Το αξιοσημείωτα μαζικό επίπεδο συμμετοχής στην ψηφοφορία (270.000 άνθρωποι) της προηγούμενης Κυριακής και το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου για την εκλογή προέδρου του ΚΙΝΑΛ ενισχύει την εκτίμηση ότι εμφανίζεται υπολογίσιμο πολιτικοκοινωνικό ρεύμα που επενδύει στην ισχυροποίηση/επαναφορά του πασοκικού πόλου. Σε ό,τι αφορά τη σειρά κατάταξης των υποψηφίων, διαψεύστηκε το κλίμα που φιλοτεχνούνταν μέσω των περισσότερων δημοσκοπήσεων: Πρωτιά Ν. Ανδρουλάκη με σημαντική απόσταση 9% από τον δεύτερο ΓΑΠ και με το έτερο εκτιμώμενο φαβορί Α. Λοβέρδο στην τρίτη μόλις θέση να μένει εκτός κούρσας.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι προτιμήθηκε πρόσωπο που δεν είχε ταυτιστεί στην κοινή συνείδηση με το πρόσφατο αμαρτωλό παρελθόν (σε αντίθεση με τους άλλους δύο υποψηφίους). Νεότερο σε ηλικία, με χαρακτηριστική πολυσυλλεκτική ασάφεια που το βοήθησε να εκφράσει πειστικότερα την ζήτηση για αποκατάσταση «της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης» σε ρόλο ρυθμιστή του πολιτικού παιγνίου, εκεί που οι άλλοι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι κινούνταν επί της ουσίας συμπληρωματικά προς τους υπάρχοντες πόλους του δικομματισμού (προς ΣΥΡΙΖΑ με την «προοδευτική συγκυβέρνηση ο ΓΑΠ, προς την Ν.Δ. ο Λοβέρδος).

Ο ΣΥΡΙΖΑ κύριος χαμένος από το ανοδικό ρεύμα πασοκικού επαναπατρισμού

Είναι εμφανές ότι από την ανάδυση ανταγωνιστή στον χώρο της κεντροαριστεράς κατ’ αρχήν χάνει και πιέζεται καθοριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Οξύνονται οι όροι της παρατεταμένης κρίσης πολιτικής φυσιογνωμίας και ρόλου στην οποία βρίσκεται. Η κεντρική γραμμή που εκφωνήθηκε γνωρίζοντας σημαντική απήχηση είχε πάνω-κάτω ως εξής: την προηγούμενη περίοδο πληρώσαμε την κρίση, κάναμε λάθη, εξαερωθήκαμε, και ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκε το πολιτικό κενό υποσχόμενος διέξοδο. Δεν κατάφερε τίποτα, έφερε βαρύτερο μνημόνιο, και η διαχείρισή του τον οδήγησε να γίνει ενδιάμεση λύση της μιας χρήσης. Οι δεσμοί του με την κοινωνία ποτέ δεν έγιναν ισχυροί και δεν μπορεί να πλασαριστεί σαν εναλλακτική κεντροαριστερή λύση εξουσίας (μια πολιτική έκφραση διάδοχη του ΠΑΣΟΚ). Ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα». Η προσχώρηση όλων στην ίδια πολιτική, μας νομιμοποιεί, και μας δίνει την αυτοπεποίθηση να προωθήσουμε την αποκατάσταση του πασοκικού χώρου σε δύναμη που θα ορίζει τις εξελίξεις στην κεντροαριστερά.

Να προσθέσουμε εδώ κάτι ακόμα: το φρόνημα-κριτήριο του κόσμου που πήγε και ψήφισε στις 5/12 δεν είναι καθόλου περίεργο μετά από τόση «κατεργασία» (κεντροδεξιά και κεντροαριστερή) ότι έχει ξαναπροσαρμοστεί στα μέτρα της προσκόλλησης σε αυτόν που φαίνεται να είναι ο ισχυρότερος μηχανισμός με τις περισσότερες προοπτικές να μπει σε κυβερνητική τροχιά. Σε τέτοιες συνθήκες είναι αναμενόμενο να ανακάμπτει και η καταρρακωμένη σημαντικού ιστορικού βάθους ηγεμονιστική αυτοπεποίθηση του πασοκικού χώρου και ιδιαίτερα των μηχανισμών του (στους οποίους ας σημειωθεί ο Ν. Ανδρουλάκης διαθέτει ισχυρά στηρίγματα).

