Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Ώς πότε η θύμηση ταξίδια, που ποτέ δεν τέλειωσαν, απ’ τα κιτάπια της θ’ ανασύρει; Ως πότε συντρίμμια από ναυάγια, το κύμα σ’ έρημες ακτές θα ξεβράζει; Χρόνια τώρα, με λαχτάρα περίσσια, στα λιμάνια κατεβαίνουμε, τον ερχομό εκείνου του πλοίου, του δικού μας, περιμένουμε επιτέλους, να καλωσορίσουμε. Τα μάτια μας ανυπομονούν, τους ξεχασμένους συντρόφους να δούνε και πάλι τη σκάλα του μπάρκου να δρασκελίζουν, την στεριά για να πατήσουν και στις αγκαλιές μας να αγκυροβολήσουν. Χρόνια τώρα, κλεφτά τ’ άστρα, τις νύχτες της προσμονής φωτίζουν. Χρόνια τώρα, άδεια λιμάνια μας υποδέχονται κι ο ήχος της μοναξιάς κούφιος, μας συντροφεύει στον δρόμο της επιστροφής. Κι όταν φτάνουμε στ’ άδεια σπίτια μας, που είναι στο μισοσκόταδο τυλιγμένα, κλεινόμαστε στα δωμάτιά μας κι εκεί με δακρυσμένα μάτια τα θλιβερά τραγούδια μας σιγομουρμουρίζουμε, ωδή για τους αδικοχαμένους συντρόφους. Κι ο λόγος του ποιητή μελαγχολικός θα μας θυμίσει τη μάταιη περιπλάνηση:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει/ παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…/ Το καράβι που ταξιδεύει το λένε Αγωνία 937.

Ήταν και τότε 30 του Μάρτη 1952. Ο ήλιος δεν είχε προφτάσει ακόμη τις πρώτες ελπιδοφόρες ακτίνες του να εξαπολύσει, τη νύχτα σε φυγή να τρέψει. Το ρολόι έδειχνε 03:48. Τότε ήταν που ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Ηλίας Αργυριάδης, ο Νίκος Καλούμενος, έπεφταν δολοφονημένοι στο Γουδί – ο γνωστός τόπος εκτελέσεων. Χάθηκαν, γιατί έτσι το ήθελαν οι ξένοι άρπαγες κι οι ντόπιοι υπηρέτες τους. Οι κατακτητές, πάντα ίδιοι, ένα μόνο έχουν στο μυαλό τους: πώς το αύριο των λαών να τουφεκίζουν. Κι εμείς γαντζωθήκαμε στη ζωή και των παλικαριών, εκείνη τη ματωμένη χαραυγή, τραγουδάμε, τότε που έφοδο έκαναν στο θάνατο, λες κι έτρεχαν την πρώτη τους αγάπη ν’ ανταμώσουν. Η πιο μεγάλη νύχτα άνοιξε τις μαύρες της φτερούγες κι εμείς δεχόμαστε βρισιές και λοιδορίες απ’ τους υπηρέτες, περιμένοντας την Ανατολή να ροδίσει.

Κι ο χρόνος αδιάφορος κυλάει κι εμείς με λαχτάρα τον Ήλιο καρτερούμε να πεταχτεί πάνω απ’ του Υμηττού την κορυφή. Το σύμπαν να λαμπαδιάσει απ’ της φύσης το θαύμα. Οι σημαίες μας να ξεδιπλωθούν και τις πλατείες να κατακλύσουν. Με τι πόθο σε προσμένουμε Ήλιε φωτοδότη στον Ουρανό ψηλά για να σταθείς και εκεί να μείνεις. Κι έτσι ήρθαν οι μέρες οι τωρινές. Πιστέψαμε στη δύναμη της σφιγμένης μας γροθιάς. Σηκώσαμε περήφανα το κεφάλι. Ατενίσαμε τον ουρανό. Βροντοφωνάξαμε πως ετούτος ο γαλάζιος θόλος ανήκει και σε μας. Καιρός με φωνή σταθερή ν’ αρθρώσουμε τις νικητήριες λέξεις. Πάντα να έχουμε κατά νου όμως, πως τίποτα δεν χαρίζεται.

Όμως, φίλοι μου, ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Η διεθνής των τοκογλύφων διά των αντιπροσώπων της δεν πρόκειται σε δηλώσεις να προβεί και με λόγια απλά, συγχαρητήρια να πει στην ελληνική Αριστερά για το κατόρθωμά της κι ύστερα συγκινημένη ν’ αποχωρήσει. Κοιτάξτε τους σύγχρονους Μετερνίχους. Ύαινες πραγματικές. Δείχνουν τ’ ακονισμένα δόντια τους κι απειλούν τις σάρκες όσων δεν υπακούουν στις εντολές τους, να ξεσκίσουν. Παίζουν με το χρόνο. Προσπαθούν να δημιουργήσουν χρηματοδοτική ασφυξία. Ονειρεύονται μια απέραντη αποικία χρέους να εγκαταστήσουν στη νότια Ευρώπη. Και δεν είναι μόνοι τους. Είναι κι οι υπηρέτες που συνωθούνται στους διαδρόμους, στους προθαλάμους, στις αίθουσες αναμονής κι εκλιπαρούν την εύνοια, πάση θυσία, της Ρώμης ν’ αποκτήσουν. Αυτοί είναι πιο σκληροί, πιο ανελέητοι από το διευθυντήριο. Μα κι οι όψιμοι Αριστεροί λίγο κακό δεν κάνουν. Αποτραβηγμένοι στην ήσυχη γωνιά τους, εκτοξεύουν μύδρους «επαναστατικούς». Μια είναι η συνταγή, σύντροφοι. Ανεπιφύλακτα, με ειλικρίνεια, στο λαό να στραφεί η κυβέρνηση η αριστερή, και με λόγια απλά τη σοβαρότητα της κατάστασης να περιγράψει. Πόσο οξυγόνο, αλήθεια, έχομε ακόμα στη διάθεσή μας; Και, σύντροφοι, οι κοκορομαχίες στο κοινοβούλιο δεν βοηθούνε το έργο της Αριστεράς. Και τα χαράματα οι καρδιές να μην τουφεκίζονται.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!