– Ακούγεται συχνά ότι το κοινωνικό σώμα είναι πιο ώριμο από το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα. Είναι, όμως, έτσι ή πρόκειται για φοβική ψευδαίσθηση κ. Ουλή;
«Μπορεί να απελπιστεί η ελπίδα;», ρωτούσε ο μεγάλος Γερμανο-Εβραίος φιλόσοφος Ernst Bloch το 1962, για να απαντήσει αμέσως ο ίδιος: «Βεβαίως, αλλιώς δεν θα ήταν ελπίδα». Μόνο όταν η ελπίδα απελπιστεί μπορεί να επαναστατικοποιηθεί. Κι αυτό είναι για μένα «κυρίως» το πρώτο ζητούμενο. Μια μεγάλη μερίδα του κοινωνικού σώματος εξακολουθεί να πιστεύει σε μερεμέτια και «καλύτερους» διαχειριστές, βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι «κάτι θα γίνει» και ότι θα καταφέρει με κάποιον τρόπο «να τη βολέψει». Τέτοιες αυταπάτες πρέπει, επιτέλους, να εκλείψουν. Σωτηρία χωρίς απελπισία μέχρι το τελευταίο πάτωμα της κόλασης, χωρίς το θάρρος να στυλώσουμε το βλέμμα στην άβυσσο που είναι ήδη παρούσα, δεν έχει.
Δεν θα ήθελα, ωστόσο, να παρεξηγηθώ: απελπισία δεν σημαίνει ηττοπάθεια και μιζέρια, δεν σημαίνει ματαιότητα ή κόντεμα του ανθρώπινου αναστήματος. Σημαίνει μάλλον τάνυσμά του μέχρι να αγγίξει το ανέφικτο, να ελκύσει το θαύμα. «Η μάχη να δίνεται μετά την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας – μη συναντηθείς σε καμιά παρακαμπτήριο μαζί τους», συμβουλεύει ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Το Περιθώριο ‘68-’69, Αθήνα: Στιγμή, σελ.38). Κι αυτό είναι για μένα το δεύτερο ζητούμενο: να μην συμφύρουμε την επαναστατική μας απελπισία με τη μιζέρια και την κλάψα. Γιατί η απελπισία μας δεν είναι το μουρμουρητό του κακομοίρη· είναι η κραυγή που διεκδικεί την επανάκτηση της κλεμμένης μας ζωής..
Τρίτο ζητούμενο: Ο εμπλουτισμός και η ανανέωση των στρατηγικών αντίστασης. Η επαναφορά στο πολιτικό προσκήνιο όλου εκείνου του εξεγερσιακού πλούτου που είδαμε να παράγει το ευρύτερο λαϊκό κίνημα κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι χρόνων – και τα οποία η «πρώτη φορά αριστερά» φρόντισε έγκαιρα να ιδιοποιηθεί και να απονευρώσει. Όχι, λοιπόν, άλλη επαναστατική γυμναστική, όχι άλλες εικοσιτετράωρες απεργίες που λειτουργούν μονάχα ως βαλβίδες κοινωνικής αποσυμπίεσης. Αλλά επανενεργοποίηση και καθολικοποίηση όλων των τακτικών δολιοφθοράς και ενόχλησης που συνέβαλλαν στην πτώση των προηγούμενων κυβερνήσεων: άρνηση πληρωμών, λευκές απεργίες, άρνηση οποιασδήποτε συνεργασίας με το κράτος, γενική ανυπακοή, γενική απεργία διαρκείας. Τρολάρισμα, γιουχάισμα και γιαούρτωμα των πολιτικών όπου κι αν αυτοί απαντώνται. Να τους επιστραφεί στο ακέραιο η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δημιούργησαν για εμάς.
– Κοινωνικές αντιστάσεις υπήρξαν και μάλιστα δυναμικές, όμως το αποτέλεσμα δεν άλλαξε…
Βέβαια, η αντίσταση είναι άρνηση. Και η άρνηση από μόνη της δεν συνιστά λύση. Γι’ αυτόν το λόγο χρειάζεται να συμπληρωθεί από συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις – δηλαδή από θεωρητικώς διαυγασμένα πολιτικά προτάγματα. Στο επίπεδο αυτό είναι αλήθεια ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει ότι προχωράμε απλώς με έναν στενό εμπειρισμό. Διαθέτουμε μια πληθώρα θεωρητικών εργαλείων από τα οποία μπορούμε πάντοτε να αντλήσουμε έμπνευση και διαισθήσεις. Ούτε είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε εξαρχής σε όλα. Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε τουλάχιστον στα βασικά: την Υγεία, την Παιδεία, τη διασφάλιση του δημόσιου χώρου και του δικαιώματος στην εργασία. Όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν με τον καιρό, μέσα από μία ατελείωτη αλληλουχία δοκιμών και λαθών – που θα είναι όμως τα δικά μας λάθη. Όχι των αντιπάλων μας.
Μηδενισμός των αυταπατών, επαναστατική απελπισία, φαντασία στην αντι-εξουσία και σταδιακή συγκρότηση ενός ορισμένου πολιτικού οράματος. Αυτά είναι για μένα τα τέσσερα θεμελιώδη ζητούμενα της εποχής, για να γυρίσει ο τροχός. Και να μην κερδίσει ξανά ο διάβολος το στοίχημα της Ιστορίας.
Ο Δημήτρης Ουλής είναι διδάκτωρ κοινωνικής ανθρωπολογίας