Ας δούμε τώρα τον τόνο που δίνουν «οι από πάνω» (εγχώρια και εξωχώρια κέντρα ισχύος). Φαίνεται να έχει έρθει η στιγμή που όλοι οι σχηματισμοί ζυγίζονται ως προς τα «κυβικά» τους. Η όποια περίοδος χάριτος στο όνομα «παλαιότερων υπηρεσιών» δείχνει να τελειώνει. Όλα προσμετρώνται: και η ισχνή εκπροσώπηση στους ΟΤΑ, στα συνδικάτα, και στους κοινωνικούς χώρους, και τα ολιγάριθμα κομματικά μέλη και ο λειψός κυβερνητικός «πάγκος». Πολύ περισσότερο μέσα στις βίαιες συνθήκες της προωθούμενης ανασυγκρότησης/ευθυγράμμισης του πολιτικού συστήματος με τις απαιτήσεις που θέτει η νέα καθεστωτική φάση που ανοίγεται – για την οποία έχουμε μιλήσει εκτεταμένα από τις στήλες του Δρόμου.

Για να προβάλει καθαρότερα η δυναμική των εξελίξεων ας πάμε λίγο πίσω. Μετά την αντικατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ από την Ν.Δ. στις εκλογές του 2019 έγινε σαφές –ο πολιτικά καταστροφικός συνδυασμός συριζικής μνημονιακής ενσωμάτωσης και «Πρεσπών»– ότι η προηγούμενη «ριζοσπαστική αριστερή μορφή» του κόμματος είχε μείνει άδειο αχρείαστο κέλυφος. Σε απάντηση επιλέχτηκε ο σχεδιασμός Τσίπρα επιλέχτηκε για αρχηγική ηγεμόνευση σε έναν ενοποιημένο κεντροαριστερό χώρο. Δεν περπάτησε. Για πολλούς λόγους και συγκυριακούς αλλά κυρίως δομικούς. Ανάμεσά τους ο γενικός προσανατολισμός της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς / αριστεράς, η συστηματική αποξένωση από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα μέσω της υιοθέτησης των προσανατολισμών του δικαιωματισμού / κοσμοπολιτισμού, η αδυναμία διαμόρφωσης οποιουδήποτε είδους αντιπολίτευσης (πολιτικής εναλλακτικής) μέσα στα πλαίσια της σημερινής συστημικής συναίνεσης, αλλά και στο εσωτερικό του οι εμπεδωμένες ιστορικές προδιαθέσεις των φυλών του συριζικού πολιτικού προσωπικού, και οι αντιθέσεις και οι ασυμβατότητές τους με τις άλλες τόσες φυλές ΠΑΣΟΚ που στέγασε.

Μια προσεκτικότερη ανάγνωση της εκλογικής μηχανικής δείχνει ότι και σε εκλογές που θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα Μητσοτάκη γίνεται όλο και πιο απίθανη η επίτευξη μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το ανακάτεμα της κουτάλας στο χώρο του ΚΙΝΑΛ και η ισχυροποίηση του «κέντρου» (όχι κατ’ ανάγκη μονοκομματική) προσφέρεται για ποικίλους συνδυασμούς

Εν όψει αυτού του αδιεξόδου, κυοφορούνται εδώ και καιρό αποσυσπειρωτικές φυγόκεντρες κινήσεις προσώπων και ομαδοποιήσεων που γίνεται όλο και πιο ευδιάκριτο ότι κάνουν τους υπολογισμούς τους με βάση «την επόμενη μέρα». Η γκάμα είναι μεγάλη και ανομοιογενής περιλαμβάνοντας ανάμεσα στα άλλα τις πιρουέτες της «Ομπρέλας», τα εύγλωττα μηνύματα αμφισβήτησης που δίνει κατά ριπάς ο Κούλογλου (δοκιμάζοντας και τα όρια των αντιδράσεων που μπορεί να προβάλει η ηγεσία), τα διάφορα που λέγονται «δι’ αντιπροσώπων» στις εκδηλώσεις των think tank του χώρου (του «Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς» και του «ΕΝΑ» κυρίως). Στο βαθμό που θα ξαναστήνεται ο πασοκικός πόλος τέτοιες πιέσεις θα αυξάνουν, συνδυαζόμενες με όλες τις διεργασίες, τις διαπραγματεύσεις και τα πλασαρίσματα των πασοκογενών, ιδιαίτερα μάλιστα σε εκλογική περίοδο (και δη με απλή αναλογική) με υπαρκτό το ενδεχόμενο το ξεφούσκωμα του ΣΥΡΙΖΑ να προκύψει απότομα.

