Υπάρχει, σύμφωνα με τις μετρήσεις λένε οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, αισθητή άνοδος των «λαϊκιστών» στην Ευρώπη, θέτοντας κάτω από την ετικέτα αυτή ομοιογενή αλλά όχι ταυτόσημα πολιτικά κινήματα, που έχουν τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας θέσεις φιλολαϊκές, εθνικιστικές, φυλετικές, αντιμεταναστευτικές, χριστιανοκεντρικές και αντιμουσουλμανικές, προστατευτικές, σε διάφορους βαθμούς αντιευρωπαϊκές και σε αρκετές περιπτώσεις εμφανώς αντικομμουνιστικές και μάλλον συγκαλυμμένα αντιαραβικές και αντιεβραϊκές.

Αυτή, όμως, είναι η μία όψη της πραγματικότητας. Με την άλλη δεν ασχολούνται διεξοδικά οι σχολιαστές για προφανείς λόγους. Οι «λαϊκιστές» απειλούν τα παραδοσιακά κόμματα, αλλά δεν απειλούν το σύστημα. Αντιθέτως, το στηρίζουν στην πιο ακραία παραδοσιακά μορφή του. Οπότε ανησυχούν μόνο οι γραφειοκράτες. Το βαθύ κράτος, η οικονομική ελίτ, ο στρατός και η αστυνομία δεν ανησυχούν. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις είναι μετριοπαθείς έως συγκαταβατικές.

 

Η άλλη όψη

Η άλλη όψη της πραγματικότητας είναι πολύ διαφορετική, γι’ αυτό, όταν δεν μπορεί να υποβαθμιστεί η σημασία των εκφραστών της και να αντιμετωπιστεί η επιρροή τους, οι αντιδράσεις είναι σκληρές και αδιάλλακτες.

Αν συγκρίνουμε τις αντιδράσεις της κρατούσας ευρωπαϊκής ελίτ στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας ή της Ιταλίας, οι διαφορές είναι ξεκάθαρες. Ο προ του 2015 ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε βομβαρδισμό μεγατόνων, από συκοφαντίες και πρωτάκουστα μέτρα, όπως το κλείσιμο των τραπεζών, μέχρι ευθείες απειλές για αποβολή από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πριν την κωλοτούμπα ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζε μια ισχυρή διάθεση της κοινωνίας για προοδευτική αλλαγή, με τάσεις πολιτικής ανεξαρτησίας, καταπολέμησης των ανισοτήτων, απόρριψης της λιτότητας, άρνησης της τοκογλυφίας των δανειστών, αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κ.λπ. Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ εντασσόταν στην «άλλη όψη» της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.

Τα καθεστώτα τύπου Ουγγαρίας και Πολωνίας, εθνικιστικά και ρατσιστικά, προκλητικά παρεμβατικά στους θεσμούς της δικαιοσύνης, απείθαρχα στις κεντρικές αποφάσεις για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, κόντρα στις δημοκρατικές και εργασιακές κατακτήσεις της Ευρώπης και τους κανόνες της συμφωνημένης συλλογικότητας, αντιμετωπίζονται όχι ως υπονομευτές των ευρωπαϊκών κεκτημένων αλλά ως ιδιότροποι συγκάτοικοι. Ενώ όλοι γνωρίζουν ότι τα καθεστώτα αυτά γυρίζουν την Ευρώπη στις δημοκρατίες προπολεμικού τύπου, με κυρίαρχα τα χαρακτηριστικά του αυταρχισμού, εθνικισμού, ξενοφοβίας και θρησκοληψίας, όχι μόνο δεν αντιδρούν δυναμικά και αποφασιστικά οι ελίτ, αλλά υιοθετούν εν τινι μέτρω και τις αντιλήψεις τους.

Η «χριστιανικότητα» της Ευρώπης, που αναιρεί τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού, την οποία επικαλούνται οι «λαϊκιστές» τύπου Όρμπαν, Κατσίνσκι και Σαλβίνι, ήταν στο επίκεντρο της προχθεσινής βαρυσήμαντης ομιλίας του Γερμανού χριστιανοδημοκράτη Manfred Weber που διεκδικεί το χρίσμα του ανώτατου αξιωματούχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Σαν γλυπτό στο Μάτι: Το καμένο πολιτικό μας σύστημα (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Ακίνδυνοι και επικίνδυνοι

