Η επιβολή της συστημικής παλινόρθωσης, η αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και ο κυνισμός των επιτελείων
Του Ρούντι Ρινάλντι
Δύο είναι τα κεντρικά στοιχεία της συγκυρίας σε ελλαδικό επίπεδο, από πλευράς διεργασιών στο πολιτικό σκηνικό και στην κοινωνία: Αφενός η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού και όλες οι εξελίξεις που συντελούνται στο έδαφός της. Αφετέρου ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση που επικρατεί στην κοινωνία και ειδικά στο μεγάλο εκείνο τμήμα της που για 5 χρόνια αγωνίστηκε, προσπάθησε, πείσθηκε και πίστεψε ότι μπορούσε να μπει ένα φρένο ή να καλυτερέψει η κατάσταση σε σχέση με τη μνημονιακή πραγματικότητα.
Φυσικά και τα δύο στοιχεία συμπλέκονται με την πορεία που είχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η διαπραγμάτευση, η υπογραφή του 3ου Mνημονίου. Με άλλα λόγια, η επιβολή της συστημικής παλινόρθωσης μέσα από τον ευτελισμό να προωθήσει το 3ο Μνημόνιο η δύναμη που παρουσιαζόταν ως πολέμια όλων των μνημονίων. Το σοκ δεν είναι μικρό, είναι μεγάλο, και με αυτό κλείνει ένας μεγάλος κύκλος για τον πολιτικό αγώνα, τον αντιμνημονιακό αγώνα, τις προσπάθειες της κοινωνίας για μια άλλη πορεία.
Η πορεία της χώρας υπό μνημονιακά ειδικά καθεστώτα έχει ανατινάξει το πολιτικό σύστημα, το έχει αποσταθεροποιήσει από τις σταθερές του και επομένως από μια πλευρά, η ρευστοποίηση δεν είναι κάτι που πρέπει να ξαφνιάζει. Με τους αγώνες της περιόδου 2010-2012 και τις επανωτές εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2012, ο δικομματισμός γκρεμίστηκε. Ενώ λίγο πριν, η βουή της αυθόρμητης εισβολής του λαού σε όλες τις παρελάσεις για το «Όχι» του 1940 με σύνθημα «Όχι στη νέα κατοχή», έτρεψε σε φυγή μια κυβέρνηση (του Γ.Α. Παπανδρέου) που είχε εκλεγεί με 44%.
Από το 2012 έως το 2014 έγιναν συνειδητές προσπάθειες και από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να ποδηγετηθεί κοινοβουλευτικά αυτό το λαϊκό μαζικό κίνημα και διάθεση, να συνετιστεί, να δώσει τη σκυτάλη στην «ανάθεση», στην υπεύθυνη πολιτική. Παράλληλα, έγιναν μεθοδεύσεις να στειρωθεί το λαϊκό αίσθημα από «υπερβολές» όσον αφορά: το πολιτικό σύστημα (τιμωρία όσων έφταιξαν), τη φανερή επιβολή μιας οικονομικής κατοχής της χώρας (η λέξη «κατοχή» εξοβελίστηκε) και άλλα τέτοιας κατεύθυνσης. Τέλος, όλα παραπέμφθηκαν στη στιγμή που θα ερχόταν η κυβέρνηση της Αριστεράς. Η αριστερή κυβέρνηση θα έλυνε όλους τους γόρδιους δεσμούς…
Τους τρώνε τα μνημόνια
Μέσα σε λίγους μήνες, η μεν κυβέρνηση (και το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ) έσπασε τα μούτρα της γιατί σκόνταψε σε στρατηγικά ζητήματα που νόμιζε ότι θα τα επιλύσει με ευκολία – έτσι ανατινάχθηκαν όλα τα συνθήματα, οι υποσχέσεις και φάνηκε μια τεράστια ανυπαρξία κεντρικών σχεδιασμών για κρίσιμους τομείς της διακυβέρνησης. Η δε αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να σταθεί καν, αποξενωμένη και σε αντίθεση με τον λαϊκό παράγοντα που της χρέωνε τη μνημονιακή πολιτική.
Ξανά ο λαϊκός ριζοσπαστισμός έδειξε μεγάλη παρουσία και απέχθεια για το παλιό πολιτικό σύστημα, γενικά, όταν ψήφισε 62% «όχι» στο δημοψήφισμα. Το βράδυ του δημοψηφίσματος παραιτήθηκε ο Αντ. Σαμαράς και η Ν.Δ. έμπαινε σε κρίση. Κι εκεί που φαινόταν ότι κυριαρχεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό σκηνικό, έρχεται η εβδομάδα 6 – 12 Ιουλίου, υπογράφει φαρδιά-πλατιά το μνημόνιο και ρίχνει το λαϊκό αίσθημα από τον ουρανό στα τάρταρα. Τα όσα μεσολάβησαν τον Αύγουστο στη Βουλή επιβεβαιώνουν πως όποιος ακολουθεί μνημονιακές πολιτικές (και εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ) πέφτουν γρήγορα και ραγδαία.
