Η απόφαση του ΣτΕ να ακυρώσει το νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες σηματοδοτεί απρόβλεπτες εξελίξεις
Του Σπύρου Παναγιώτου
Όσο και αν η απόφαση του ΣτΕ δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία, δεν παύει να αποτελεί ένα ισχυρό πλήγμα στην κυβερνητική πολιτική και αναμφισβήτητα θα αποτελέσει αφετηρία πολιτικών εξελίξεων. Η ίδια η κυβερνητική αντίδραση – κριτική στην απόφαση του ΣτΕ μαρτυρά τις τεράστιες αντιφάσεις, αλλά και τα αδιέξοδα που μόνη της η κυβέρνηση διαμόρφωσε με την πολιτική της.
Οι δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου Ο. Γεροβασίλη, αποτελούν την πιο σκληρή επιβεβαίωση αυτών των αδιεξόδων. Δεν γίνεται πιστευτό το κυβερνητικό «κατηγορώ» κατά των δικαστών, που πράγματι έχουν κρίνει συνταγματικά τα μνημόνια και όλες τις σχετικές διατάξεις που τα συνόδεψαν, τη στιγμή που η ίδια η κυβέρνηση έφερε στη Βουλή, με τις ίδιες ακριβώς αντιδημοκρατικές διαδικασίες – συζητήσεις με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, Πράξεις Νομοθετικού Περιεχόμενου, το τρίτο Μνημόνιο, υπερασπίσθηκε πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το καταστροφικό για τη χώρα PSI, ξεπουλά την δημόσια περιουσία της χώρας για 99 χρόνια και ετοιμάζεται να φέρει και τέταρτο μνημόνιο με αφορμή την πρόθεσή της για συζήτηση για μια πλαστή ελάφρυνση του χρέους.
Αυτός ο αχταρμάς «περί επιβολής μέτρων παρά τη θέληση της» και ο ψευδεπίγραφος διχασμός μιας ταυτόχρονης δήθεν αντιπολίτευσης αλλά και επιτάχυνσης της μνημονιακής καταστροφής, ανάμεσα σε πολλά, γελοιοποιεί κάθε προσπάθεια «διαμαρτυρίας», κάθε αναφορά σε δικαστικό πραξικόπημα. Την ίδια στιγμή που υψώνονται κορώνες «αντίστασης» στη διαπλοκή, έχουν έτοιμη νέα νομοθετική ρύθμιση που αναμένεται να δούμε το τι ενσωματώνει από την γνωμοδότηση του ΣτΕ και αν και ποιές αλλαγές προωθεί στο χώρο των ΜΜΕ.
Δικαστές και βαθύ κράτος της διαπλοκής
Όλος ο χειρισμός της κυβέρνησης Τσίπρα στην υπόθεση «επιβολής τάξης» στο χώρο των ΜΜΕ αποδείχθηκε, όχι μόνο από την απόφαση του ΣτΕ, πρόχειρος, τυχοδιωκτικός και αλαζονικός.
Δεν συνιστά «πολιτική τάξης» στο χώρο των ΜΜΕ ένας διαγωνισμός με μοναδικό κριτήριο ποιός δίνει τα περισσότερα χρήματα. Δεν αποτελεί «κάθαρση» στα ΜΜΕ η αντικατάσταση ορισμένων καναλαρχών, με γνωστές και φανερές επιδόσεις στο χώρο της πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής, με άλλους που όχι μόνο έχουν εγγεγραμμένες υποθήκες στο ποινικό του μητρώο, όχι μόνο βαρύνονται με αδιαφανή «πόθεν έσχες» στις προσφορές που κατέθεσαν, αλλά βαρύνονται για την πρόθεση τους να επιβάλλουν νέα δεδομένα στο χώρο της διαπλοκής όπως διαμορφώνεται σήμερα.
