Διαβάστε το Μέρος Α’ , Μέρος Β‘
Αφετηρία της αφήγησης είναι η έναρξη της ήττας του ελληνικού στρατού –όπως ήρθε στα αυτιά του Θωμά K. Σχίζα– και η καταστροφή. Διατήρησα την «ορθογραφία» με τις παρεκκλίσεις της από τον κανόνα της ορθότητας, πιστεύοντας πως και αυτή είναι τεκμήριο μιας εποχής.
Γ.Σχ.
του Θωμά Κ. Σχίζα
Στον Πόρο
Τέλος κατευθύνθηκε το Πλαταιαί στον Πόρο και στας 7.30 περίπου το πρωϊ φθάσαμε εκεί. Αμέσως άρχισε η αποβίβασις και διήρκεσε μέχρι τας 5μμ το απόγευμα. Η δίψα ανάγκαζε τους στρατιώτας να αφίνουν τον οπλισμό τους στο κατάστρωμα και να φεύγουν. Πολλοί όμως από το πείσμα τους τα έριχναν στη θάλασσα επειδή δε μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους. Επειδή πάλιν η αποβίβασις διήρκεσεν όλην την ημέρα μερικοί αυτ/ται καλοί κολυμβιταί πήραν από ένα άδειο τενεκέ και πήγαν στο απέναντι λεμονοδάσος και από πηγάδια πήραν νερό στα δοχεία και το έφεραν στο πλοίο.
Το τι έγινε όταν έφθασαν κάτω από το πλοίο δεν περιγράφεται. Τελικώς ένα δοχείο περιήλθε στην κατοχή μου και δυο άλλων συναδέλφων και το κρύψαμε. Εν τω μεταξύ πήραμε μερίδιο από ένα κύπελο νερού από άλλον τενεκέ. Το δοχείο το ήπιαμε 3 αλλά χωρίς να κατευνάσουμε τη δίψα μας. Τότε θυμήθηκα ότι στο διάστημα 48 ωρών δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου. Με τον αφοπλισμό οι κυβερνώντες νόμιζαν ότι θα εξουδετέρωναν τον κίνδυνον της ζωής που διέτρεχαν τα κεφάλια τους από τους οργισμένους πολεμιστάς.
Πριν να αρχίσει η αποβίβασις των στρατιωτών ένας αξιωματικός φώναξε με τον τηλεβόα και είπε όποιος συνοδεύει υλικά του στρατού να καθήσει στο πλοίο για να τα παραδώσει στον Πειραιά. Μείναμε εν όλω 40 στρατιώται. Αφού κατέβικαν όλοι οι στασιασταί έφθασε μια βάρκα με κουραμάνες και με μερικές κονσέρβες και μας τις μοίρασαν. Το πλοίο εν τω μεταξύ σήκωσε τις άγκυρες. Θα επιστρέφαμε αμέσως και ολοταχώς στη Σμύρνη για να πάρετε ότι σας φορτώσουν, είπε στον καπετάνιο ο αξιωματικός. Σχεδόν δε μου κακοφάνηκε. Καλοκαίρι ήταν και παιδιά καθώς είμασταν ξαπλώσαμε σε διάφορα σημεία του πλοίου. Την άλλη μέρα το βράδυ είμασταν στα Μικρασιατικά παράλια. Ασύρματο το πλοίο δεν είχε να μάθουμε τα νέα γιατί ο ασύρματος τότε ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένας οπτικός τηλέγραφος και τον συνόδευε ένας τηλεγραφητής. Νύχτα και χωρίς φεγγάρι προχώρισε το Πλαταιαί προς τη Σμύρνη κανένα όμως πλοίο δε συναντήσαμε στο ταξίδι και ούτε στο κόλπο της Σμύρνης. Είχαμε φθάσει πλέον απέναντι στα Βουρλά που βρίσκονται τα Εγγλεζονήσια και όλοι είχαμε εστραμένα τα βλέμματά μας προς τη Σμύρνη που είναι στο βάθος του κόλπου.
Για μια στιγμή ένας οπτικός μας έκανε σήματα από δεξιά και εξ αποστάσεως 1-2 μιλίων. Ποιοι είσθε σεις; Και αμέσως ετέθει εις ενέργειαν ο δικός μας οπτικός. Πλοίον Πλαταιαί, πηγαίνουμε προς Σμύρνην… Πλησιάσατέ μας, πολεμικόν Κιλκίς. Πλησιάσατέ μας…
Στα Εγγλεζονήσια
Για να πάμε όμως στο πολεμικό έπρεπε να περάσουμε από ένα νησάκι μικρό και υπήρχε φόβος να πέσουμε στον κάβο του. Ο πλοίαρχος είπε τότε με τον οπτικό στο κιλκίς να ανάψει έναν προβολέα και να ρίψει το φως του επάνω στον μικρό κάβο για να βλέπει. Σε λίγο άναψε ο προβολέας του πολεμικού και φώτιζε διαρκώς το βραχώδες σημείο που ήταν ο κάβος. Το Πλαταιαί που ήταν πάντοτε υπ’ ατμόν προχώρισε προς το Κιλκίς οδηγούμενον από το σημείο που ξεκίνησε με το φως του προβολέως.