Οι διεργασίες στο «κέντρο». Ανοίγει δρόμος για συμμαχικές κυβερνήσεις;

Οι διεργασίες στο «κέντρο» είναι ευρύτερες. Το ΚΙΝΑΛ και οι υποψήφιοί του άλλωστε στεγάζουν διαφορετικές πτέρυγες/σχεδιασμούς που επηρεάζουν και τους δύο πόλους του δικομματισμού. Ας δούμε τον συνδυασμό. Από τη μια έρχονται βαριά πολιτικά θέματα: ακρίβεια, πανδημία, δυσοίωνες ενδείξεις για τα περιθώρια που θα αφήσει η νέα γερμανική πολιτική (σύμφωνο σταθερότητας), ελληνοτουρκικά, μεγάλες μοιρασιές, με εξ ίσου μεγάλους ανταγωνισμούς στον διαμετακομιστικό κόμβο «Ελλάδα». Πολύ βαρύ φορτίο για μονοκομματικές κυβερνήσεις και επιπλέον με την αστάθεια του πολιτικού συστήματος να επιτείνεται από μια πρωτοφανούς αδυναμίας και αποδιοργάνωσης «αντιπολίτευση». Κάτι ακόμα. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση της εκλογικής μηχανικής δείχνει ότι και σε εκλογές που θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα Μητσοτάκη γίνεται όλο και πιο απίθανη η επίτευξη μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Το ανακάτεμα της κουτάλας στο χώρο του ΚΙΝΑΛ και η ισχυροποίηση του «κέντρου» (όχι κατ’ ανάγκη μονοκομματική) προσφέρεται για ποικίλους συνδυασμούς. Ήδη ο τρόπος που πολιτεύονται και οι δύο πόλοι του συστήματος –Μητσοτάκης και Τσίπρας– αβαντάρει το «κέντρο» και ενισχύει εκ των πραγμάτων μια λογική σύμπραξης με δυνάμεις του. Δεδομένης και της εκφρασμένης παρότρυνσης ξένων πρεσβειών και άλλων παραγόντων για διεύρυνση της κυβερνητικής βάσης στήριξης, οι μοχλεύσεις και οι σχεδιασμοί κατατείνουν σε πολλαπλασιασμό των συνδυασμών δυνατών κυβερνητικών πλειοψηφιών. Κι αυτό επίσης με τη σειρά του κατ’ ανάγκη αφορά και την κατασκευή συνεκτικών «αντιπολιτεύσεων» γιατί στα συμμαχικά σχήματα άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας είναι κρίσιμη παράμετρος η ποιότητα και οι δυνατότητες κοινωνικής ενσωμάτωσης που παρέχουν και αυτοί που μένουν απ’ έξω.

Ας μην ξεχνάμε ποιός εν τέλει κάνει κουμάντο: Πρεσβείες και επιχειρηματικά κέντρα

Η προσπάθεια εκτίμησης των πολιτικών διεργασιών δεν μπορεί να αφαιρείται από το ποιός κάνει κουμάντο. Τώρα ο κανόνας είναι ότι η στήριξη του κάθε πολιτικού προσώπου γίνεται στη βάση «ανάληψης» συγκεκριμένων δεσμεύσεων. Και οι 3 επικρατέστεροι υποψήφιοι για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ έδειξαν ότι έχουν τις άκρες τους. Η συμπεριφορά των εκδοτικών συμφερόντων επίσης παρείχε αρκετές ενδείξεις για τις προτιμήσεις της κάθε πλευράς αν και παράλληλα διαφάνηκε και μια ευέλικτη αντιμετώπιση του τύπου: «μετρηθείτε πρώτα και μετά βλέπουμε. Μπορούμε να κάνουμε παιχνίδι με πολλούς συνδυασμούς». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι πολύ δηλωτική η επισπεύδουσα στοίχιση του ΓΑΠ με το μπλοκ που επείγεται για μια «άμεση και συνολική εφ’ όλων των τουρκικών αξιώσεων, διαδικασία διευθέτησης με την Άγκυρα». Με την πιο ενδοτική εκδοχή των εγχώριων πολιτικών σχεδιασμών. Η κλίση του προς τον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο συγκλίσεων σε αυτό το επίπεδο, όπως επίσης και στο συναφές επίπεδο μιας κοινής στάσης τους γύρω από τα όσα θέτει το προσφυγικό.

