Στη διαδρομή για το Α΄ Νεκροταφείο, συζητώντας με τον Γιάννη για την καταστροφή της κερδοφόρας επιχείρησής του, με όλο αυτό το στημένο κόλπο της χρεοκοπίας της χώρας, διαπιστώνουμε ξαφνικά ότι έχουν πάρει τα κλάματα τον οδηγό μας. Τι έγινε, ρε άνθρωπε; Ξεκίνησα από το χωριό μου, πάλεψα, το χωριατόπαιδο, και από μια ραπτομηχανή κατάφερα να έχω 580 εργαζόμενους που έραβαν τα ρούχα με τα οποία προμηθεύαμε όλα τα εμπορικά της Ελλάδας. Και δεν ήμουνα ο μόνος. Από την Ομόνοια μέχρι το Μοναστηράκι, ήμασταν δυόμιση χιλιάδες βιοτέχνες που φτιάχναμε από κουμπιά, φερμουάρ, κάλτσες και ζώνες μέχρι κοστούμια, παλτά και παπούτσια. Χιλιάδες άνθρωποι είχαν δουλειά και χιλιάδες μαγαζιά συντηρούσαν οικογένειες και έκαναν την κοινωνία πιο πλούσια. Μας ρήμαξαν. Οι κυβερνήσεις και οι τράπεζες παίξανε βρώμικο παιχνίδι για να εξαφανιστεί η ελληνική παραγωγή και το ελληνικό εμπόριο. Σε καμία χώρα δεν έγινε αυτό που έγινε στην Ελλάδα. Καταστραφήκαμε όλοι, ενώ επέζησαν οι τράπεζες, οι οποίες είναι τώρα ιδιωτικές, αλλά χρηματοδοτήθηκαν με πενήντα δισεκατομμύρια από τον ελληνικό λαό ενώ έπρεπε να κλείσουν γιατί αυτές είναι το κέντρο και ο μηχανισμός διαφθοράς και διάλυσης της οικονομίας της χώρας. Δηλαδή, αυτοί ελέγχουν τους πολιτικούς∙ οι «μεγάλοι» είναι μια χαρά, δεν τους άγγιξε κανένας. Αντιθέτως. Όλους τους αυτοδημιούργητους, που ξεκινήσαμε με μπαλωμένα παντελόνια και φτύσαμε αίμα, μας εκτέλεσαν στην ψύχρα. Δέστε τους. Αυτοί, κώλος και βρακί με τους πολιτικούς, δεν τους μάτωσε ρουθούνι και κουνάνε το δάχτυλο στους βιοτέχνες και εμπόρους, σε όλους τους μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες που λεηλατήθηκαν και γονάτισαν. Ευτυχώς, εγώ καλά είμαι. Ζω σε μια γκαρσονιέρα και δουλεύω ταξί, γιατί είχα επαγγελματικό δίπλωμα από το στρατό, αλλά όλοι αυτοί που τους ξέρατε με τα μεγάλα μαγαζιά, με τα παπούτσια και τα ρούχα, έχετε υπόψη σας πού είναι; Στη φυλακή! Και κάποιοι αυτοκτόνησαν. Εγώ είμαι καλά. Μου τα πήραν όλα, ό,τι έφτιαξα με πενήντα χρόνια ιδρώτα και όλα τα παιδιά που τους έδινα δουλειά, οικογένειες ολόκληρες, έμειναν στο δρόμο και περιμένουν κανένα επίδομα για να πληρώσουν το νερό και το ηλεκτρικό. Ευτυχώς, εγώ είμαι καλά, έλεγε κλαίγοντας, ο ταξιτζής μας…
Στέλιος Ελληνιάδης