του Λαοκράτη Βάσση
Στο διαλογικό δοκίμιο, υπό τον τίτλο «Ανοιχτή Συζήτηση – ΙΟΚΑΣΤΗ/ΠΑΤΡΙΔΑ – Το Εμφύλιο και το Μετεμφύλιο άγος» (εκδ. GOUTENBERG), ξεκινώντας απ’ το βασανιστικό ερώτημα «αν τέλειωσε μέσα μας κι ανάμεσά μας ο Εμφύλιος», αποπειρώμαι:
Α. Δύσκολες προσεγγίσεις
– Της εμφυλίου έριδος των Ελλήνων, απ’ τη μυθολογική της αφετηρία, που συμβολίζεται με την έξοχη Ιοκάστη του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο εξώφυλλο του βιβλίου.
– Του αδελφοκτόνου Εμφυλίου 1946-49, στον τραγικό αντίποδα του ανυπέρβλητου μεγαλείου του Έπους του ’40 και της Εθνικής Αντίστασης.
– Του μετεμφυλίου ζόφου, ιδιαιτέρως, απ’ το 1949 ως την πτώση της Χούντας των συνταγματαρχών (1974), με όλες τις τοξικές παρενέργειες της περιόδου αυτής στη ζωή του Τόπου μας.
Β. Αναζητήσεις αντίδοτου θεραπείας απ’ τον «ιό της εμφυλίου αράς»
– Ανιχνεύοντας τον δρόμο της πολιτιστικής ίασης, με αξιακό απόσταγμα απ’ τη μεγάλη ακολουθία των αιώνων πολιτισμού της ελληνικής διαχρονίας.
– Καταθέτοντας «δέκα κοινές εν-νοήσεις» , δίκην πολιτιστικού συντάγματος του Ελληνισμού, ως την αναγκαία ενοποιό μας συνθήκη, σε τούτους τους πολύ ύποπτους καιρούς της μετανεωτερικής αποικιοποίησής μας. Με αυτονόητα δεδομένο πως στα πολύ δύσκολα οι λαοί κρατιούνται απ’ την «ψυχή» τους.
Με συνείδηση της μεγάλης δυσκολίας του «θέματος», επισημαίνω στο «προλογικό Σημείωμά», πως το δοκίμιό μου: «Δεν είναι… μελέτη, με επιστημονικές ή άλλες απαιτήσεις και ζητούμενα. Αλλά ανοιχτή συζήτηση, αβίαστη και απροκατάληπτη, όσο γίνεται, για ένα βαθύ εθνικό τραύμα, που πόνεσε πολύ κι εξακολουθεί να νιώθει ακόμη τα υπόλοιπα του πόνου του η ψυχή του Τόπου μας».
Μη μπορώντας να αναφερθώ εδώ σε όλα τα κρίσιμα σημεία των διαλογικών αναλύσεων, θα περιοριστώ σε μερικά μόνο απ’ αυτά, που συνθέτουν, όπως εκτιμώ, τον εσώτερο πυρήνα των συχνά… ελλειπτικών θεωρήσεών μου. Που είναι:
Πρώτον: Οι ανιχνεύσεις της βαθύτερης αιτιότητας της «εμφυλίου έριδος των Ελλήνων», ιστορικο/πολιτιστικής και όχι εγγενούς, με σκεπτικιστική αφετηρία της τον Θουκυδίδειο αφορισμό: «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή».
Δεύτερον: Η «ανάγνωση» του Εμφυλίου (1946-49) στο ερμηνευτικό πλαίσιο του «ελληνικού επαμφοτερισμού» μεταξύ Δύσης και Ανατολής, με δεδομένη τη φυγόκεντρη και άφρονα μετατόπιση των «εμφύλιων παρατάξεων» απ’ το ενοποιό μεγαλείο του «Έπους του ‘40». Προσπερνώντας σκοπίμως τα αίτια και τις ευθύνες αυτής της μεγάλης αδελφοκτονίας μας.
