Όσα έγιναν στις 6 Ιανουαρίου στο αμερικανικό Καπιτώλιο και μεταδόθηκαν απευθείας σε όλον τον κόσμο θέτουν σοβαρά ζητήματα για τις δυνατότητες χειρισμού ευρύτατων τμημάτων του πληθυσμού μιας χώρας. Αλλά και, γιατί όχι, ολόκληρης της Δύσης. Επειδή μπορεί να είδαμε τη σαθρότητα και τη γενικευμένη κρίση του πολιτικού συστήματος στις ΗΠΑ, όμως ταυτόχρονα βιώνουμε την επιβολή μιας ολοκληρωτικής διαχείρισης, με πλήρη κατάργηση του δημόσιου χώρου και επιβολή μιας παρατεταμένης κατάστασης έκτακτης ανάγκης με πρόσχημα την πανδημία.
Πραξικόπημα και οπερέτα
Σίγουρα ο Τραμπ εξάντλησε όλους τους τρόπους για να αποτρέψει μια ομαλή παράδοση στην άλλη παράταξη. Στους 2 μήνες από τις εκλογές είδε σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν συνεργάτες του και να μην βρίσκει αποδοχή κάθε σχεδιασμός του. Ο ανοικτός πόλεμος εναντίον του από τους Δημοκρατικούς, και η υπονόμευσή του από Ρεπουμπλικάνους, καθώς και η άρνηση θεσμικών παραγόντων να κινηθούν ενάντια στο «κατεστημένο» ανατρέποντας εκλογικά αποτελέσματα, κατεβάζοντας στρατό κ.λπ., οδηγούσε σε μια αυξανόμενη απομόνωσή του. Όλοι λοιπόν προετοιμάζονταν για τις 6 Ιανουαρίου, ημέρα που θα ανακηρύσσονταν επίσημα από το Κογκρέσο ο νικητής των εκλογών. Ήταν η αποφασιστική μέρα. Τι δύναμη παρέταξε ο Τραμπ; Κάποιες χιλιάδες διαδηλωτών, με αιχμή 1.500 ακραίους, καθοδηγημένους από φασιστικές ομάδες φανατικών. Αυτοί χωρίς αντίσταση μπήκαν στο Καπιτώλιο και έκαναν το σόου τους.
Η άλλη πλευρά το ήξερε, το περίμενε, και το εκμεταλλεύτηκε με όλους τους τρόπους. Αν συνέβη ένα πραξικόπημα, αυτό έγινε από την άλλη πλευρά για να ξεμπερδεύει με τον Τραμπ και να καθαρίσει το έδαφος για την επικράτησή της σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς και υπηρεσίες. Στρατός, μυστικές υπηρεσίες, πολιτικό προσωπικό των δύο κομμάτων, κυβερνήτες πολιτειών, οι πάντες «άδειασαν» τον Τραμπ. Ο τελευταίος αναδιπλώθηκε και δήλωσε ότι θα γίνει κανονικά η παράδοση. Ήδη όμως η Ουάσιγκτον έχει κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, ημέρα ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν. Η κατάληψη του Καπιτωλίου ήταν μια οπερέτα. Το πραγματικό πραξικόπημα εντός των ΗΠΑ και σε ολόκληρη τη Δύση προωθείται από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης. Και είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί δεν το βλέπουν…
Πέραν αυτών, εδώ και καιρό γινόταν λόγος για «πραξικόπημα», και παρατηρούνταν πολλαπλές κινήσεις στο αμερικάνικο στρατιωτικό επιτελείο. Επίσης γίνεται λόγος για διχασμένη κοινωνία και για κίνδυνο εμφυλίου. Όλα αυτά καταμαρτυρούν μια βαθύτατη κρίση του «προτύπου» του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου. Τι να ζηλέψουμε από αυτό το «πρότυπο»;
Η καρδιά του συστήματος δεν είναι ο κόσμος όλος
Ενώ αυτά συμβαίνουν στις κορυφές, στους μηχανισμούς και στους θαλάμους της εξουσίας, έχει εισβάλει με ηχηρό τρόπο μια κοινωνική δυσαρέσκεια που ψάχνει να βρει τρόπους έκφρασης – ή έστω μια στέγη προφύλαξης από τις μπόρες, αφού δεν έχει δική της φωνή. Με αυτόν τον τρόπο επιστρέφει σε όλο τον κόσμο η πολιτική. Οι «συστημικοί» οπαδοί μιας παγκοσμιοποίησης με δύο προσωπεία, ένα δεξιό και ένα αριστερό, εφάρμοζαν την ίδια οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αποτέλεσμά της ήταν η εκτεταμένη δυσαρέσκεια και καταστροφή μεσαίων στρωμάτων, η διάρρηξη κοινωνικών συμβολαίων, η αποβιομηχάνιση και ερήμωση περιοχών, τα μεταναστευτικά ρεύματα, που δημιούργησαν όρους ώστε πτέρυγες του συστήματος να αναζητήσουν και να διεκδικήσουν άλλο τρόπο διαχείρισης.
