του Γιάννη Δουλφή

Εν τέλει όλο το δημοσιογραφικό και το πολιτικό κατεστημένο ομονόησε ρητά στο αφήγημα της «μεταμνημονιακής Ελλάδας», παραγνωρίζοντας σκοπίμως το βαθύ αποτύπωμα των μνημονίων στην ελληνική κοινωνία, που υφίσταται στο νομοθετικό πλαίσιο των εκατοντάδων νόμων, διάσπαρτων διατάξεων, υπουργικών αποφάσεων, εφαρμοστικών πλαισίων, δεσμεύσεων απέναντι στους ξένους δυνάστες (1), που διατηρούν αναλλοίωτη την επιτροπεία τους, τον έλεγχο της κρατικής περιουσίας για τη σταδιακή υπέρ τους δήμευση και των φορολογικών και άλλων κρατικών εσόδων, την παράδοση έναντι πινακίου φακής των τραπεζών στα ξένα funds που υφαρπάζουν τα ακίνητα των ελλήνων, παρά το γεγονός ότι ανακεφαλαιοποιήθηκαν πολλαπλασίως με τα χρήματά τους κ.ά. Ουδόλως διασφαλίζεται ότι τα όπλα του εκβιασμού δεν υφίστανται με το τέλος των χρηματοδοτήσεών τους, αφού η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, σε περίπτωση διαφοροποίησης του πλαισίου οικονομικής πολιτικής, θα επέβαλε υπό τις παρούσες συνθήκες αναζήτηση ακριβότερων πηγών χρηματοδότησης μέσω και παντοειδών πιέσεων των «διεθνών δανειστών» και ίσως την επάνοδό τους με νέα «μνημονιακού τύπου» μέτρα.

Αλλά το κυριότερο, βρίσκεται στη φύση του μνημονιακού καθεστώτος που έχει επιβληθεί. Το καθεστώς αυτό, ως ακραίο υπόδειγμα νεοφιλελεύθερης κανοναρχίας, αποικιακού τύπου, δεν είναι απλά μια οικονομική πολιτική –επιβεβλημένη έξωθεν και άνωθεν– μια πολιτική λιτότητας, αλλά ένα σύνολο θεσμοποιημένων αυστηρών κανόνων που υποτάσσουν όλη την κοινωνία σε συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς, μεταβάλουν τον τρόπο του βίου των ανθρώπων, που μεταστρέφει τη σύνολη κοινωνική δομή κατακερματίζοντας το κοινωνικό σώμα και τη διαστρωμάτωσή του, παρασιτοποιεί τις οικονομικές δραστηριότητες, απορροφά φορολογικά τεράστιους πόρους του κοινωνικού προϊόντος, υφαρπάζει περιουσιακά στοιχεία –δημόσια και ιδιωτικά– με την απαξίωση, τη φοροκρατία και τη χρεοκρατία –όψεις του ίδιου νομίσματος– παγιώνει τέλος τον πλήρη διαχωρισμό του πολιτικού προσωπικού από οποιαδήποτε έννοια εκπροσώπησης σε μια κάστα ιδιοτελών ατομικών συμφερόντων. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη «βιοπολιτική» διακυβέρνηση, που εισήγαγε ο νεοφιλελευθερισμός (2).

Για να περάσουμε στη δεύτερη αυτή μνημονιακή φάση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και τη νέα κοινωνική πειθαρχία χρειάστηκαν δύο τουλάχιστον συγκλονισμοί, το 2010 (και η συνέχειά του το 2012) και το 2015 (μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ), ώστε να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να εμπεδωθούν οι νέοι κανόνες ως η αδήριτη αυθεντική κανονικότητα της χώρας ως προτεκτοράτο των ξένων δυναστών.

Η μετατροπή του πολιτικού προσωπικού –εν συνόλω– σε μια οιονεί «τάξη δι’ εαυτή», τα μέλη της οποίας, αναπαραγόμενα, υφιστάμενα ή επίδοξα μέσω των κομματικών μηχανισμών, αποτελούν μια κρατική νομενκλατούρα, υπακούουν μόνο στα ιδιοτελή ατομικά τους συμφέροντα της απόλαυσης των οικονομικών και άλλων προνομίων της πολιτικής εξουσίας, μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από παλιότερα, αλλά παγιώθηκε (3).