Εν τω μεταξύ για να είναι ασφαλής ο πλοίαρχος έριψε 2-3 φορές βολίδες στη θάλασσα για να μάθει το βάθος της. Το Κιλκίς δεν ήταν μακριά και σε λίγο φθάσαμε. Έσβησε ο προβολέας και το Πλαταιαί πλεύρισε από το ανατολικό μέρος του πολεμικού. Καθώς όμως ήταν άδειο το πλοίο είχε λίγο βύθισμα και εκάλυπτε τελείως την θέαν του πολεμικού προς ανατολάς, αλλά η στάσις ήταν σύντομη. Πριν ρίψει τις άγκυρες ο πλοίαρχος του είπε ότι θα παρελάμβανε 60 άνδρες που περισυνελέγησαν από την απέναντι ακτή. Έπειτα από καιρό έγινε γνωστό ότι αυτοί οι άνδρες ήταν μέρος από εκείνους που διέφυγαν την αιχμαλωσία όταν παρέδωσε τους άλλους ο ζεγκίνης στη θέση Παράδεισο της Σμύρνης. Πριν αρχίσει η επιβίβασις των ανδρών στο Πλαταιαί οι τούρκοι που ήταν 3-4 μίλια μακριά άρχισαν να βάλουν με το πυροβολικό τους που είχε θέσεις κοντά στο κάστρο του Αηγιώργη. Οι οβίδες τους έπεφταν πολύ μακριά.
Αμέσως το Πλαταιαί σήκωσε τις άγκυρες και φύγαμε χωρίς να πάρουμε τους 60 άνδρες που βρίσκονταν στο πολεμικό. Μόλις αφήσαμε ελεύθερη τη θέα στο πολεμικό έβαλε και εκείνο εναντίον των τούρκων. Στο βάθος πάλιν του κόλπου προς τα Βουρλά και από τας λάμψεις των πυροβόλων διακρίναμε 4 μικρά πολεμικά μας που ήταν κοντά στην παραλία. Φαίνωνταν καθαρά τα τροχιοδυκτικά βλήματα που έστελναν από μακριά στους τούρκους. Σε λίγα λεπτά άρχισε από τη θάλασσα έως την κορυφή του βουνού «Δυο Αδέλφια» να γίνεται ανταλλαγή πυρών πεζικού. Οι δύο γραμμές των αντιπάλων σχημάτιζαν καταπληκτική ευθεία και ήταν ευδιάκριτες από τας λάμψεις των όπλων στην ασέληνη νύχτα . Εκεί υπήρχαν τμήματα συντεταγμένα του στρατού μας και καθώς έμαθα αργότερα ήταν του Πλαστήρα. Για να μην αδικίσω όμως κανένα άλλον αξιωματικό αφήνω κάποια αμφιβολία εις το αν ήταν όλα τα τμήματα υπό την διοίκησίν του.
Έτσι εγκαταλείψαμε τον κόλπο της Σμύρνης. Πριν όμως απομακρυνθούμε το Κιλκίς με τον οπτικό του μας διέταξε «Κατευθυνθείτε εις χίον εις χίον». Εις τα 10π.μ. είμασταν πλέον εις χίον στην παραλία του νησιού. Χιλιάδες στρατιώται ήταν εις όλην την έκτασιν της παραλίας και παρακολουθούσαν την κίνησιν των πλοίων. Άνω των 50 φορτηγών και επιβατικών ήταν στο λιμάνι και έξω στο πέλαγος αγκυροβολημένα. Εκτός των πλοίων που ήταν εκεί κατέφθαναν συνεχώς και άλλα από όλες τις θάλασσες της γης για να μεταφέρουν το στρατό και μικρασιατικό πληθυσμό στη μητέρα πατρίδα. Εν τούτοις αυτοί οι ίδιοι που έδωσαν τη διαταγή της συγκεντρώσεως των πλοίων προηγουμένως είχαν δώσει διαταγή και επί ποινή θανάτου οι πλοίαρχοι να μην παίρνουν πολίτες από τη Σμύρνη, γιαυτό και δεν πήγαν διόλου πλοία για να μην έρθουν οι μικρασιάτες στην Παλαιά Ελλάδα. Υπάρχει ο αριθμός της διαταγής. Για να δώσω μια ιδέα της συγκεντρώσεως των πλοίων από των μακρυνών θαλασσών θα πω μόνο για το υπεροκεάνιον Μεγάλη Ελλάς. Αυτό το πλοίο ήταν το μεγαλύτερον και πολυτελέστερον επιβατικόν την εποχήν εκείνην. Κατάλευκον 27 χιλ. τόνων ήταν το καμάρι της Ελληνικής Ναυτιλίας. Όταν έγινε η καταστροφή έπλεε προς την Αμερική πλήρη επιβατών και βρίσκωνταν στο μέσον του Ατλαντικού ωκεανού. Όταν έλαβε όπως όλα τα Ελληνικά πλοία όπου και αν έπλεαν το σήμα της επιστροφής των στην Ελλάδα αμέσως και το υπερωκεάνιον αυτό επέστρεψε στην Ελληνική θάλασσα. Δεν γνωρίζω όμως εάν έφερε και τους επιβάτες εδώ ή τους παρέλαβε άλλο πλοίο ξένης υπηκοότητος.