Δεν συνιστά επιτυχία η εξοικονόμηση μερικών εκατομμυρίων ευρώ από το διαγωνισμό όταν η συντριπτική πλειονότητα μισθωτών, συνταξιούχων και μικρομεσαίων οδηγούνται στον εξανδραποδισμό και οι οικονομικοί ολιγάρχες παραμένουν στο απυρόβλητο. Στοιχειώδης ευθύνη της κυβέρνησης είναι να εξασφαλίσει τους όρους λειτουργίας της Παιδείας, της Υγείας, της Πρόνοιας, που διαλύονται με τη δική της υπογραφή και όχι να μεμψιμοιρεί για τα παιδιά που θα μείνουν «εκτός παιδικών σταθμών», ως δήθεν αποτέλεσμα μια δικαστικής απόφασης. Όλα αυτά είναι αποτελέσματα της πολιτικής που προωθούν.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν ηττήθηκε από μια δικαστική απόφαση. Τιμωρήθηκε από τις επιλογές της που την έφεραν σε δραματική απόσταση από το λαϊκό αίσθημα. Τιμωρήθηκε κυρίως από την συνυπογραφή της στην μνημονιακή καταστροφή της χώρας, που αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα δημιουργίας ασφυκτικών δεσμών με το μνημονιακό καθεστώς, το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ολιγαρχία που το στηρίζει. Αγνόησε δηλαδή τα πιο ισχυρά δεσμά που την κρατούν δέσμια με όσους επιχείρησε να «τιμωρήσει» δια της «επιβολής τάξης». Και τώρα πληρώνει το τίμημα.
Το «βαθύ κράτος» της διαπλοκής και των παραδοσιακών κέντρων εξουσίας, δεν πτοήθηκε από τους λεονταρισμούς του Ν. Παππά. Ένα σημαντικό κομμάτι της διαπλοκής αγνόησε το διαγωνισμό, αρνήθηκε να καταθέσει καν προσφορά, προετοίμασε κατάλληλο κλίμα στη συνείδηση του κόσμου με μια δίμηνη εκστρατεία αρνητικής διαφήμισης από τα κανάλια που ελέγχει και επένδυσε στις οφθαλμοφανείς αδυναμίες της κυβερνητικής ρύθμισης. Δήλωσε με σαφήνεια, ότι δεν μπορείτε να μην «μας παίρνετε υπόψη σας» και η τακτική αυτή δικαιώθηκε δικαστικά. Τώρα επιχαίρουν για την επιτυχία τους, αν και γνωρίζουν ότι οι δυσκολίες δεν έχουν ξεπεραστεί. Αντίθετα, διαμορφώνεται ένα ρευστό τοπίο όπου όλοι βρίσκονται σε θέση μάχης εναντίον όλων και την ίδια στιγμή αναζητείται ένα σενάριο διεξόδου σύμφωνο με τα συμφέροντα τους. Αν και αυτό το σενάριο δεν έχει γραφτεί ακόμα, αισθάνονται να έχουν κερδίσει σημαντικούς πόντους που δημιουργούν κατάλληλες προϋποθέσεις για τα επόμενα βήματα.
Η κυβερνητική αντίδραση
Έχει μικρή σημασία το ποιά θα είναι η απάντηση του Ν. Παππά τις επόμενες μέρες. Έχει μικρή σημασία αν ο επικείμενος ανασχηματισμός θα καταφέρει να ανατρέψει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί με την απόφαση του ΣτΕ και αν η όποια αντιστροφή θα αντέξει στο χρόνο.
Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται να πιέζεται από ένα διπλό κλοιό. Η παράταση των συζητήσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση, η κατηγορηματική άρνηση όλων των πλευρών να ανοίξει άμεσα η συζήτηση για το χρέος, η ορμητική κοινωνική δυσφορία για τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής συναντιόνται με τις εσωτερικές εξελίξεις διαμορφώνοντας ασφυκτικό κλίμα και προϊδεάζοντας, ότι μια πολιτική κρίση δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Ο πρωθυπουργός πολιτεύεται με γνώμονα την παραμονή του στην εξουσία όσο το δυνατόν περισσότερο. Στο σημείο αυτό εκφράζει όλες τις πτέρυγες, αντιπολιτευόμενες και μη, αλλά και τους βασικούς μετόχους του ΣΥΡΙΖΑ όπως υπάρχει σήμερα. Την ίδια στιγμή, αντιλαμβάνεται το κλοιό που σφίγγει. Σήμερα φαίνεται να επιλέγει μια πολιτική ανεβάσματος των «τόνων», διεθνώς και εσωτερικά, ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να συσπειρώσει το κόμμα και κυρίως να συγκρατήσει την καταπόντιση της επιρροής του στους ψηφοφόρους του. Την ίδια στιγμή, είναι αποφασισμένος να υπογράψει τα πάντα ελπίζοντας -άλλη μια αυταπάτη – ότι και οι δανειστές θα τηρήσουν τα συμφωνημένα.
