποχρεώνει σε επανεξέταση των θεμελιωδών επιλογών του νεοελληνικού κράτους σε όλα τα επίπεδα (διεθνής προσανατολισμός, εσωτερική ηθική και κοινωνική ηγεμονία, Σύνταγμα και πολιτικό σύστημα, παραγωγική και διοικητική ανασυγκρότηση, παιδεία και πολιτισμός).
Πανεθνική συσπείρωση
Η τεράστια πανεθνική συσπείρωση που επιτεύχθηκε με τις πρώτες συμβολικές κινήσεις «ανυπακοής» της κυβέρνησης προς τους Ευρωπαίους ξεπερνούν κατά πολύ το επίπεδο του θυμικού, αναδεικνύοντας το βαθύτερο περιεχόμενο της αντιμνημονιακής οργής του κόσμου. Η κοινή πεποίθηση πως εμείς «δεν είμαστε ούτε θέλουμε να γίνουμε Γερμανοί», ανασυρμένη από τα βάθη της εθνικής αυτογνωσίας, θα αποτελέσει, πιστεύω, τα επόμενα χρόνια έναν στέρεο άξονα αναστοχασμού σχετικά με το τι είμαστε και πού το πάμε ως λαός – μια ιστορική ανθρωπολογική αυτοκριτική, στον αντίποδα όμως αυτής που επί δεκαετίες προσπαθεί να μας επιβάλει το πολιτικό σύστημα και οι διανοούμενοί του.
Το ζητούμενο από την άποψη αυτή είναι η εμβάθυνση του «αντιμνημονίου» κι όχι η αναίρεσή του προς χάρη άλλων, δήθεν ουσιαστικότερων ή ριζικότερων, θεωρήσεων του πολιτικού μας ζητήματος. Διότι το Μνημόνιο δεν υπήρξε, βέβαια, ποτέ απλώς και μόνο ένα πλαίσιο ασφυκτικής λιτότητας και κοινωνικών αδικιών. Ήταν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, βασισμένο στην κοινωνική και εθνική αποδιάρθρωση της χώρας μέσα από τη μετατροπή της σε αποικία χρέους. Ομοίως και η αντιμνημονιακή στάση του κόσμου δεν εξέφρασε ποτέ τη διάθεση επιστροφής στα παλιά, όπως μυωπικά ή συκοφαντικά ισχυρίστηκαν πολλοί. Το αίτημα της «πραγματικής δημοκρατίας» και της «πολιτικής ανατροπής» (να φύγουν αυτοί) που βρίσκεται στον πυρήνα του αντιμνημονίου ήταν εξαρχής μια κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρος, με όλες τις αντιφάσεις, τις ανεπάρκειες και τα προβλήματα που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς.
Αξίζει ιδιαίτερα να σημειωθεί ότι η αντιμνημονιακή στάση συνόψιζε –και εξακολουθεί να συνοψίζει– την ενστικτώδη αντίδραση του λαού και στις δύο καταστροφικές πτυχές του μνημονίου, την κοινωνική και την εθνική. Κι απ’ αυτό απορρέει ο διφυής χαρακτήρας του αντιμνημονιακού μπλοκ που, ευτυχώς –η τύχη το έφερε– να εκπροσωπηθεί στο επίπεδο της κυβέρνησης από τη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ· δηλαδή, από έναν συνασπισμό δημοκρατικής-ριζοσπαστικής Αριστεράς (που εκφράζει κυρίως την κοινωνική διάσταση του αντιμνημονίου) και λαϊκής Δεξιάς (που εκφράζει, κυρίως, την εθνική-πατριωτική του διάσταση). Φαίνεται ίσως οξύμωρο, αλλά είναι από τα τρικ της Ιστορίας, ότι η συμπόρευση των δύο αντιμνημονιακών «άκρων», του αριστερού και του δεξιού, είναι η μόνη δυνατότητα διάσωσης και ανανέωσης τόσο της Δημοκρατίας, όσο και της πατρίδας. Κι αυτό, σε αντίθεση προς το φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό κέντρο· το οποίο, είτε στην κεντροδεξιά, είτε στην κεντροαριστερή του εκδοχή, αποτελεί το όχημα ενός μεταμοντέρνου κοσμοπολίτικου μεταδημοκρατικού αυταρχισμού.
Δυο βάρκες για τον ΣΥΡΙΖΑ
Στο σημείο αυτό η μεταβατική συμφωνία παίζει έναν πολύ άσχημο ρόλο, καθώς εισάγει –από την πόρτα πλέον, κι όχι απλώς απ’ το παράθυρο– την ακύρωση της αντιμνημονιακής λογικής.
Έτσι κι αλλιώς ο ΣΥΡΙΖΑ πατούσε όλον αυτόν τον καιρό σε δύο βάρκες. Από τη μια εξέφραζε τον λαϊκό αντιμνημονιακό ριζοσπαστισμό· από την άλλη φλέρταρε μια ευρύτερη, δήθεν, λογική κοινωνικών και θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Βασικό χαρακτηριστικό της δεύτερης λογικής είναι η υποστολή του πολιτικού ζητήματος – υποστολή δηλαδή της αντίθεσης προς το μνημονιακό μπλοκ, και αντιμετώπιση των μεταρρυθμίσεων μέσα από μια ουδέτερη τεχνοκρατική ή προοδευτική λογική, αδιάφορη προς το δίλημμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο».
Αυτό φέρνει διαρκώς τον ΣΥΡΙΖΑ σε συνάφεια με την Κεντροαριστερά, ενδεχομένως και με δεξιότερα τμήματα του πολιτικού φάσματος στη λογική του συνταγματικού τόξου. Αυτή ήταν προεκλογικά η λογική της συμμαχίας με τη ΔΗΜΑΡ· σ’ αυτή βασίστηκαν μετεκλογικά οι επιλογές του Αβραμόπουλου και τελικώς του Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τώρα η υλοποίηση της μεταβατικής συμφωνίας φαίνεται να οδηγεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε μια εξ ανάγκης στήριξη στους «σώφρονες» μνημονιακούς (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, τμήματα της Ν.Δ.), σε αντίθεση όχι μόνο προς τους ΑΝΕΛ, αλλά και προς ένα μεγάλο τμήμα της κομματικής βάσης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια εξέλιξη αυτοκτονική για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και υπονομευτική των βαθύτερων διεργασιών αυτογνωσίας που ανέφερα στην αρχή.
Από την άποψη αυτή, η απεμπλοκή από τη συμφωνία είναι προϋπόθεση για την ανασύσταση του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού. Είναι όρος πολιτικής επιβίωσης για την κυβέρνηση, αλλά και ιστορικής ωρίμανσης για την κοινωνία στο σύνολό της. Η εθνική και κοινωνική ενότητα ή θα είναι σε αντιμνημονιακή βάση ή δεν θα είναι εθνική.
Με δεδομένη τη στάση των «εταίρων», αυτό δεν μπορεί πλέον να γίνει αλλιώς, παρά επιλέγοντας τη ρήξη.