Υπάρχουμε
Βλέπεις της νύχτας τη φωτιά που βγαίνει απ’ το καβούκι της
Και το δάσος το βλέπεις χωμένο στη δροσιά
Βλέπεις γυμνό τον κάμπο
Στα πλευρά ενός ουρανού αργοκύλητου
Αψηλά το χιόνι ωσάν θάλασσα
Κι αψηλά τη θάλασσα μες στον γλαυκόν ορίζοντα
Πέτρες τέλεια δουλεμένες
Γλυκά δάση καταφύγια σκεπαστά
Βλέπεις πέρα στη χρυσή τους τη μελαγχολία πόλεις
Πεζοδρόμια όλο ευγένειες
Μια πλατεία όπου το άγαλμα της μοναξιάς
Χαμογελάει κι ο έρωτας έχει ένα σπίτι μόνο
Βλέπεις τα ζώα σωσίες πονηρούς
Αλληλοθυσιασμένους
Άσπιλ’ αδέρφια που η σκιά τους μακριά
Σμίγει σε μιαν αιμάτινη έρημο
Βλέπεις ένα ωραίο παιδί πώς παίζει πώς γελά
Πού ’ναι μικρούλι πού ’ναι πιο μικρό
Κι από το πιο μικρό πουλί της άκριας των κλαριών
Ένα τοπίο που γεύεσαι σαν το νερό ή το λάδι
Κι όπου δεν είναι βράχος πια μα όπου εγκαταλείπει η γης
Στο θέρος τη χλωράδα της ναν τη σκεπάσει φρούτα
Γυναίκες κατεβαίνοντας από τ’ αρχαίο τους κάτοπτρο
Σου φέρνουν μια νεότητα μια πίστη στη δική σου
Κάποια μ’ ένα μαγνάδι φως που σε τραβάει σε κάνει
Κρυφά τον κόσμο να κοιτάς έξω απ’ τον εαυτό σου
Μαζί με μας θα ζωντανέψουνε όλα
Ζώα σωστά χρυσά μπαϊράκια μου
Κάμποι γλυκές μου περιπέτειες
Χρήσιμη χλόη πολιτείες ευαίσθητες
Θα ’ρθει μια μέρα που θα σας διαφεντεύουνε άνθρωποι
Άνθρωποι πόχουνε περάσει από δαρμούς και δάκρυα
Μα που τα όνειρά τους πια θα τα δρέπουν ακέραια
Βλέπω σωστούς ευαίσθητους χρήσιμους και καλούς
Ανθρώπους να τινάζουν από πάνω τους
Ένα βάρος αχνότερο από θάνατο
Και να κοιμούνται από χαρά μέσα στον βρόντο του ήλιου.
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης