Ο θάνατος του Μύρωνα
Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
μέσα στην εκμηδένιση – και όμως χρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια τω παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος,
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά – γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
«θα επιστρέφω πάντα όσο υπάρχεις κι ύστερα
θα σταματήσουν όλα»
Θεέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου.
Ψυχή μου χόρεψε
Ψυχή μου χόρεψες όλο το καλοκαίρι
ποιος φωτεινός σηματοδότης δεν το δείχνει
Ξεδίπλωσες το σώμα σου στον ήλιο του μεσημεριού
κολύμπησες τα μάτια σου στα δέντρα και στον κάμπο
κυλίστηκες στην αμμουδιά, τσαλάκωσες τον ουρανό
χόρεψες ως το χάραμα στην ακροθαλασσιά
μέσα στον κόσμο στα γραμμόφωνα στη θλίψη.
Ψυχή μου χόρεψες για ένα μόνο καλοκαίρι.
Γράμμα στο Τζίρι
Τζίρι, καθώς γυρίζω μόνος στα λιμάνια
στη θάλασσα ή στην έρημο χρόνια μετά
σύνορα αφύλαχτα, χείλη μισάνοιχτα κι αρρώστια
βλέπω πως πάω αντίθετα στο ρεύμα, στις πηγές
της δυστυχίας θέλοντας να πιω ξανά
Τζίρι, πηγαίνω αντίθετα στο ρεύμα
τόση συσσωρευμένη πείρα για το τίποτε
βρέθηκαν άλλοι, μας ξεχάσαν, μας διαγράψανε
σκέφτομαι πόσο στην πατρίδα σου θα με ζητάς
Η μελανίνη πότισε και το δικό μου δέρμα
πέρασε μες στο αίμα, με πονά
όλα μού είναι αδιάφορα και ξένα
τώρα που η ζωή μου κόπηκε στα δυο.
Kι αν υποθέσουμε
Κι αν υποθέσουμε πως όλα έρχονταν καλά
και ταξιδεύαμε μαζί κι η πόλη έφεγγε
και το κατάστρωμα πλημμύριζε στη μουσική
κι η θάλασσα ήταν δική μας κι η στεριά
λουλούδιαζε σαν ανθισμένο περιβόλι
αν υποθέσουμε πως ταξιδεύαμε παντοτινά
|κι η αγάπη σου ανάβλυζε μέσα στα μάτια.
Τι κουβεντιάζουμε, κανένα γιατρικό δεν ωφελεί
καμιά αλλαγή στο αίμα δεν αντέχει.