Η επιβολή ενός νέου προτύπου τρόπου του βίου, αναγκαστικού κατά ένα τρόπο για την επιβίωση του καθενός, σε ένα άκρατο ανταγωνισμό όλων έναντι όλων οδηγεί στην καταστροφή των όποιων κοινωνικών δεσμών υπήρχαν και διαμορφώνει ίσως ένα άλλο ανθρωπολογικό τύπο που αναδύεται απειλητικά, οδηγώντας σε κοινωνική ενδόρρηξη

Οι παντοειδείς εξαρτήσεις από τις μεγάλες «προστάτιδες» δυνάμεις του πολιτικού προσωπικού που αναδύθηκε ήδη με την ιδιότυπη «Ελληνιική Ανεξαρτησία», ως εκφραστής των ισχυρών ομάδων συμφερόντων που κυριάρχησαν μετά την επανάσταση, εξελίχθηκαν στη συνέχεια με τα τζάκια, το νεποτισμό με τη νόθα εκπροσώπηση του πελατειακού συστήματος, μέσα από ένα κατά βάση διπολικό σχήμα, που ελάχιστα αφορούσε τις λαϊκές απαιτήσεις, παρά μόνον για να τις ενσωματώσουν στην ομαλή αναπαραγωγή της υπάρχουσας κατάστασης, αποσοβώντας κοινωνικές εκρήξεις, όταν εισέβαλαν ορμητικά στο προσκήνιο. Ίδιοι κι απαράλλακτοι, παρά τις κομματικές αντιπαραθέσεις, υπηρέτες των διεθνών και εγχώριων αλληλοδιαπλεκόμενων οικονομικών ελίτ, στη χειραγώγηση των αδύναμων να παρέμβουν αυτόνομα κοινωνικών δυνάμεων. Εξ ου και η υποτέλεια, η εθελοδουλία, οι εθνικές μειοδοσίες, οι υψιπετείς λόγοι και οι χαμερπείς πράξεις. Όταν μεταπολεμικά το πλαίσιο προσαρμόστηκε στα δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα των μαζικών κομμάτων «ταξικής» αναφοράς ή πολυσυλλεκτικότητας ως μέρος του κεϋνσιανού τύπου ρύθμισης, η εγγενής κομματική γραφειοκρατία, ουδέποτε επέτρεψε την υπέρβαση των εσκαμμένων και την αυθεντική λαϊκή εκπροσώπηση. Η κενότητα της ρητορικής και των προσχηματικών κομματικών αντιπαραθέσεων, στο σημερινό μνημονιακό μονόδρομο, ελάχιστα μπορούν πλέον να συγκαλύψουν την πραγματικότητα του ενιαίου της ιδιοτέλειας για παραμονή ή αναρρίχηση στους πολιτικούς θώκους, ιδιαίτερα, δε, μετά τα πρόσφατα φαινόμενα σήψης και παρακμής (μεταπηδήσεις βουλευτών, μεταγραφές «στελεχών», προσωπικές συναλλαγές) απλά για την απόλαυση των προνομίων που αυτοί προσφέρουν.

***

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να λείπουν από το τοπίο, οι «οργανικοί» διανοούμενοι του καθεστώτος, το ακαδημαϊκό και το δημοσιογραφικό κατεστημένο, που παρέχει τις απαραίτητες για την αναπαραγωγή του συστήματος υπηρεσίες νομιμοποίησης.

Η επιβολή των μνημονίων δεν επέφερε, με τις τερατώδεις εισοδηματικές περικοπές και την άγρια φορολόγηση μια πρωτοφανή σε καιρούς ειρήνης ύφεση της οικονομίας αλλά και μια μεταστροφή της σε πιο «παρασιτική» κατεύθυνση. Η όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ των ανθρώπων, η αύξηση των διενέξεων και των μεταξύ τους χρεών λόγω οικονομικής δυσπραγίας, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί του συστήματος, η αύξηση της εγκληματικότητας, έχουν για παράδειγμα διογκώσει υπέρμετρα τη δικαστική δραστηριότητα. Η αύξηση της δικαστικής ύλης και της δραστηριότητας του πολυπληθούς σώματος των δικηγόρων, δεν συμβάλλει στην απόδοση «δικαιοσύνης», αφού κι αυτοί επί το πλείστον μετέρχονται αήθη μέσα, που εξαχρειώνουν το κοινωνικό τοπίο, πέραν όποιου ήθους και ηθικής.

Σε πείσμα της ποσοτικής-οικονομιστικής αντίληψης του Μαρξ στο κατά τα άλλα γλαφυρό «Εγκώμιο του εγκλήματος», η παρασιτοποίηση που δημιουργεί η ακραία όξυνση των ανταγωνισμών δεν οδηγεί στην αύξηση του κοινωνικού προϊόντος, αφού αν το ανθρώπινο αυτό δυναμικό και οι οικονομικοί πόροι προσανατολίζονταν σε παραγωγικές δραστηριότητες θα είχαμε ίσως και μεγαλύτερη μεγέθυνση του προϊόντος, άλλη οικονομική και κοινωνική δυναμική αλλά και ποιοτική του διαφοροποίηση (4).