Τρίτον: Οι πολύ μαύρες πτυχές του «Μετεμφύλιου ζόφου», όπου συμπεριλαμβάνεται κι η Χουντική εφταετία, με ιδιαίτερη αναφορά: τόσο στη «φαιά δομή» της μετεμφύλιας εξουσίας (Αμερικανοί + Ανάκτορα + Κράτος και Παρακράτος της Δεξιάς, με τους ταγματασφαλίτες, τους δωσίλογους και τους μαυραγορίτες), όσο και στη μετεμφύλια ήττα των νικητών και στη νίκη των ηττημένων, σε ηθικο / πολιτικό, προφανώς, επίπεδο. Αλλά και στις τοξικές μετεμφύλιες και μεταχουντικές παρενέργειες στην εθνική ζωή, που οι μεταλλάξεις τους συνεχίζουν και πέραν των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης.
Τέταρτον: Τα λίγα υποψιαστικά περί ταξικής ανάγνωσης του δικαίου, είτε υπό το πρίσμα των κυρίαρχων τάξεων, που ταυτίζουν το δικό τους συμφέρον με το εθνικό, είτε υπό το πρίσμα των υποτελών τάξεων, όταν κι αυτές… φετιχοποιούν τον ταξικό χαρακτήρα της ιδεολογίας τους, με όλες τις θεωρητικές δυσκολίες του ζητήματος.
Πέμπτον, τέλος: Η πολύ δύσκολη αναζήτηση της πολιτιστικής ίασης απ’ τον «ιό της εμφυλίου έριδος και… αράς», με την κατάθεση «δέκα κοινών εν-νοήσεων» υπαρξιακής αναγκαιότητας. Όπου προτάσσεται αιτιολογικά η οριακότητα της περιόδου που ζούμε, όπως την αναδεικνύουν: η καλπάζουσα δημογραφική κατάρρευσή μας, η βαθιά πολιτιστική κρίση μας (πνευματική, ηθική, αξιακή και, εντέλει, ταυτοτική), η Χρεοκοπία του 2010 με τη συνακόλουθή της μετανεωτερική αποικιοποίησή μας , αλλά και μεγάλες περιστασιακές δοκιμασίες, όπως η πανδημία.
…Ελπίζοντας να πέτυχα μια πρώτη «γνωριμία» του αναγνώστη με το «πνεύμα» του δοκιμίου , όπως και στόχευα, ολοκληρώνω αυτό το «μικρό σημείωμα» με τον επίλογό του, απ’ όπου και ο τίτλος: ΙΟΚΑΣΤΗ/ΠΑΤΡΙΔΑ. Που είναι, θέλω να πιστεύω, αρκούντως δηλωτικός της βαθύτερης λογικής που διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου: «Γιατί, κάποτε πρέπει να φτάσουμε στην ενοποιό υπέρβαση της έρπουσας λογικής των εκατέρωθεν εμφύλιων δικαιώσεων. Κι αυτό, εν ονόματι της «κοινής κοίτης» που διατρέχει και ενώνει τις δυο “όχθες” της εθνικής μας συλλογικότητας. Έτσι που να πάψουμε να βλέπουμε με το δεξί μάτι τους Ετεοκλήδες και με το… αριστερό τους Πολυνείκηδες της εμφύλιας τραγωδίας μας. Περνώντας, με ενσυνείδητη καλλιέργεια και σφυρηλάτηση της αντίστοιχης πολιτιστικής φιλοσοφίας, στην ενιαία τροχιά μιας ΙΟΚΑΣΤΗΣ/ΠΑΤΡΙΔΑΣ, που αγκαλιάζει, όμοια δικαιωμένα και όμοια αδικαίωτα, τα “δεξιά” και τα “αριστερά” παιδιά της μεγάλης αδελφοκτονίας μας».-