Η ογκούμενη δυσαρέσκεια αναζητά διέξοδο.
Του Κώστα Ανδριανόπουλου.

Οι δημοσκοπήσεις εφοδιάζουν σταθερά την επικαιρότητα με υλικό. Δεν μετρούν απλά την απήχηση των κομμάτων, Επεκτείνονται. Καταγράφουν την λαϊκή διαθεσιμότητα, έτσι όπως αυτή εισέρχεται σαν ανεξάρτητη, καθοριστική παράμετρος στις πολιτικές εξελίξεις. Φωτίζουν την κατάσταση των πραγμάτων. Αναδεικνύουν τη συγκαλυμμένη πολιτική κρίση. Αποκαλύπτουν τη δεινή θέση του συστημισμού. Έτσι για παράδειγμα, σύμφωνα με το βαρόμετρο της Public Issue, μόνο το 12% πιστεύει πως η κατεύθυνση της χώρας είναι σωστή, ενώ το 87% τη θεωρεί λάθος. Το 11% είναι ικανοποιημένο από την κυβέρνηση και 6% από την Νέα Δημοκρατία. Στο 25% οι θετικές γνώμες για το ΠΑΣΟΚ, στο 21% για τη Ν.Δ. Σε καθοδική, απομειωτική τροχιά βρίσκονται όλοι οι δείκτες, οι οποίοι ήδη κυμαίνονταν σε εντυπωσιακά χαμηλά επίπεδα.
Τα δημοσκοπικά ευρήματα με τη μονόδρομη επαναλειψιμότητά τους δημιουργούν περιθώρια για δύσκολες αναγνώσεις. Αυτές, που πέρα από τα ταυτολογικά, θα κινηθούν σε ουσιαστικές αξιολογήσεις, θα αποπειραθούν να ερμηνεύσουν διορατικά τις πολιτικές εξελίξεις. Αναγνώσεις που στηριζόμενες σε ειδικότερες μετρήσεις το αμέσως επόμενο διάστημα θα επιβεβαιώσουν τις προκείμενες.
Προς το παρόν, αξίζει να επισημανθεί ότι η μεγάλη δημοσκοπική κάμψη στο ΠΑΣΟΚ και στη Ν.Δ. σημειώθηκε το Φλεβάρη. Ήταν η συγκυρία, όπου αποκαλύφθηκε στην κοινή γνώμη η χρεοκοπία του Μνημονίου και η απαίτηση για τις εκποιήσεις των 50 δισ. Αυτή είναι η βάση για την είσοδο σε ένα νέο πολιτικό κύκλο με επίκεντρο την αναδιάρθρωση του χρέους. Σε έναν πολιτικό κύκλο τον οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί, με αποτέλεσμα να καταγράφεται η συνεχιζόμενη δημοσκοπική κατιούσα.
Η δημοσκοπική καχεξία της Ν.Δ. είναι έκδηλη και συνεχής. Δεν αφορά μόνο τη συνευθύνη για το παρελθόν, αλλά και την έλλειψη προοπτικών στην πολιτική της. Η αναιμική αντίθεση στο Μνημόνιο καταγράφεται πλέον ως ανέξοδη τακτική του Σαμαρά. Η απραξία στο χώρο της, πέρα από πολιτική αποχαύνωση, καταγράφεται σιγά – σιγά και σαν ιδιότυπη αποφυγή ευθυνών. Ο Σαμαράς πιεσμένος από παντού να συναινέσει ανοικτά, μοιάζει να επιλέγει την καθυστέρηση, να αποφεύγει τοποθετήσεις στα επίδικα, με αποτέλεσμα η προσχηματικότητα να απογράφεται μαζικά, η Ν.Δ. να μην ανασυντάσσεται πολιτικά – ιδεολογικά και η επάνοδός της στο προσκήνιο του συστημισμού να μετατίθεται χρονικά.
Μέσα από τις δημοσκοπικές ερωτήσεις οι ευθύνες των κομμάτων καταλογίζονται διαρκώς. Ωστόσο, δίνεται η εντύπωση ότι τα κόμματα λειτουργούν κατά μόνας. Εμποδίζεται η αποκάλυψη της συνολικής εικόνας. Ότι, δηλαδή, τα κόμματα διαμορφώνουν την πολιτική τους αλληλοσχετιζόμενα στα πλαίσια του διαμορφωμένου πολιτικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα είναι που δεν αποκαλύπτεται ως κόμβος. Δεν στοχοποιείται. Δεν υπάρχουν μετρήσεις γύρω από τα κρίσιμα ερωτήματα που σηματοδοτούν τις λαϊκές προσλαμβάνουσες όσον αφορά το πολιτικό σύστημα. Ερωτήματα που θα αποκάλυπταν τη μαζική, βασανιστική συνειδητοποίηση για το ζήτημα. Αντίθετα, η μετρήσεις αναδεικνύουν αποσπασματικά ή περιορίζουν το πρόβλημα σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, σε αναμενόμενες πολιτικές εξελίξεις κ.λπ. Παρασιωπάται η δυναμική που κυοφορείται μέσα στη λαϊκή αγανάκτηση και η οποία παραπέμπει σε σαρωτική ανατροπή του πολιτικού συστήματος.
Κατά τα άλλα, η φθορά του ΠΑΣΟΚ δημιουργεί τις γνωστές φυγόκεντρες εναποθέσεις ποσοστών στους μικρούς (τα κόμματα του 3%), καλλιεργώντας αντίστοιχες αυταπάτες περί των προοπτικών και της σημασίας τους. Μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση της εικόνας θα υπενθύμιζε αφενός ότι σε κάθε στροφή μικρο-ανασύνταξής του το ΠΑΣΟΚ ανακτά την πρωτοβουλία και τα ποσοστά αυτά πέφτουν και πάλι. Πρόκειται για ποσοστά που εξαρτώνται περισσότερο από το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο από αυτούς που τα εισπράττουν. Αφετέρου, ότι οι πάντες θα κριθούν και θα αποτιμηθούν εκλογικά από τη συμβολή τους στις ευρύτερες διαδικασίες διεξόδου. Αντίστοιχα πρέπει να αποτιμηθεί και η δημοσκοπική άνοδος της Αριστεράς που αγγίζει το 20%, ποσοστό που δεν αντικατοπτρίζεται σε αντίστοιχο πολιτικό βάρος. Σύντομα, η εισπράττουσα Αριστερά θα κληθεί να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα να ενισχυθούν οι διεργασίες και οι μετατοπίσεις στο εσωτερικό της.
Υπάρχει, τέλος, το ογκούμενο απορριπτικό δυναμικό (λευκό, άκυρο, αποχή), το οποίο κάθε μήνα αυξάνεται, ξεπερνώντας πλέον το 35%. Κάποιοι επιμένουν να το χαρακτηρίζουν ως αποχώρηση από το εκλογικό σώμα. Πλην, όμως, μέσα εκεί υπάρχει ένα ελπιδοφόρο προβληματισμένο κομμάτι του λαϊκού ριζοσπαστισμού, προοίμιο χειραφέτησης. Από μια άποψη, το κρισιμότερο κομμάτι των πολιτικών εξελίξεων αφορά τις διεργασίες, τον προσανατολισμό, τη μεταστροφή αυτού του ρεύματος, σε μια κοινή κοίτη εντός της οποίας θα συνευρεθεί με δυνάμεις που συντονίζονται αγωνιστικά, αξιολογικά και προέρχονται κυρίως από την Αριστερά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!