Επομένως, η ρευστοποίηση δεν αφορά μόνο κλασικές αστικές δυνάμεις που υπηρέτησαν μνημόνια και μεταπρατισμό. Στο χώρο αυτό μπαίνει πλέον και μια δύναμη που συγκέντρωσε δύναμη σε αντιμνημονιακή βάση, που μεταλλάσσεται και αποτελεί παράγοντα παραπέρα ρευστοποίησης του πολιτικού σκηνικού.
Αν θέλουμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, η αποσάθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και ο ραγδαίος ρυθμός της, αποτελεί το πιο έκδηλο και κορυφαίο στοιχείο της ρευστοποίησης και θα καθορίσει τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς.
Ο Αλ. Τσίπρας τζόγαρε πάνω στη ρευστοποίηση. Ήξερε πως το μνημόνιο που έφερνε θα τον έφθειρε γρήγορα. Έπρεπε πρώτα να περάσει τα προαπαιτούμενα και το κυρίως μνημόνιο και γνώριζε πως ένας από τους όρους για να προχωρήσει στη μνημονιακή καθεστωτική πολιτική ήταν να απαλλαγεί από βαρίδια μέσα στο κόμμα του. Άλλωστε από νωρίς είχαν στοχοποιηθεί μικρές ομάδες «ταραξιών» μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Κοινοβουλευτική του Ομάδα και στη συνέχεια στοχοποιήθηκε ο χώρος της Αριστερής Πλατφόρμας. Το τζογάρισμα του Τσίπρα και του Μαξίμου στηρίζονταν στις ενορχηστρωμένες προσπάθειες να πλασάρουν την ιδέα ότι απειλείται και κινδυνεύει με πτώση από εσωκομματικούς του αντιπάλους. Όχι από την πολιτική που αποφάσισε να ακολουθήσει. Επομένως, γρήγορη προσφυγή στις κάλπες χωρίς τα «βαρίδια του κόμματος» κι έτσι να έχει λυτά τα χέρια του για τις νέες συνθέσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων, υπό την πλαστή του κυριαρχία. Ο στόχος του ήταν να επιβληθεί στους πολιτικούς αντιπάλους, να διατηρήσει την πρώτη θέση στις εκλογές και να πρωθυπουργεύσει ο ίδιος και το περιβάλλον του. Εντελώς κυνικά, δημοσιογράφος της Αυγής σε τηλεοπτική εκπομπή -απαντώντας σε κριτικές της αντιπολίτευσης- έλεγε πως το κρίσιμο ζήτημα σε αυτήν τη χώρα είναι ποιος έχει την εξουσία, ποιος διορίζει, ποιος μοιράζει κονδύλια κ.λπ., και αυτός θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο καθαρά και απλά. Δεν υπάρχει κανένα θέμα άλλης πορείας, τομών, αλλαγών κ.λπ. Ποιος κάνει το κουμάντο – τίποτα παραπάνω.
Το τζογάρισμα προχωρά έως ένα σημείο και επειδή η εσωκομματική αντιπολίτευση και η αντίδραση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, στη Βουλή, ήταν μιας ορισμένης ποιότητας («στηρίζουμε την κυβέρνηση, καταψηφίζουμε τα μνημόνια», ούτε ένας δεν πρόλαβε να ανεξαρτητοποιηθεί ή να παραιτηθεί) και ο Αλ. Τσίπρας τους πρόλαβε προχωρώντας στην παραίτηση της κυβέρνησης και οδηγώντας αυτός σε πρόωρες εκλογές.
Όμως ο ίδιος, ενώ είχε υπολογίσει τις αντιδράσεις των διαφωνούντων που μάλιστα θα τις παρουσίαζε και ως άλλοθι των αποφάσεών του, δεν είχε υπολογίσει το βάθος και την ένταση της αποσάθρωσης του ίδιου του κόμματος. Η χαριστική βολή στο τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερού εγχειρήματος δόθηκε από τη μαζική παραίτηση στελεχών των «53», από την παραίτηση του γραμματέα της Κ.Ε. Τάσου Κορωνάκη και πολλών άλλων που, ιστορικά, χρεώνονταν στο στενό περιβάλλον του. Η αποχώρηση αυτού του τμήματος αφαιρεί κάθε ιδεολογικό μανδύα από τον ΣΥΡΙΖΑ που εντελώς ξαφνικά και απότομα μετατρέπεται σε κάτι σαν Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας – και ο Τσίπρας σε κάτι σαν τον Ρέντσι. Σε όλη την πορεία μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε αρχηγικό και μνημονιακά μεταλλαγμένο χώρο, η αντίληψη για το κόμμα ήταν πως αποτελεί βαρίδι που θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να απαλλαγεί από αυτό. Ο Γ. Δραγασάκης είχε μιλήσει στην τελευταία Κ.Ε. του πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ για «επανίδρυση» του κόμματος. Φυσικά, κανείς από το επιτελείο του Αλ. Τσίπρα δεν περίμενε αυτήν τη μαζική ραγδαία αποδιάρθρωση ολόκληρου του κόμματος που φτάνει στο σημείο να μην μπορούν να συμπληρωθούν ψηφοδέλτια, πέρα από τους πρόθυμους να επανεκλεγούν από λίστες που θα αποφασίσει η ηγεσία.
