1. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ το 9μηνο του 2022, σε ετήσια βάση, ανέρχεται σε 5,93%. Η κατά τρίμηνο μεγέθυνση, σε ετήσια βάση, το 2022 ήταν φθίνουσα: Α’ τρίμηνο 7,9%, Β’ τρίμηνο 7,1% και Γ’ τρίμηνο 2,8%. Δύο ακόμη επισημάνσεις: πρώτη, από το Γ’ τρίμηνο του 2021 οι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ανά τρίμηνο, είναι φθίνοντες (σε ετήσια βάση). Είναι η περίοδος που στην Ελλάδα αρχίζει να εμφανίζεται και να διογκώνεται ο πληθωρισμός, και δεύτερη, για πρώτη φορά η μεγέθυνση του ΑΕΠ το Γ’ τρίμηνο του 2022, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο είναι αρνητική (-0,5%). Το γεγονός αυτό θέτει επιτακτικά ο ρυθμός μεγέθυνσης το τελευταίο τρίμηνο του 2022 να κυμανθεί γύρω στο 5,0% ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ετήσιας μεγέθυνσης στο 5,6% (σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2023).
2. Η οικονομική μεγέθυνση κατά τους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος έτους, στηρίχθηκε ουσιαστικά στην ιδιωτική κατανάλωση, (ρυθμός μεγέθυνσης 9,5% με συμβολή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 6,5%) και στον ΑΣΠΚ (ρυθμός μεγέθυνσης 6,9% με συμβολή στο ΑΕΠ 0,9%). Αντίθετα, οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, λόγω της αύξησης του ελλείμματος συνέβαλαν αρνητικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ (κατά -1,5%).
Η υψηλή εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση υποδηλώνει ότι η δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου των νοικοκυριών
Τι σημαίνουν τα παραπάνω με απλά λόγια: ότι ούτε οι επενδύσεις ούτε περισσότερο οι πολυδιαφημισμένες εξαγωγές δεν μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ σε μια οικονομία όπως η ελληνική με τη σημερινή παραγωγική δομή. Η αναφορά στο μέγεθος των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ανεξάρτητα από το αντίστοιχο μέγεθος των εισαγωγών εάν δεν γίνεται για λόγους σκοπιμότητας, γίνεται από λόγους άγνοιας. Τα δύο μεγέθη συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους: πρώτον είτε για την κάλυψη των αναγκών της ελληνικής παραγωγής με πλήθος εισαγόμενων πρώτων υλών, ημικατεργασμένων και μηχανημάτων για την παραγωγή των ελληνικών προϊόντων, μέρος των οποίων στη συνέχεια εξάγεται (δηλαδή χαμηλή προστιθέμενη αξία της ελληνικής παραγωγής), είτε για την άμεση κάλυψη πλήθους καταναλωτικών αναγκών. Δεύτερον, για τον λόγο ότι ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών αφορούν έσοδα από τον τουρισμό, τα οποία θεωρούνται «οιονεί» παραγόμενα εγχωρίως και τα οποία ως εισαγόμενοι πόροι ανακυκλώνουν, συντηρούν και διευρύνουν το εμπορικό έλλειμμα, κατευθυνόμενα σε εισαγωγές πάσης φύσεως αγαθών εμποδίζοντας εν τοις πράγμασι τη διεύρυνση της στενής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Η ιδιωτική κατανάλωση συνεπώς αποτελεί τη βάση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Εξάλλου, παρά τις μεγαλοστομίες των Μνημονίων και όλων των υπολοίπων αναλυτών για την ανάγκη μείωσης της προς το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης, εξακολουθεί να βρίσκεται ακλόνητη σε ποσοστό 70,0% του ΑΕΠ.
Η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη υποστηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό από:
- την αύξηση της απασχόλησης, η οποία αυξήθηκε κατά 6,1% σε ετήσια βάση στο διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου,
- τα δημοσιονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν για τη στήριξη των εισοδημάτων, έναντι του αυξανόμενου κόστους της ενέργειας, αλλά και των επιπτώσεων της πανδημίας,
- τη χρησιμοποίηση της αποταμίευσης (για όσους είχαν αυτή τη δυνατότητα). Αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, κατά 4,9% στο πρώτο τρίμηνο του 2022 και κατά 1,7%, αντίστοιχα, στο δεύτερο, ήταν μικρότερος από τον ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης , 13,7% στο πρώτο τρίμηνο και 8,9% στο δεύτερο.
