Της Έλενας Πατρικίου. Εδώ και 30 χρόνια, φασιστοειδή γαλλικής προελεύσεως, με την αγαστή στήριξη κάποιων τροτσκιστικών γηραιών τυφλοπόντικων (γιατί ο αντισημητισμός έχει και αριστερές εκφάνσεις), επιδίδονται σε ιστορικοφανείς ανασκευές του «μύθου» των θαλάμων αερίων: το Zyklon B ήταν φάρμακο για τις ψείρες, η απεντόμωση υπήρξε βασικό μέλημα των διοικητών του Τσέλμνο, του Σόμπιμπορ, της Τρεμπλίνκα, του Άουσβιτς…, και τα 6.000.000 νεκρών Εβραίων είναι μία σιωνιστική προπαγάνδα.
Εδώ και λίγες μέρες, τα εγχώρια φασιστοειδή επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξη νεκρών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και όχι μόνο: αυτό που ισχυρίζονται οι παπαδοπουλικής αισθητικής και παρακρατικής ηθικής βορβορυγμοί τους, είναι ότι νεκροί δεν υπήρξαν επειδή η εξέγερση δεν υπήρξε και ότι ο «μύθος» της εξέγερσης κατασκευάστηκε προκειμένου η γενιά του Πολυτεχνείου να ανέλθει την κλίμακα της μεταπολιτευτικής πολιτικής εξουσίας.
«Απέναντι στον πραγματικό Άιχμαν, έπρεπε να αγωνιστούμε με την δύναμη των όπλων […]. Απέναντι σ’ έναν χάρτινο Άιχμαν, θα πρέπει να απαντήσουμε με χαρτί, αλλά δεν θα “συζητήσουμε” μαζί του. Θα εξαρθρώσουμε τον μηχανισμό του ψεύδους του», έγραφε ο Πιέρ Βιντάλ-Νακέ για τους «αρνητές της Ιστορίας» σ’ ένα βιβλίο με τίτλο Οι δολοφόνοι της μνήμης.
Σήμερα, ποιος δολοφονεί ξανά τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, δολοφονώντας τη μνήμη μας;
Οι σημερινοί «αρνητές» επαναλαμβάνουν αυτό που επί χρόνια διαδίδεται, σαν κατηγορία, σαν κουτσομπολιό, σαν τάχα πολιτική ανάλυση: ότι αντίσταση στην δικτατορία ουσιαστικά δεν έγινε, ότι η ελληνική κοινωνία συνολικά ασμένως συνεργάστηκε, τα ’πιασε, πλούτισε, έχτισε πανωσηκώματα, καταπάτησε οικόπεδα, έστησε αυθαίρετα, και τα ’τρωγε στην παραλιακή. Ότι η Νομική και το Πολυτεχνείο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτα και μόνο αποτέλεσμα είχαν την πολιτική και οικονομική αποκατάσταση όσων (δηλαδή όλων) ξεπούλησαν τη συμμετοχή τους. Οι σημερινοί «αρνητές» επαναλαμβάνουν αυτό που πρώτη ψιθύρισε η επίσημη Αριστερά του ΚΚΕ εσωτερικού και του ΚΚΕ, ήδη από την πρώτη ώρα της εξέγερσης, όταν ανεπισήμως αναρωτιόταν «μήπως πρόκειται περί προβοκάτσιας», αρνούμενη να αναγνωρίσει αυτό που η ίδια δεν ήλεγχε: την ύπαρξη μιας νεολαίας εξεγερμένης που, στο όνομα της Αριστεράς, αυτενεργούσε. Και, ίσως, για πρώτη φορά, σκεφτόταν χωρίς καθοδήγηση.
Αυτές οι επίσημες Αριστερές βιάστηκαν μετά τη δικτατορία να κάνουν τις εκκαθαρίσεις τους. Αλλά για να τις δικαιολογήσουν, έπρεπε πρώτα να ακυρώσουν τους «τίτλους ευγενείας» της νεολαίας. Και υπέσκαψαν το κύρος των φοιτητικών εξεγέρσεων, αφήνοντας να σέρνεται αναπάντητη όλη η προστυχιά που πρώτη η ίδια η δικτατορία φρόντισε να διαδώσει. Η δόξα της Αντίστασης, η ηρωοποίηση του Εμφυλίου, η μυθική αχλή των βασανιστηρίων ανήκαν στην γενιά των καθοδηγητών. Η νεολαία έπρεπε να ποδηγετηθεί και, κυρίως, να το βουλώσει. Επί ποινή βουλετικών αξιωμάτων.
«Από μπολσεβίκοι, γίναμε ντολτσεβίκοι», έλεγε με ένα ήσυχο γελάκι στον Λαλιώτη ο Νίκος Μεγγρέλης, πριν ακόμα το Dolce της οδού Σκουφά γίνει «Φίλιον». Ήταν ένα αστείο για εσωτερική κατανάλωση, ενός μέλους της Συντονιστικής Επιτροπής του ’73 που δεν άντεξε την κανονικότητα και νωρίς δραπέτευσε για αλλού. Δεν ήταν η αλήθεια ή τουλάχιστον ήταν η μισή αλήθεια, η αλήθεια της ενσωμάτωσης της επίσημης Αριστεράς μετά το ’81, όχι η αλήθεια του Πολυτεχνείου.
Το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη δικτατορία. Έσωσε, όμως, την τιμή της Αριστεράς και της ελληνικής κοινωνίας. Αυτήν την τιμή, αφήσαμε να τη δολοφονήσουν χωρίς να αντισταθούμε. Και τώρα βρισκόμαστε με λωβοτομημένη τη μνήμη, με δολοφονημένο το πνεύμα της εξέγερσης, με νεκρωμένο τον ζωτικό μύθο της αλήθειας μας. Πόσες δυνατότητες έχουμε ακόμα να αποκαλύψουμε τον μηχανισμό που παρήγε αυτό το ψεύδος, πόσες δυνατότητες έχουμε ακόμα να ακυρώσουμε τους δολοφόνους της μνήμης;