Ο χρόνος, λοιπόν, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του Τσίπρα γιατί η ενορχήστρωση που έστησε για να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τη ρευστοποίηση, δεν προχωρά όπως θα ήθελε και αποκαλύπτεται στα μάτια της κοινής γνώμης, απογυμνωμένος και κάθε μέρα που περνά αυτό φαίνεται και περισσότερο.
Ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση
Πιο σημαντικό στοιχείο στη συγκυρία είναι το στοιχείο του αποπροσανατολισμού και της σύγχυσης στην οποία βρίσκεται η κοινωνία. Ο τρόπος που σκέπτεται, βιώνει, συνειδητοποιεί όσα λέγονται και γίνονται, η ματαίωση κάθε ελπίδας για κάτι καλύτερο, ο τρόπος που βλέπει να εξελίσσονται τα πράγματα μαζί με την ανημπόρια να επηρεάσει κάπως όσα γίνονται, η απογοήτευση, η οργή και ο θυμός για το δούλεμα και την κοροϊδία που τρώνε διαρκώς, για τον απίστευτο καριερισμό και πολιτικαντισμό και η αποξένωση που νιώθουν από το πολιτικό σύστημα. Όλα αυτά επενεργούν και διαμορφώνουν τη συμπεριφορά και τη στάση του λαϊκού παράγοντα.
Μια κουρασμένη και βαθιά απογοητευμένη κοινωνία, που έχει να λύσει τρομακτικά προβλήματα επιβίωσης, βλέπει πολιτικές εξελίξεις που γίνονται σαν η κοινωνία να μην υπάρχει, σαν οι μόνοι πρωταγωνιστές να είναι ο Σόιμπλε, η Μέρκελ και ο μεταμορφισμός των επαγγελματιών πολιτικών που υποστηρίζουν το σύστημα σε κάθε στροφή του, σε κάθε ανάγκη του. Στην περίπτωση της χώρας, σε αυτήν την κατηγορία μπαίνει σούμπιτη και η Αριστερά, ως μέρος του συστήματος, και δεν μπορεί κανείς να παρουσιάζεται άμοιρος ευθυνών για όλα αυτά όταν π.χ. ήταν υπουργός μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες. Για να μη χαθεί η αίσθηση της σοβαρότητας…
Σε δύο επίπεδα
Ο αποπροσανατολισμός έχει δύο επίπεδα. Αφορά κυρίως το μαζικό επίπεδο, δηλαδή το πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι όλα αυτά που συμβαίνουν – κι έτσι μπορεί στον ίδιο άνθρωπο να παρατηρηθεί ταυτόχρονα η συνύπαρξη σημαντικών και βαθιών διαπιστώσεων και των πιο ασυνάρτητων παραδοξολογιών. Οι δε κορυφές, ενώ υπάρχει η συνείδηση της αχρηστίας τους, αμέριμνες συνεχίζουν να εργάζονται για να αδράξουν ευκαιρίες μακριά από τα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας. Η χώρα οδεύει προς μια μεγάλη καταστροφή από πολλές απόψεις και κανείς δεν μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το πρόβλημα. Όλοι έχουν το νου τους στα ποσοστά, στις λίστες, στο πώς «θα τη βγάλουν» ή πώς θα αρπάξουν μια ευκαιρία.
Το μεγάλο επίδικο είναι να εργαστούμε συνειδητά για την αντιμετώπιση του αποπροσανατολισμού και της σύγχυσης, γνωρίζοντας πως για να ανοίξει ένας νέος κύκλος με ενδιαφέροντα εγχειρήματα χρειάζεται και χρόνος και χώνεμα της πρόσφατης πείρας. Κυρίως, όμως, πρέπει να «σηκωθούν τα μανίκια» και να καταλάβουμε πως η όποια προοπτική δεν μπορεί να στηρίζεται στο τι και γιατί έγινε έτσι ή αλλιώς, αλλά να στηριχθεί στο πραγματικό επίδικο: στο δια ταύτα, σήμερα και αύριο με τους όρους που έχουν δημιουργηθεί, τις δυνατότητες που υπάρχουν, στις ανάγκες που πρέπει να εκφραστούν. Και, συγγνώμη, αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν στο έδαφος της μικροπολιτικής, του πολιτικαντισμού, της αναπαραγωγής εκλογικών και άλλων μηχανισμών. Δεν μπορούν να γίνουν αν δεν ξεριζωθεί η ιδέα που έχει σφηνωθεί στα μυαλά πολλών ότι ο αποφασιστικός τόπος είναι η Βουλή και οι άλλοι θεσμοί. Ειδικά μετά από μια τέτοια ήττα, δεν επιτρέπεται τέτοιο σούρσιμο διανθισμένο με μεγάλα προεκλογικά λόγια.