Αγκυροβόλησεν λοιπόν και το Πλαταιαί εκεί και περίμενε διαταγές .Έξω στην παραλία εκατοντάδες στρατιωτών ψάρευαν με γνωστά εργαλεία ψαρικής και μερικοί έριχναν στη θάλασσα και χειροβομβίδες. Ο στρατός καθώς βγήκε από την πόλι της χίου δεν είχε τίποτα από εκείνα που έχουν οι οργανωμένοι στρατοί. Αλλού πήγαν οι αξιωματικοί αλλού οι στρατιώται, επιμελητεία, γιατροί και ότι άλλο χρειάζονταν δεν υπήρχε. Οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν τους στρατιώτας που έβλεπαν και οι στρατιώται τους αξιωματικούς.
Με λίγα λόγια δε γνώριζε το σκυλί τον αφέντη του. Όσοι είχαν λεφτά κατάφερναν και έφευγαν για την παλ. Ελλάδα, αλλά αυτοί πρέπει να ήταν πολύ λίγοι.
Καθώς μάθαμε τότε που βρισκόμασταν στη χίο η αρχή της οργανώσεως του στρατού άρχισε ως εξής. Ανεξαρτήτως σώματος που ανήκε ο κάθε στρατιώτης πήγαινε στο μέρος που είχε ορισθεί ως τόπος συγκεντρώσεως των στρατιωτών της περιφέρειάς του. Έτσι αλλού πήγαιναν οι Αθηναίοι αλλού οι Θηβαίοι και ούτω καθεξής. Το μεσημέρι της ιδίας ημέρας έλαβε διαταγή ο πλοίαρχος να κατευθυνθεί προς τη Μικρασιατική πόλι Τσεσμέ. Η πόλις αυτή είναι απέναντι της χίου και χωρίζεται από λίγα μίλια θαλάσσης. Το πλοίο σήκωσε αμέσως τις άγκυρες και γρήγορα είμασταν εκεί. Το Τσεσμέ είναι κτισμένο στο άκρον μιάς χερσονήσου και το λιμάνι του είναι μικροσκοπικό. Φυσικά τα πλοία ήταν αγκυροβολημένα εκτός του μικρού λιμένος. Κατά καλήν τύχην η θάλασσα ήταν τελείως ήρεμος εκείνο το διάστημα. Η περιοχή είναι χερσόνησος και 10 χιλ/τρα βαθύτερα σχηματίζει λαιμό. Εκεί είναι λουτρά και η ελληνική πόλις Αλάτσιατα. Στο μέρος αυτό και από τις δύο πλευρές ήταν ο Ελληνικός στόλος και ημπόδιζε με τα κανόνια του τους τούρκους να περάσουν προς το Τσεσμέ. Τα εμπορικά πλοία που περίμεναν στο πέλαγος ήταν άνω των 40 ενώ ο στρατός που απέμεινε προς επιβίβασιν ήταν πολύ λίγος. Αρχηστράτηγος είχε διορισθεί ο στρατηγός Πολυμενάκος και το στρατηγείο του ήταν σε κάποιο βοηθητικό του στόλου. Από αυτά τα πλοία είχε 4 ο Ελλ. Στόλος και επειδή δεν είχαν καρένα όπως τα ποταμόπλοια τα ονόμαζαν ποταμούς. Σε ένα λοιπόν από τους ποταμούς είχε το στρατηγείο του ο Πολυμενάκος, τώρα όμως θα πρέπει να πούμε και για τα πολεμικά μας αυτά για τους περίεργους. Η ταχύτης των δεν ξεπερνούσε τα 4 μίλια την ώρα την κίνησίν των την έπαιρναν από ένα είδος ελίκων που ήταν τοποθετημένοι στις δύο πλευρές των. Ο οπλισμός τους ήταν δύο μικρά πολυβόλα ένα στη πλώρη και ένα στη πρύμνη.