Οι αποτυχίες και η παράταση της κρίσης, η όξυνση της πολυ-κρίσης, οδήγησαν έως την «ενδόρρηξη». Δηλαδή ένα βαθύτατο σχίσμα στην καρδιά των κέντρων του καπιταλισμού. Έτσι ξεκίνησε ένας «πόλεμος» ανάμεσα σε δύο πτέρυγες/φράξιες. Η πιο αδύναμη χρησιμοποίησε «αντισυστημική» γλώσσα και κινήθηκε ενάντια στα οχυρά της παγκοσμιοποίησης, συσπειρώνοντας σημαντικά μερίδια λαϊκής υποστήριξης. Η πιο ισχυρή πτέρυγα, με λόγο «δικαιωματικό», «προοδευτικό», υπεραμύνθηκε της παγκοσμιοποίησης και των καλών της. Η εκλογή του Τραμπ αλλά και το Brexit στην Αγγλία έδειξαν ότι η σύγκρουση δεν ήταν κάτι παροδικό, ούτε της πλάκας. Ήταν σκληρή και ενέπλεκε όλους τους κρατικούς οργανισμούς και μηχανισμούς.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Τραμπ συνάντησε έναν αδυσώπητο πόλεμο από την πρώτη στιγμή που ανήλθε στην προεδρία, έναν πόλεμο ανοικτό που κανένας άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν γνώρισε. Ο Τραμπ βασίστηκε κυρίως στην πολιτική του δύναμη, δηλαδή τη στήριξη της λεγόμενης Μέσης Λευκής Αμερικής που ασπαζόταν τον «αντισυστημικό» του λόγο. Για να βγει από τη μέση χρειάστηκε, αντίστοιχα, η κινητοποίηση ενός ευρύτατου μέρους της αμερικάνικης έγχρωμης φτωχολογιάς (κυρίως μαύρης, που εξεγέρθηκε ενάντια στη ρατσιστική δολοφονική βία της αστυνομίας και των συμμοριών της «λευκής υπεροχής»). Ο Μπάιντεν από μόνος του δεν μπορούσε να εμπνεύσει… Περαιτέρω ώθηση στους Δημοκρατικούς έδωσε και όλη η υπόθεση της πανδημίας (δεν ήταν τυχαία το κύριο σχεδόν θέμα της προεκλογικής τους εκστρατείας).
Πρωτοφανής συμμετοχή, το ρήγμα παραμένει βαθύ
Η πολιτική ξαναγύρισε, ακόμα και μέσα στην πανδημία. Η συμμετοχή στις τελευταίες εκλογές ήταν πρωτοφανής για τις ΗΠΑ: 66,7% έναντι 55,7% το 2016, δηλαδή περίπου 26 εκατομμύρια ψηφοφόροι παραπάνω. Έτσι και τα δύο κόμματα αύξησαν σημαντικά τους ψηφοφόρους τους: ο μεν Τραμπ πήρε 11 εκατομμύρια ψήφους παραπάνω από το 2016, ο δε Μπάιντεν συγκέντρωσε 15,5 εκατομμύρια παραπάνω ψήφους από αυτές που είχε πάρει το 2016 η Χίλαρι Κλίντον. Ο πρώτος μπορεί να επαίρεται ότι είναι ψήφοι που πήρε με την πολιτική του. Ο δεύτερος, χωρίς ρεύμα, άχρωμος και άοσμος, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ήταν η αναγκαστική λύση για όσους ήθελαν να μπει ένα τέρμα στον τραμπικό κατήφορο.
Επομένως ο Τραμπ διέθετε μια επιρροή διαμέσου της πολιτικής του στο εσωτερικό, και αυτή του έδινε δύναμη. Τώρα το ζήτημα είναι έως πού και πόσο θα παραμείνει συσπειρωμένη γύρω από το πρόσωπό του. Διότι στην ουσία ο Τραμπ δεν είχε κόμμα, ούτε στέρεο επιτελείο.
Το ρήγμα στην αμερικάνικη –κι όχι μόνο σε αυτήν– κοινωνία είναι βαθύ και μεγάλο. Δεν αφορά μόνο τις κορυφές, αλλά και την κοινωνική βάση. Δεν είναι εύκολες οι λύσεις και οι συμβιβασμοί εντός των τειχών της καρδιάς του συστήματος: είναι αναγκαία η μεσολάβηση και παρέμβαση της κοινωνίας και της πολιτικής.
Το ζητούμενο
Οι παγκοσμιοποιητές, η ιθύνουσα μερίδα της παγκόσμιας ολιγαρχίας, αντιμετωπίζουν μια ισχυρή λαϊκή αντίδραση για τα πεπραγμένα τους εδώ και δεκαετίες. Δεν διστάζουν να αποκαλούν όσους αμφισβητούν την πολιτική τους «εθνολαϊκιστές, ψεκασμένους, φασίστες, αρνητές, καθυστερημένους» κ.λπ. Εκπονούν και να εφαρμόζουν σχέδια μιας τεχνοφασιστικής δικτατορίας, ενώ ο λόγος τους διανθίζεται με «δικαιώματα», «διαφορετικότητα», έως και «αντιφασισμό».
Η αντιτιθέμενη πτέρυγα προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσφορία ως όχημα για την κατάληψη θέσεων εντός του συστήματος. Χρησιμοποιεί αντισυστημική γλώσσα, τονίζει μια εθνική-εθνικιστική αναδίπλωση, παίζει έντονα με ρατσιστικά και φασιστικά σχήματα, προσπαθεί να συγκεντρώσει δύναμη. Εξαιρετικοί όροι την έφτασαν να έχει για 4 χρόνια τη διακυβέρνηση της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη.
Τώρα οι παγκοσμιοποιητές θα επιχειρήσουν να προχωρήσουν πιο γρήγορα τους σχεδιασμούς τους με την «4η Βιομηχανική Επανάσταση» και τη «Μεγάλη Επανεκκίνηση». Η ευθυγράμμιση με τον λόγο τους θα είναι κλειδί-κωδικός για την είσοδο στους διαδρόμους εξουσίας σε όλο τον κόσμο. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι όποιος αισθάνεται ασφαλής με την ευθυγράμμιση με ένα από το δύο στρατόπεδα, και ιδιαίτερα όποιος έχει αυταπάτες για τον πόλο της παγκοσμιοποίησης, θα βιώσει απογοητεύσεις.
Το κεντρικό ζητούμενο είναι η έκφραση με κάποιον ακηδεμόνευτο τρόπο του λαϊκού παράγοντα, όχι ο εγκλωβισμός του στα σχήματα αυτά. Διότι δεν στέκει 364 μέρες το χρόνο να ισχυρίζεσαι ότι το 1% εκμεταλλεύεται το 99%, και την ημέρα των εκλογών να νομίζεις ότι ο Μπάιντεν είναι μια κάποια λύση. Και αφού εκλεγεί, να θυμάσαι ότι ετοιμάζει πολέμους και ενεργοποίηση του ΝΑΤΟ, όταν δε κάνει κάποια κίνηση ο Τραμπ (όπως στις 6 Ιανουαρίου) να ταυτίζεσαι με το «τείχος δημοκρατίας» μέχρι νεωτέρας… Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο όταν παντού βλέπεις αρνητές, λαϊκιστές, εθνολαϊκιστές, εθνικιστές, φασίστες, ετερόκλητο όχλο, ψεκασμένους…
Το πρότυπο είναι σαθρό. Οι ΗΠΑ τραντάζονται. Γίνεται λόγος για πραξικοπήματα, εμφυλίους, νοθεία. Κάτι είναι βαθύτατα σάπιο στο βασίλειο της Αμερικανίας, τόσο στις δύο ακτές του όσο και στη Μέση Αμερική. Ας το θυμούνται όσοι δουλικά προσφέρουν υπηρεσίες προς το «πρότυπο».