Η επιβολή ενός νέου προτύπου τρόπου του βίου, αναγκαστικού κατά ένα τρόπο για την επιβίωση του καθενός, σε ένα άκρατο ανταγωνισμό όλων έναντι όλων οδηγεί στην καταστροφή των όποιων κοινωνικών δεσμών υπήρχαν –οικογένεια, διαπροσωπικές σχέσεις, ερωτικές σχέσεις, συλλογικότητες, πολιτισμικά κοινά– και διαμορφώνει ίσως ένα άλλο ανθρωπολογικό τύπο που αναδύεται απειλητικά, οδηγώντας σε κοινωνική ενδόρρηξη.

Πρόκειται για την αντιστροφή της κοσμοεικόνας του Χομπς που εισήγαγε τον Λεβιάθαν ως πλαίσιο ειρήνευσης σε μια υποτιθέμενη φυσική ανθρώπινη κατάσταση «πολέμου όλων έναντι όλων» για επιβίωση και ισχύ. Είναι το κράτος Λεβιάθαν στην πιο αποτρόπαιη μορφή του που επιβάλλει τον άκρατο ανταγωνισμό όλων έναντι όλων ως μοναδικό τρόπο επιβίωσης (5).

Στο εκλογικό τοπίο που έχει ξεκινήσει συνωστίζεται πληθώρα υποψηφίων, από τα παραδοσιακά προβεβλημένα στελέχη των κατεστημένων πολιτικών σχημάτων, μαζί με πλήθος από ασημαντότητες, νέους επίδοξους μνηστήρες των κοινοβουλευτικών προνομίων, νεοφανείς εκλεκτούς των κομματικών επιτελείων, πειθήνια όργανα των αρχηγών, μαζί με περσόνες της «κοινωνίας του θεάματος», ατόμων που προβάλλουν ως μοναδικό, αποκλειστικά, προσόν την ιδιαιτερότητα (σεξουαλική ή άλλη), σε μια πολιτική τμηματοποίησης της «αγοράς» του εκλογικού σώματος (πολιτικό marketing).

***

Εσχάτως, δε, πέσαμε από τα σύννεφα, με την ανακοίνωση υποψηφιοτήτων, ανθρώπων «υπεράνω υποψίας», πνευματικών ανθρώπων, δημοσιογράφων, που στηλίτευαν μέχρι πρότινος αμείλικτα το σύστημα και αντάλλαξαν συνειδητά ή μη αυτό το «όνομά» τους για μια θέση στον ήλιο της κοινοβουλευτικής νομενκλατούρας, αφού τα διακηρυγμένα πιστεύω τους έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με τις ξεκάθαρα διατυπωμένες θέσεις νεοπαγών trendy σχημάτων (βλ. ΜΕΡΑ 25). Πρόκειται για μια «άνιση ανταλλαγή», αφού τα προσωπικά οφέλη τους είναι πολύ λίγα μπροστά στον καθαγιασμό του συστήματος και την περαιτέρω κοινωνική καθήλωση και απόγνωση. Καθαγιάζουν το παλιό, κατεστημένο πολιτικό προσωπικό –επιβεβαιώνοντας το όλοι ίδιοι είναι– συμβάλλουν στη διάχυση του αμοραλισμού και του κονφορμισμού, στη γενικευμένη αναξιοπιστία, ενσπείρουν την καχυποψία απέναντι και σε όσους επιμένουν να στηλιτεύουν, να ασκούν κριτική, να αναλύουν και να ανιχνεύουν δρόμους διεξόδου. Σηκώνω τα χέρια ψηλά. Σε ικεσία, ή παραίτηση;

Σημειώσεις

1) «Με τίτλο “Το Μνημόνιο…. φεύγει, 714 Μνημονιακοί Νόμοι μένουν”, η Ενωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ) επιχειρεί να θέσει σε άλλη βάση τη συζήτηση για το πέρας των μνημονίων. Συνολικά, επί μνημονίων, δηλαδή από το 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου έβαζε τη χώρα στην ατραπό των μνημονίων, έχουν ψηφιστεί μέχρι σήμερα 714 μνημονιακοί νόμοι, 60.000 μνημονιακές διατάξεις και έχουν εκδοθεί 300.000 υπουργικές αποφάσεις προς υλοποίηση των ψηφισμένων νόμων. “Όλο αυτό το θεσμικό οπλοστάσιο παραμένει ανέπαφο μετά την ημερολογιακή λήξη της δανειακής σύμβασης και η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. έχει απαγορεύσει στις επόμενες κυβερνήσεις να το ακυρώσουν ή να το αναστείλουν, συνολικά ή τμηματικά, μέσω των νόμων 4472/17 & 4775/17”, παρατηρεί η ΕΝΥΠΕΚΚ.» «Οι 714 μνημονιακοί νόμοι που μένουν», Τζώρτζης Ρούσσος, Εφ.Συν., 24/08/2018.