Στο τσεσμέ ακούγονταν το όνομα του Γονατά και του Πλαστήρα. Για κανένα άλλον δεν γίνωνταν λόγος.
Οι δυο αυτοί είχαν εκεί τα πιο συντεταγμένα τμήματα στρατού εκείνη την ώρα. Ένα βράδυ έμεινε το πλοίο μας εκεί όπως και τα άλλα και φυσικά εκτός του λιμένος. Όλην την νύχτα ακούγονταν κανονιές από τα πολεμικά και οι προβολείς ήταν εις αέναον κίνησιν. Την άλλη μέρα κατέβασε ο πλοίαρχός μας στη θάλασσα μια βάρκα και βγήκαν στη στεριά μερικού στρατιώτες με τα όπλα τους. Στα χωράφια έβοσκαν πολλά ζώα αγελάδες και άλογα αδέσποτα. Οι στρατιώται σκότωσαν ένα δαμάλι και το έκοψαν μισογδαρμένο κομμάτι και το έφεραν στο πλοίο.
Έτσι φάγαμε μια μέρα κρέας μαγηρεμένο έπειτα από 10 ημέρας κονσερβοφαγίας. Στα 2 μμ ένα τουρκικό αεροπλάνο έκανε δυο κύκλους πάνω από το τσεσμέ, έριξε μερικές ριπές πολυβόλου αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία. Αργότερα το απόγευμα τα πολεμικά μας συνεχώς εβομβάρδιζαν τα μέρη που μπορούσαν να περάσουν οι τούρκοι προς το λαιμό της χερσονήσου. Εν συνεχεία ακούγονταν περισσότερες κανονιές και παρετηρήθει κάποια ανησυχία στα πλοία που ήταν διασκορπισμένα έξω από το λιμάνι. Μερικοί πλοίαρχοι σήκωσαν τις άγκυρες και πήγαιναν πιο πέρα και ένα δυο ανοίχτικαν στο πέλαγος χωρίς την εντολήν του στρατηγείου. Το μικρό όμως κανονάκι ενός εκ των ποταμών το επανέφερεν εις την θέσιν του. Δυό οβίδες έσκασαν μερικά μέτρα στο πλαει του πλοίου και ο καπετάνιος κατάλαβε ότι δε μπορούσε να κάνει του κεφαλιού του. Σε λίγο το πλοίο επέστρεψε εις τα ίδια.
Όπως είπα και προηγουμένως πέριξ της πόλεως ήταν πολλά ζώα αδέσποτα, ιδίως από αυτά που εγκατέλειψε ο στρατός γιατί δε μπορούσε να τα πάρει. Το μεσημέρι βγήκαν μερικά αποσπάσματα στρατιωτών και σκότωσαν τα ζώα αυτά για να μη πέσουν στα χέρια των τούρκων (*). Επιβιβάσθησαν εν συνεχεία και αυτοί στα πλοία και όλα ήταν έτοιμα προς απόπλουν. Ήταν Σάββατον, 3.9.22.
ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
***
(*) Για το περιστατικό της «εκτέλεσης» των ζώων διηγείται ο ιστορικός Ε. Βρανόπουλος στην Ελευθεροτυπία στις 22/8/83 : «Δυστυχώς δεν κατέπλευσαν και άλλα σκάφη, για να επιβιβάσουν και τα ζώα της Μεραρχίας. Καμήλες, μουλάρια και άλογα συγκεντρώθηκαν έτσι σε μια μεγάλη πλατεία και διατάχθηκε η εκτέλεσή τους. Δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια του εχθρού. Ήταν όμως η εξόντωση των ζώων τους, για τους Έλληνες οπλίτες, η πιο σκληρή διαταγή, που έπρεπε να εκτελέσουν στο διάστημα της εκστρατείας. Με τις πρώτες σφαίρες πολλά ζώα σκόρπισαν στους γύρω δρόμους, ενώ το αίμα έτρεχε πυκνό από τις πληγές τους. Βουβά, παρά τον πόνο τους, κοιτούσαν γύρω τους με απορία. Το θέαμα ήταν για τους στρατιώτες πολύ οδυνηρό. Τα ζώα αυτά, που τους είχαν προσφέρει τόσες υπηρεσίες, τα θεωρούσαν, κατά κάποιο τρόπο, συμπολεμιστές τους. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, που είχαν αναλάβει να εκτελέσουν τη διαταγή, δεν μπόρεσαν να την ολοκληρώσουν. Άφησαν πολλά ζώα να διαφύγουν ελεύθερα. Μερικοί, μάλιστα, τα αγκάλιαζαν και τα καταφιλούσαν».