Το θαμμένο λιμάνι

Φτάνει μόλις εκεί
μια στιγμούλα ν ’αγγίξει
ο ποιητής
Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει
με τα τραγούδια του
που τα σκορπάει

Από μια τέτοια ποίηση δεν
μου απομένει πάρεξ
ένα κάτι ελάχιστο
θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου.

Η όμορφη νύχτα

Τι τραγούδι κι ετούτο απόψε που ανεβαίνει
κι υφαίνει
με ηχώ από κρύσταλλο καρδιάς
τ’ αστέρια

Τι γιορτή πηγής
καρδιάς γαμήλιας

Δεν υπήρξα παρά
μια λακκούβα σκοτεινιάς

Τώρα δαγκώνω
Διάστημα
καθώς βρέφος τη ρώγα του βυζιού

Τώρα γίνομαι στουπί
στο μεθύσι από Σύμπαν.

Το Νησί

Σ’ ένα, παντοτινής εσπέρας, ακρογιάλι
όλο δάση αρχαία,  εκστατικά, εκατέβηκε
να περπατήσει.

Κι ένας χτύπος φτερών αναδομένος
από καρδιόχτυπο σπαραχτικό νερού που κόχλαζε
τον έκανε να δει ένα ξωτικό
που πότε σάλευε, πότε ακινητούσε.

Κάνοντας νά’βγει στον ανήφορο είδε:
κι ήταν πραγματικά μια νύμφη ολόρθη που ύπνωνε
αγκαλιά με μια φτελιά.

Πήγαιν’ ερχόταν με τον λογισμό του
από τη φαντασία στη φλόγα την αληθινή
κι έφτασε σε λιβαδοτόπι όπου
η σκιά στα μάτια των παρθένων πύκνωνε
όπως το σούρουπο σιμά στις λιόριζες.

Τα κλαδιά κρησάριζαν μια σιγανή
βελονωτή βροχή.

Κάτω απ’ την απαλή τη θέρμη προβατίνες ρέμβαζαν
άλλες βοσκούσαν την στραφταλισμένη στρώση.

Κρύφιος πυρετός γυαλοκοπούσε του βοσκού τα χέρια.

Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!