Το γεγονός ότι κάποια από τα αιτήματα των μαθητών είναι λογικά και δίκαια (π.χ. μείωση μαθητών ανά τμήμα) δε φτάνει για να υποστηριχτούν οι μαθητικές καταλήψεις. Όχι μόνο αυτές που αρνούνται τη μάσκα, οι οποίες αφενός δεν είναι λίγες, αφετέρου εύκολα υιοθετούν και κάτι από το… σωστό πλαίσιο που μπορεί να τους προσφερθεί. Κι αν όντως δεν υπάρχει comme il faut τρόπος για να οργανωθούν οι μαθητές, εντούτοις χρειάζεται μια εκτίμηση για το χαρακτήρα και τη δυναμική αυτών των καταλήψεων. Μπορούμε βέβαια να μείνουμε σε εξισώσεις του τύπου «κατάληψη ίσον αγώνας ίσον καλό πράγμα» και να ξεμπερδεύουμε. Ή απλά να καταγγείλουμε όσους μιλούν για «υποκινούμενες καταλήψεις», λες και δεν έχουμε συνηθίσει σε υποκινήσεις… υποκινούμενες από κομματικά πλάνα και μικροπολιτικές ανάγκες που ελάχιστη σχέση έχουν με την αυτενέργεια των μαθητών και το ξεδίπλωμα κάποιων αγώνων.
Τα πράγματα μπορεί άνετα να συνδράμουν και να αθροίζονται σε μια εκφυλιστική ή αδιέξοδη κατάσταση ακόμα και με «σωστά αιτήματα». Και εκφυλισμός δεν είναι επειδή «οι καταλήψεις είναι υγειονομικές βόμβες» όπως δηλώνουν διάφοροι βαρύμαγκες κυβερνητικοί που αντί να φοβερίζουν και να καταστέλλουν τους μαθητές καλύτερα να στείλουν κανάν εισαγγελέα στην Εκκλησία. Ούτε αυτό που εννοούν όσοι λαλίστατοι δε βρήκαν μισή λέξη να πουν για τη μηδενική προετοιμασία της κυβέρνησης στα σχολεία και θυμήθηκαν τώρα τη «μάστιγα των καταλήψεων».
Το σχολείο τους τούς έλειψε πολύ, η πειθαρχία τους συχνά αξιοθαύμαστη, η γκρίνια απούσα. Από αυτά θα μπορούσε να ξεκινά μια πραγματική αντιπαράθεση. Δεν είναι όλες οι στιγμές ίδιες, ούτε ίδιο αυτό που μπορεί κάθε φορά να κερδηθεί
Είναι λοιπόν βασικό να εκτιμηθούν πολύ χοντρικά και καθόλου στατικά δυο πράγματα: Πρώτον, οι κυβερνητικές σκέψεις και δεύτερον μια κατάσταση πνευμάτων μέσα στους μαθητές αλλά και γενικότερα στα σχολεία. Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «τα σχολεία θα είναι τα τελευταία που θα κλείσουν». Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι ο κ. Μητσοτάκης –όπως όλο αυτό το διάστημα– θέλει να πείσει ότι κυβερνά χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό μέτρο. Τα σχολεία θα μείνουν ανοιχτά όχι για να διασφαλιστεί κάτι από τη μόρφωση των μαθητών αλλά για να διασφαλιστεί η παραπάνω α-κυβερνητική κανονικότητα. Αλλιώς οι επιλογές θα ήταν εντελώς διαφορετικές. Με την ανυπαρξία της κρατικής μέριμνας, δεν είναι δύσκολο να επικρατήσει μια σχετική μπαχαλοποίηση. Αυτή θα χρεώνεται βέβαια λίγο στους ανεύθυνους, λίγο στους καταληψίες, λίγο στο φόβο, λίγο στην κακιά χρήση της μάσκας, λίγο στον ιό. Έχει γι’ αυτό σημασία οι κινήσεις που δρομολογούν όσοι θέλουν να αντισταθούν σε αυτή την κατεύθυνση να μην τελικά την υποβοηθούν. Αν η μικροπολιτική, η χαζή και άσφαιρη αντικυβερνητική αντιπολίτευση –που μάλιστα εισπράττεται από τον ΣΥΡΙΖΑ– είναι γενικώς κατακριτέα, σε μια πρωτόγνωρη και δύσκολη περίοδο είναι απαράδεκτη.
Τα σχολεία πρέπει όντως να μείνουν –να το παλέψουμε να μείνουν– ανοιχτά, τουλάχιστον αν τα επιδημιολογικά δεδομένα δε χειροτερεύσουν δραματικά, κόντρα στην ευκολία και το σενάριο της τηλεκπαίδευσης που βρίσκεται στα σκαριά. Με πολύ γενικό τρόπο, αυτή μοιάζει να είναι και η επιθυμία των μαθητών. Πιο σιωπηλή από την κραυγή «κατάληψη», πιο δύσκολο να εκφραστεί σε διεκδικητικά πανό. Όμως μάλλον ικανότερη να γονιμοποιήσει ουσιαστικότερα πράγματα απ’ ό,τι ο κυνισμός και μια βαθύτερη «αδιαφορία» ενός πληβειακού κομματιού μαθητών που νιώθει –και είναι– παντελώς παρατημένο ή από τα κλασσικά εικονογραφημένα κάποιων κομματικών ομάδων. Το σχολείο τους τούς έλειψε πολύ, η πειθαρχία τους είναι συχνά αξιοθαύμαστη, η γκρίνια απούσα. Από αυτά θα μπορούσε να ξεκινά μια πραγματική αντιπαράθεση. Δεν είναι όλες οι στιγμές ίδιες, ίδιο αυτό που μπορεί κάθε φορά να κερδηθεί, ούτε και οι τρόποι. Η αντίληψη «αφήστε μωρέ τα παιδιά» δεν είναι πάντα υπεράσπιση της «διαρκώς ανήσυχης νεότητας» αλλά άφημα των παιδιών στον εαυτό τους και αποποίηση ευθυνών.