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ εξάντλησαν σε υπερθετικό βαθμό τις αντιδράσεις τους απειλώντας τη χώρα μας με Αρμαγεδδώνα. Και, βέβαια, ο λόγος δεν ήταν το χρέος. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπέκυψε ταπεινωτικά στις εντολές τους, η συμπεριφορά τους έγινε ξαφνικά αδελφική. Το χρέος παραμερίστηκε. Με την άνευ όρων αυτομολία του ΣΥΡΙΖΑ, αγκαλιές, φιλιά, έπαινοι και βραβεύσεις διαδέχτηκαν τις καταγγελίες, κυρώσεις και απειλές. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ οι ιθύνοντες, ούτε τα φερέφωνά τους, για το χρέος, το οποίο από 120% του ΑΕΠ, που αποτέλεσε και το λόγο επιβολής των μνημονίων, εκτινάχθηκε στο 180%!

Κανένας δεν κατηγόρησε για τεμπέληδες και χαραμοφάηδες τους Πολωνούς, Ούγγρους, Βούλγαρους, Λετονούς ή Ρουμάνους, όπως έκαναν εν χορώ για τους Έλληνες, παρ’ όλο που είναι γνωστό ότι αυτές οι χώρες έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από την Ελλάδα, ασυγκρίτως προβληματικότερη δημοκρατία, μεγαλύτερο ρεύμα εξωτερικής μετανάστευσης, πάσχουν εξίσου ή χειρότερα από αποβιομηχάνιση, έχουν μεγαλύτερο ποσοστό φτωχών, ποσοτικά μεγαλύτερη και ποιοτικά βαρύτερη εγκληματικότητα, είναι ομοφοβικές, φιλοπόλεμες κ.λπ. Η Ελλάδα στοχοποιήθηκε επειδή έβαζε σε αμφισβήτηση όχι τη δημοκρατία ή την ελευθερία του Τύπου, αλλά την ασυδοσία των ισχυρών και πλούσιων ελίτ της Ευρώπης που περιορίζουν την εθνική κυριαρχία, επιβάλλουν τη λιτότητα και λεηλατούν τον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο των πιο αδύναμων «εταίρων» της Ένωσης. Μόλις ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε υποταγή στις εντολές τους, οι ελίτ αγαλλίασαν και δεν έκρυψαν τον ενθουσιασμό τους.

Όμως, το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ -όσο κράτησε- αποκάλυψε την ύπαρξη της «άλλης όψης» της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Το 62% του ΟΧΙ είναι η πιο περίτρανη καταγραφή της ύπαρξής της. Και ανάλογα φαινόμενα, της «άλλης όψης», εκδηλώνονται σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Το κίνημα που γέννησε τους Podemos στην Ισπανία, χώρα με διεθνώς μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την Ελλάδα, η ενεργοποίηση των νέων του Εργατικού κόμματος που ανέδειξε τον Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο -την πηγή του παγκόσμιου καπιταλισμού, η σταθερότητα του Die Linke και η στροφή των σοσιαλδημοκρατών ψηφοφόρων στους Πράσινους στη Γερμανία, το εντυπωσιακό 20% που πήρε ο Μελανσόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές και, κυρίως η εμφάνιση νέων κινημάτων, φρέσκων, μαζικών, πολύχρωμων και δυναμικών, όπως τα «Κίτρινα Γιλέκα» και το πανευρωπαϊκό κίνημα των εφήβων και νέων για την κλιματική αλλαγή, αποτελούν πτυχές αυτής της «άλλης όψης» που είναι ισχυρή στην Ευρώπη. Πολύ ισχυρή, από τα κάτω, αλλά και με πολλά προσκόμματα στο δρόμο της.

 