3. Το εξωτερικό οικονομικό περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό για θετικές εξελίξεις για το τελευταίο τρίμηνο του 2022 αλλά κυρίως για το 2023. Τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού (2022 ετήσια μεταβολή περίπου στο 10,0%, πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 για να κυμανθεί γύρω στο 5-6%), η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω του ότι οι ονομαστικές αμοιβές της εργασίας θα παραμείνουν και το 2023 κάτω από τα επίπεδα του πληθωρισμού, η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος το πρώτο εξάμηνο (το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε το Α’ τρίμηνο του 2022 κατά -2,8% και το Β’ τρίμηνο του 2022 κατά -9,5%), η μείωση των επιδοτήσεων προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, η αναμενόμενη επιβράδυνση της απασχόλησης λόγω του πολύ χαμηλότερου προβλεπόμενου ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 1,8% σύμφωνα με τον προϋπολογισμό (μη ξεχνάμε ότι το 9μηνο του 2022 η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται πρωτίστως στην επέκταση της κατανάλωσης), η αβεβαιότητα για τις τιμές ενέργειας, οι υψηλές τιμές των τροφίμων , το υψηλό ιδιωτικό χρέος που επιδεινώνεται με τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, και μια σειρά άλλα γεγονότα δείχνουν ότι οι εξελίξεις δεν θα είναι καθόλου εύκολες αλλά μάλλον πολύ δύσκολες.
Η υψηλή εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση υποδηλώνει ότι η δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του χρηματοοικονομικού ισοζυγίου των νοικοκυριών. Όπως έχουμε αναφέρει το 2022 η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε με μεγαλύτερο ρυθμό από το διαθέσιμο εισόδημα, με συνέπεια οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών να είναι εκ νέου αρνητικές. Η συνθήκη αυτή, ενώ λειτουργεί σταθεροποιητικά για την κατανάλωση και την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, υπονομεύει τη χρηματοπιστωτική κατάσταση των νοικοκυριών και επιδεινώνει την ευθραυστότητα της οικονομίας, γιατί περιορίζει την ικανότητα των νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν στις φορολογικές και στις δανειακές τους υποχρεώσεις (οι οποίες συνιστούν το μεγάλο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους). Επίσης, ανάλογα με την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος, η χρηματοπιστωτική αυτή κατάσταση δύναται να επηρεάσει τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη της κατανάλωσης. Για να υπάρξει διατηρήσιμη επέκταση της κατανάλωσης, θα πρέπει να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Συνεπώς, η στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της αύξησης της απασχόλησης και των μισθών και της μείωσης της φορολογίας θα προσδιορίσει τη δυναμική και τη διατηρησιμότητα της μεγέθυνσης της οικονομίας το επόμενο χρονικό διάστημα.
Αν λάβουμε υπόψη την προοπτική μετάβασης της οικονομίας σε δημοσιονομικά πλεονάσματα την επόμενη περίοδο στο πλαίσιο του αναθεωρημένου συμφώνου σταθερότητας, τότε είναι πιθανό να παγιωθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο των νοικοκυριών εάν δεν σημειωθεί βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος από μη δημοσιονομικές πηγές. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέφερε αρνητική επίδραση στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και στη χρηματοπιστωτική φερεγγυότητά τους.
4. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό για το 2023, η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα προέλθει κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων κατά 15,5%. Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί αν θα πραγματοποιηθεί αυτή η πρόβλεψη σε ένα οικονομικό περιβάλλον σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ίσως οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης να συμβάλουν σημαντικά. Πάντως, αναφέρω ως παράδειγμα ότι λιγοστεύουν οι κατασκευαστικοί όμιλοι που συμμετέχουν στη διαδικασία εκδήλωσης ενδιαφέροντος των νέων διαγωνισμών έργων ΣΔΙΤ που προκηρύσσονται. Μέχρι πρότινος σε κάθε διαγωνισμό ΣΔΙΤ συμμετείχαν σχεδόν πάντα όλοι οι μεγάλοι τεχνικοί όμιλοι ή ακόμη και μερικοί μικρότερου μεγέθους, σε κοινοπρακτικά σχήματα. Αυτό έχει πλέον αρχίσει να αλλάζει, καθώς οι ενδιαφερόμενοι λιγοστεύουν. Η εξήγηση είναι απλή και έγκειται στη μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, που είναι πιθανό να καταστήσει κάποια από τα έργα που έχουν προκηρυχθεί μη χρηματοδοτήσιμα. Αν δηλαδή το χρηματοπιστωτικό κόστος είναι τέτοιο, ώστε να επηρεάζει αρνητικά τη βιωσιμότητα του εκάστοτε έργου (βάσει της απόδοσης που μπορεί να αποφέρει κατά την περίοδο λειτουργίας), είναι πολύ πιθανό κάποια έργα να μην έχουν καν «μνηστήρες». Ένας ακόμη λόγος έγκειται στην ανάγκη των εταιρειών να θέσουν προτεραιότητες, καθώς δεν είναι εύκολο να καλύψουν την ίδια χρηματοδότηση πολλών έργων ΣΔΙΤ ταυτόχρονα. Ο κατασκευαστικός τομέας είναι αυτός από τον οποίο αναμένεται η μεγαλύτερη συμβολή στην αύξηση των επενδύσεων.
5. Η αύξηση του πληθωρισμού έχει προκαλέσει σημαντικές επιδράσεις και στον δημοσιονομικό τομέα. Συγκεκριμένα:
- Λόγω της μεγάλης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, εκτιμάται στο 15,5%, το 2022 αναμένεται μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ στο 171,1% (μείωση 23,4 ποσοστιαίων μονάδων). Το 2023 η πορεία αποκλιμάκωσης του ποσοστού του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης θα επιβραδυνθεί αρκετά. Παρά τη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ, το ΔΧ σε απόλυτα νούμερα θα συνεχίσει να αυξάνεται όσο τα πρωτογενή αποτελέσματα της ΓΚ δεν καλύπτουν την πληρωμή των τόκων του δημοσίου.
- Επίσης η αύξηση του πληθωρισμού μείωσε την πληρωμή τόκων του Δημοσίου. Ειδικότερα, οι μέσες πληρωμές για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2024 προβλέπεται να είναι 2,8%, όταν την περίοδο 2018-2021 ήταν 3% και την περίοδο 2013-2017 ήταν 3,6%.
- Η πληθωριστική κρίση φαίνεται επίσης να έχει συμβάλει στη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του Δημοσίου, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του ποσοστού των πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στο σύνολο των εσόδων της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές.
- Η σχετικά μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης συντήρησε το πρόβλημα της μη προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας, αυξάνοντας τον λόγο εμμέσων προς άμεσους φόρους.
- Αύξησε τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και τον πιστωτικό κίνδυνο του δημοσίου χρέους, με πιθανή συνέπεια την απομάκρυνση του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας, για μετά τις εκλογές και ίσως και αργότερα. Ο κίνδυνος αυτός για την Ελλάδα, αν και σχετικά περιορισμένος, δεδομένης της ρύθμισης μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους, είναι υπαρκτός εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης έκθεσης του Δημοσίου στις αγορές ομολόγων για την αναχρηματοδότηση των δανειακών του υποχρεώσεων, εξέλιξη που αυξάνει τον επιτοκιακό κίνδυνο και τις μελλοντικές ακαθάριστες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.
- Η παράταση του κύματος ακρίβειας και το 2023 θα επηρεάσει το πραγματικό εισόδημα και την πραγματική δαπάνη του ιδιωτικού τομέα. Σε προεκλογική περίοδο, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα προκαλέσει νέες παρεμβάσεις στήριξης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και της εγχώριας ζήτησης, που θα επιβάρυναν το πρωτογενές ισοζύγιο και τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου, ειδικά εάν η πορεία των δημοσίων εσόδων επηρεαζόταν αρνητικά από την επικείμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.