2) Michel Foucault, «Η γέννηση της βιοπολιτικής: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979)», μτφρ: Βασίλης Πατσόγιαννης, Αθήνα, Πλέθρον, 2012 και Pierre Dardot – Christian Laval, «La nouvelle raison du monde Essai sur la societe neoliberale», La Découverte, 2009 (Ο νέος λογισμός του κόσμου. Δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία)

3) Προσιδιάζει σε αυτό που ο Max Weber ονόμαζε «Νοµοκατεστηµένες τάξεις». Max Weber, «Η πολιτική ως επάγγελµα» (1919), εκδόσεις Παπαζήσης, 1987. Διάλεξη, που έκανε ο Max Weber το 1918 στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και τη δημοσίευσε το 1919.

«Ισχύει επίσης και για σχετικά ευρεία στρώµατα των µελών του κοινοβουλίου µας, που είναι πολιτικώς ενεργά µόνο κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων. Στο παρελθόν, τέτοια στρώµατα απαντούσαν µεταξύ των νοµοκατεστηµένων τάξεων. “Νοµοκατεστηµένες τάξεις” θα ονοµάζουµε τους ιδίω δικαίω κτήτορες στρατιωτικών ή άλλων αντικειµενικών επιχειρησιακών µέσων που είναι σηµαντικά για τη διοίκηση, ή τους κτήτορες προσωπικών εξουσιαστικών προνοµίων».

«Υπάρχουν δύο τρόποι για να καταστήσει κανείς επάγγελµά του την πολιτική. Είτε ζει κανείς “για” την πολιτική είτε, όµως, “από” την πολιτική. Η αντίθεση δεν είναι επ’ ουδενί αποκλειστική. Αντιθέτως, κατά κανόνα, κάνει κανείς και τα δύο, τουλάχιστον µε ιδεατό τρόπο, αλλά συνήθως και από την υλική πλευρά: όποιος ζει “για” την πολιτική, καθιστά τη δραστηριότητα αυτή, µε το εσωτερικό νόηµα, “το περιεχόµενο της ζωής του”: είτε απολαµβάνει την απλή κατοχή της δύναµης που ασκεί, είτε αντλεί την εσωτερική του ισορροπία και το αίσθηµα αυτοεκτίµησης από τη συνείδηση ότι η ζωή του αποκτά νόηµα υπηρετώντας ένα “σκοπό”. Με αυτό το εσώτερο νόηµα, κάθε ειλικρινής άνθρωπος που ζει για ένα σκοπό ζει επίσης από αυτόν το σκοπό. Η διάκριση λοιπόν αναφέρεται σε µια πολύ περισσότερο ουσιαστική άποψη του θέµατος: δηλαδή την οικονοµική»

«Όποιος ζει “από” την πολιτική ως επάγγελµα, αγωνίζεται να την καταστήσει µόνιµη πηγή εσόδων, ενώ όποιος ζει “για” την πολιτική δεν κάνει κάτι τέτοιο. Για να µπορεί ένα άτοµο να ζει “για” την πολιτική µε αυτή την οικονοµική έννοια, θα πρέπει, υπό την κυριαρχία της αρχής της ατοµικής ιδιοκτησίας, να ισχύουν µερικές τετριµµένες, αν θέλετε, προϋποθέσεις: θα πρέπει – υπό οµαλές συνθήκες – να είναι οικονοµικά ανεξάρτητο από τα έσοδα που µπορεί να του αποφέρει η πολιτική.»

4) Καρλ Μαρξ, “Εγκώμιο του εγκλήματος. Παρέκβαση περί παραγωγικής εργασίας», εκδόσεις Άγρα, Οκτώβριος 2011. Το κείμενο αυτό του Καρλ Μαρξ γράφτηκε ανάμεσα στο 1860 και το 1862. Οι εκδότες του το ενσωμάτωσαν στις «Θεωρίες της υπεραξίας», τόμος IV του Κεφαλαίου. Απόσπασμα: «Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πώς σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το κοινωνικό σύνολο θ’ απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στη γενική αγορά τις παραδόσεις του εν είδει “εμπορεύματος”. Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός πλούτος. Για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στο δημιουργό του».

5) Thomas Hobbes: «Λεβιάθαν», εκδόσεις Γνώση, Δεκέμβριος 2006, «Περί της φύσης του ανθρώπου», εκδόσεις Printa, Μάιος 2013 και «Περί του πολίτη», εκδόσεις Ζήτρος, Μάρτιος 2015.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!