Ανάγκη το ξεπέρασμα του ρηχού «αριστερού» αντι Μητσοτακισμού

Ένας συνδυασμός θεμάτων τροφοδοτούν την λαϊκή δυσφορία. Οικονομική δυσπραγία, ακρίβεια, η διαχείριση της πανδημίας, αποκλεισμοί και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις συνθέτουν ένα εκρηκτικών δυνατοτήτων σκηνικό. Χαρακτηριστικό σημείο των καιρών (σε όλο και πιο φθαρμένη επανάληψη οικείων από το παρελθόν μοτίβων): Οι χώροι της αριστεράς (εξωκοινοβουλευτικοί και κοινωνικοί χώροι αυτονομίας κυρίως) βρίσκονται σε μια γραμμή που μαντρώνει την κοινωνική διαμαρτυρία στα στενά πλαίσια ενός πολύ ρηχού αντι Μητσοτακισμού. Οι επιθέσεις «στην πιο ακροδεξιά κυβέρνηση» και στον «φασισμό» είναι τα κεντρικά μοτίβα. Μυωπική πολιτική που δεν μπορεί να δει ότι τον χορό τον σέρνει το «ακραίο κέντρο», το κέντρο του πολιτικού συστήματος και όχι μόνη της η κυβερνητική του πτέρυγα. Πολιτική που αποδιαρθρώνει τις αντιστάσεις και τις καταδικάζει να γίνουν παρακολούθημα των (αδύναμων) σχεδιασμών της ηγετικής ομάδας του (παραπαίοντος) ΣΥΡΙΖΑ. Με τις εκλογές να πλησιάζουν έχουμε να δούμε και να ακούσουμε πολλά. Απαιτείται σταθερός προσανατολισμός αντιμετώπισης αυτής της παγίδευσης.


Εύγλωττες αντιδράσεις εντός ΣΥΡΙΖΑ

Ο πρώην υπουργός και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Χ. Βερναρδάκης μιλώντας στο «Πρώτο πρόγραμμα» μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών στο ΚΙΝΑΛ:

«Ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να προχωρήσει σε μια πολιτική μεγάλη αγκαλιά με τον Νίκο Ανδρουλάκη με την οποία να τον καλεί σε μια προοδευτική συστράτευση […] εάν βέβαια είναι αυτός ο νέος πρόεδρος».

Ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα που είπε: η εκτίμησή του ότι η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πείσει την κοινωνία, η εικόνα του είναι «θολή» και «του λείπουν τα στοιχεία για να φτιάξει ένα πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα».

Με όποια ανάγνωση: πρόταση από θέση αδυναμίας και ετεροκαθορισμού. «Αγκαλιά» χωρίς αποδέκτη, αφού το πολιτικό σχέδιο του Ν. Ανδρουλάκη προϋποθέτει την αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων στην κεντροαριστερά. Και αρκετά φανερά: ένα επισπεύδον άγχος (προτάσεις πριν καν εκλεγεί πρόεδρος) και η κλίση προς σχεδιασμούς «προοδευτικής διακυβέρνησης» με τον ΓΑΠ.

Μια τελευταία παρατήρηση: οι παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι είναι χαμηλών προσδοκιών την ίδια στιγμή που η κοινωνική κατάσταση συνδυάζει παθητικότητα, πολιτική ορφάνια και εκρηκτικά προβλήματα και αντιθέσεις. Η πορεία που θα πάρουν οι εξελίξεις έχει μεγάλες αβεβαιότητες και είναι ανοιχτή σε πολλά ενδεχόμενα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!