Στην περίπτωση που τα παιχνίδι αυτό δεν βγει ή, πολύ περισσότερο, αν διαπιστωθεί ότι οι δανειστές υποσκάπτουν τη θέση του, φαίνεται να σχεδιάζει μια «φυγή προς τα εμπρός» με όπλο την ακραία πόλωση του πολιτικού σκηνικού και την στοχοποίηση της ΝΔ. Σε αυτή την περίπτωση δεν αποκλείεται ένας εκλογικός αιφνιδιασμός με στόχο τη συγκράτηση ενός εκλογικού ποσοστού ικανού να του επιτρέψει να παίξει ένα ρόλο στις εξελίξεις. Και όλα αυτά τη στιγμή που είναι γνωστό ότι η Ν.Δ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά τα λεγόμενα, δεν βιάζεται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και προτιμά να περιμένει να φορτωθεί ο Α. Τσίπρας το κόστος των επιλογών του. Βέβαια οι ευκαιρίες δεν παρουσιάζονται πολλές φορές και αυτό το γνωρίζει καλά. Όπως άλλωστε γνωρίζει, και ο ίδιος και όλο το μνημονιακό πολιτικό σύστημα ότι δυναμώνουν οι φωνές και πιέσεις για την συγκρότηση ενός οικουμενικού κυβερνητικού σχήματος από την παρούσα Βουλή, ως μόνου ικανού να εγγυηθεί την απρόσκοπτη εφαρμογή των εντεταλμένων μετραρυθμίσεων.
Είναι άγνωστο και μένει να δούμε ποιός δρόμος τελικά θα ακολουθηθεί. Το βέβαιο είναι ότι τη στιγμή που προωθείται η ολόπλευρη υπονόμευση της υπόστασης της χώρας, ο πολιτικός κόσμος όλων των αποχρώσεων σχεδιάζει την δική του τύχη, αδιαφορώντας για την καταστροφή που γεννούν οι πολιτικές του.
Ποιός κυβερνά αυτή τη χώρα;
Η απόφαση του ΣτΕ και η διαμάχη που πυροδότησε μεταξύ της νομοθετικής- εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη. Το ίδιο και η συζήτηση για τη διάκριση των εξουσιών η οποία έχει εξαντληθεί. Όλα αυτά τείνουν να αποτελέσουν μακρινό παρελθόν καθώς έχουμε μπει στη εποχή της επιβολής των οικονομικών των πολυεθνικών ως νόμων υπέρτερων κάθε διεθνούς συμφωνίας ή διάταξης εθνικού δικαίου. H σε εξέλιξη συζήτηση για τις συμφωνίες TTIP και CETA, παρά τις αντιθέσεις που δημιουργούνται, αποτελεί το πιο χειροπιαστό παράδειγμα της νέας, παγκόσμιας διάστασης, εποχής στην οποία μπαίνουμε.
Την ίδια στιγμή στη σκιά παραμένει ο ρόλος και η συμμετοχή στην εξουσία των λεγόμενων Ανεξάρτητων Αρχών. Η συνταγματική κατοχύρωση τους, προϊόν και απαίτηση του παγκόσμιου νεοφιλευθερισμού, οδηγεί στην απαίτηση να ανάγονται στους υπέρτατους θεματοφύλακες της νομιμότητας και της δημοκρατίας.
Πρόκειται για απάτη. Οι ανεξάρτητες αρχές ορίζονται από τις κυβερνήσεις και απηχούν στην σύνθεση τους έναν συγκεκριμένο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων σε κάθε συγκυρία. Σε περιπτώσεις σαν την Ελλάδα, οι ανεξάρτητες αρχές καθορίζονται καθ’ υπόδειξη των δανειστών, όπως η επιτροπεία των Δημόσιων Εσόδων, το Υπερταμείο, το ΤΧΣ, η ΕΛΤΑΣΤ, η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας κ.λπ., και με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Με αυτή την έννοια οι Ανεξάρτητες Αρχές, συγκεντρώνοντας πάνω τους κρίσιμες αποφάσεις, δεν ανεξαρτητοποιούνται απλά από τις κυβερνήσεις και τη Βουλή, αλλά και από τον ίδιο το λαό που υποτίθεται ότι μέσα από τις εκλογές αποφασίζει για τη τύχη του. Ζούμε στην εποχή της κατάλυσης κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας και η θεοποίηση των λεγόμενων ανεξάρτητων αρχών, αποτελεί βασική μορφή έκφρασης αυτής της κατάστασης.