Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τη «φιλοξενία» προσφύγων «άναψε τα αίματα»
Στις 28 Σεπτέμβρίου το Δημοτικό Συμβούλιο του Ρεθύμνου συζήτησε και αποφάσισε για το ζήτημα της «φιλοξενίας» των προσφύγων που αναλογούν στο δήμο, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης. Την ίδια ώρα, έξω από το δημαρχείο, συγκεντρώθηκαν μερικές δεκάδες πολίτες ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Χρυσής Αυγής, του Σώρρα και του Συλλόγου Οφειλετών Ρεθύμνου (!). Ως απάντηση, αντιφασιστικές οργανώσεις της πόλης, καλούσαν σε αντισυγκέντρωση λίγα μέτρα μακριά.
Όταν οι δύο συγκεντρώσεις συναντήθηκαν έξω από το δημαρχείο ξέσπασε σύγκρουση, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ενός ατόμου που φέρεται να είναι μέλος της Χρυσής Αυγής από το Ηράκλειο. Στη συνέχεια επενέβη η αστυνομία, ενισχυμένη με δυνάμεις από τα Χανιά, κάνοντας χρήση δακρυγόνων μπροστά από σχολικό συγκρότημα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την τρομοκράτηση παιδιών και δασκάλων καθώς και τη σύλληψη και τον τραυματισμό δύο διαδηλωτών οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι το ίδιο απόγευμα.
Τα παραπάνω όμως είχαν και συνέχεια αφού τις επόμενες μέρες, ομάδες της Χρυσής Αυγής βγήκαν για «σαφάρι» στην πόλη, ανενόχλητες, ξυλοκοπώντας και στέλνοντας στο νοσοκομείο 3 νέους θεωρώντας τους αναρχικούς. Η ένταση μεταφέρθηκε και στα σχολεία της πόλης -με κάποια από αυτά να τελούν υπό κατάληψη- με μαθητές που πρόσκεινται στη Χρυσή Αυγή να έρχονται στα χέρια με μαθητές του αντιφασιστικού και αναρχικού χώρου.
Η δράση εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων δεν είναι καινούργια για την πόλη του Ρεθύμνου. Η ΟΕΡ (Οργάνωση Εθνικιστών Ρεθύμνου) είχε πολύχρονη δράση στην πόλη με σημαντική οργανωτική δουλειά, ειδικά στα σχολεία, πριν ενσωματωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της, στη Χρυσή Αυγή. Οι υπάρχουσες δυνάμεις της Ακροδεξιάς στην πόλη του Ρεθύμνου χρησιμοποίησαν το ζήτημα των προσφύγων για να επεκταθούν κυρίως στον αγροτικό πληθυσμό. Από την άλλη, η πλευρά του «αντιφασισμού» έχει αφήσει πεδίο δόξης λαμπρό στους εθνικιστές και τις ιδέες τους, καθώς παραμένει προσκολλημένη σε μια ρηχή ανθρωπιστική αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος και μια «στρατιωτική» αντιμετώπιση της οργανωτικής ανάπτυξης της Χρυσής Αυγής αλλά και των άλλων ακροδεξιών ομάδων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η συγκέντρωση των «φασιστών» αποτελούνταν, πέρα από έναν ολιγάριθμο πυρήνα της Χρυσής Αυγής, από Ρεθυμνιώτες και από αγρότες, η συγκέντρωση των «αντιφασιστών» ήταν αμιγώς φοιτητική. Η εικόνα αυτή ενισχύει την αντίληψη που επικρατεί στην πόλη ότι δηλαδή το Ρέθυμνο έχει δύο ψυχές, μια των ντόπιων και μια των φοιτητών.
Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνία του Ρεθύμνου κινδυνεύει να τεθεί απέναντι σε ένα κάλπικο και διχαστικό ερώτημα: είσαι με τους πρόσφυγες ή εναντίον τους; Το ερώτημα αυτό αποκρύπτει το πραγματικό δίλημμα για το αν θα επιτρέψουμε να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με κρατούμενους τόσο τους πρόσφυγες όσο και τους Έλληνες. Το ζητούμενο είναι αν θα δοθεί η μάχη για μια χώρα κυρίαρχη και ελεύθερη που θα συμβάλλει στην ειρήνευση της φλεγόμενης γειτονιάς μας.
Μ.Β.