Δύο μεγάλα εμπόδια

Με τη συστηματική και επεξεργασμένη πολιτική υποβάθμισης αυτού του φαινομένου από τις ευρωπαϊκές ελίτ που ελέγχουν την επικοινωνία και ενημέρωση, τις πηγές και τα κέντρα επεξεργασίας και αξιολόγησης των ειδήσεων και της πληροφόρησης και καθορίζουν το πλαίσιο και την ατζέντα του πολιτικού διαλόγου, η «άλλη όψη» παραμένει εν πολλοίς στην αθέατη ή -στην καλύτερη περίπτωση- στην υποβαθμισμένη πλευρά της πολιτικής σκηνής. Για παράδειγμα, τα απολύτως ελεγχόμενα ΜΜΕ συσκοτίζουν και στρεβλώνουν το αξιοθαύμαστο κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» προβάλλοντας υπέρμετρα τις μειοψηφικές ομάδες που συγκρούονται με την αστυνομία και επιδίδονται σε καταστροφή αυτοκινήτων και προσόψεων τραπεζών και καταστημάτων. Στα συγκεκριμένα αιτήματα που επίμονα προβάλλουν τα «Κίτρινα Γιλέκα» δεν αναφέρονται ούτε το BBC, ούτε η Deutsche Welle ούτε το TV5. Δείχνουν μόνο πλάνα με σπασίματα, δυνάμεις καταστολής σε δράση και καπνούς από φωτιές και δακρυγόνα. Αντίστοιχα, οι εντυπωσιακές κινητοποιήσεις μεγάλου πλήθους διαδηλωτών ενάντια στο νόμο για την υποχρεωτική υπερωριακή εργασία στην Ουγγαρία ή άλλες μαζικές κινητοποιήσεις στην Πολωνία για την ελευθερία στο διαδίκτυο, στη Ρουμανία για τη διαφθορά της πολιτικής ελίτ κ.λπ. περνούν στα ψιλά ή θάβονται από τα ΜΜΕ. Όπως θάβονται ή μετριάζονται στο επίπεδο των ειδήσεων ρουτίνας και οι πελώριες και πολύ ζωηρές εκδηλώσεις των νέων ανθρώπων στη Σουηδία, την Ελβετία, τη Γερμανία, την Αγγλία και σε άλλες χώρες για την κλιματική αλλαγή.

Ακόμα, όμως, μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα της πολιτικής οργάνωσης και εκπροσώπησης της «άλλης όψης»!

Απογοητευμένοι οι πολίτες απ’ όλους κι απ’ όλα, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, παραμένουν χωρίς κεντρική σπονδυλική στήλη, χωρίς διαύλους δημοκρατικής ανάδειξης συντονιστών. Πολλοί αντιλαμβάνονται το πρόβλημα, αλλά δεν έχουν βρει τον τρόπο επίλυσής του. Ο αυθορμητισμός, εξαιρετικά σπουδαίος στο ξεκίνημα, δεν επαρκεί για τη στερέωση και συνέχιση των κινημάτων. Ίσως είναι θέμα χρόνου.

Πάντως, αυτοί που συμμετέχουν στα νέα κινήματα, είτε της μιας είτε της άλλης όψης, αποστρέφονται τους παλιούς πολιτικούς όσο κι αν πολλοί απ’ αυτούς προσπαθούν να μεταμφιεστούν για να μην βρεθούν στον τενεκέ της ιστορίας. Επίσης, οι κατεστημένες ελίτ στρατολογούν νέους, αλλά τους θέλουν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους, γι’ αυτό οι νέοι που εντάσσονται στα παλιά φθαρμένα κόμματα είναι σε επίπεδο ιδεών και νοοτροπιών πρόωρα γερασμένοι.

 

Καθολική δυσαρέσκεια

Συνολικά, μπορεί να δει κανείς ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια στις κοινωνίες της Ευρώπης, η οποία εκφράζεται είτε από τους «λαϊκιστές» είτε από τα ριζοσπαστικά κινήματα των νέων και των μικροαστών εργαζομένων, αλλά εκδηλώνεται και με την αποχή και τις μαζικές μετακινήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο. Σε άλλες εποχές, το έδαφος θα ήταν ιδανικό για να ευδοκιμήσει η Αριστερά. Σήμερα, το γεγονός ότι τα επίσημα αριστερά κόμματα είτε αυτοεξανεμίστηκαν, όπως στην Ιταλία και τη Γαλλία, είτε ενσωματώθηκαν, όπως έγινε στην Ελλάδα και την Ισπανία, χωρίς να έχει αναδυθεί μια σύγχρονη εναλλακτική Αριστερά, δείχνει ότι τα παλιά μοντέλα είτε ξεπουλήθηκαν για μια θέση των επαγγελματικών στελεχών στο σύστημα είτε βρέθηκαν εκτός φάσης αδυνατώντας να συντονιστούν με τους σφυγμούς της νέας εποχής.

Έτσι, έχουμε κινήσεις προς τα μπρος και κινήσεις προς τα πίσω ταυτόχρονα. Αν δεν μπορέσουμε, όσοι δεν παραδώσαμε τις ψυχές μας στο διάβολο, να πιάσουμε το ρυθμό του κόσμου, κατά τη ρήση του Αλέξη Πάρνη, θα μείνουμε μελαγχολικοί παρατηρητές των εξελίξεων.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!