Οι προεκλογικές δηλώσεις για την εξωτερική πολιτική

Του Σωτήρη Ρούσσου*

 

Ας σκεφτούμε για λίγο τον κόσμο, αν ο Ντόναλντ Τραμπ υλοποιήσει τις προεκλογικές δηλώσεις του που αφορούν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Σημειώνουμε ότι πρόκειται για σκόρπιες δηλώσεις και όχι για κάποιο σαφές δόγμα εξωτερικής πολιτικής.

 

Για την Ευρώπη και την Κίνα

trumpΕίναι φανερό ότι ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θέλει η Ευρώπη να λύνει τα προβλήματά της μόνη της και βεβαίως θεωρεί ότι η Ρωσία του Πούτιν είναι ένας αξιόπιστος συνομιλητής. Επίσης επιθυμεί να σηκώσει τείχη προστατευτισμού για την αμερικανική οικονομία. Τέλος θεωρεί τα ευρωπαϊκά κράτη ένα είδος «τζαμπατζή» (free-rider) στο πεδίο της άμυνας και των δαπανών της. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν κόπτονται για το τι θα συμβεί στην Ελλάδα και εν πάσει περιπτώσει η ελληνική κρίση είναι μια ευρωπαϊκή ή καλύτερα γερμανική υπόθεση. Το ΔΝΤ στο οποίο οι ΗΠΑ είναι κύριοι μέτοχοι θα σκληρύνει κι άλλο τη θέση του για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αφού ο Τραμπ επιθυμεί να απαλλαγεί η Αμερική από οικονομικά βάρη άλλων περιοχών.

Η πιθανή αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας και των πλούσιων χωρών της Ευρωζώνης, θα τινάξει στον αέρα τις προβλέψεις δημοσιονομικής πολιτικής στην ζώνη του Ευρώ. Χώρες, όπως για παράδειγμα η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής, με έντονη φοβία για την επέκταση της ρωσικής ισχύος, θα αναζητήσουν στηρίγματα σε συμμαχίες με ισχυρά κράτη, όπως τη Γερμανία, τη Γαλλία ή τη Βρετανία, ανακαλώντας αναλογίες με την κατάσταση πριν τον Β’ Παγκόσμιο. Μια αμερικανική πολιτική που θα αποχωρεί από περιοχές που δεν υπάρχουν ζωτικά της συμφέροντα, θα «αναγνωρίσει» στη Ρωσία το δικαίωμα της πλήρους πολιτικής επιτροπείας της εγγύς περιφέρειάς της, δηλαδή της Ουκρανίας, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, κάτι που αποτελεί πάγια στρατηγική επιδίωξη της Ρωσίας του Πούτιν. Ουσιαστικά κάθε περιφέρεια του πλανήτη θα ελέγχεται από τις ισχυρές δυνάμεις της, ενώ η πανίσχυρη υπερδύναμη θα επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που απειλούνται ζωτικά συμφέροντά της.

Οι εξαγγελίες Τραμπ φέρνουν χωρίς αμφιβολία τις ΗΠΑ σε τροχιά σύγκρουσης με την Κίνα στο εμπορικό-οικονομικό πεδίο. Η επιβολή δασμών και φόρων στα ασιατικά προϊόντα που εισάγονται στην Αμερική θα οδηγήσει τις σχέσεις της με το Πεκίνο στο ναδίρ. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιδράσει και στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων, οξύνοντας τον γεωπολιτικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό στον Ειρηνικό και κυρίως στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Μια τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβεί καθώς τα κινεζικά κεφάλαια κρατούν στα χέρια τους το 80% του υπέρογκου αμερικανικού χρέους. Ταυτόχρονα και η Κίνα είναι δύσκολο να επιλέξει τον δρόμο της όξυνσης και της κλιμάκωσης, αφού η στρατιωτική της δύναμη είναι κατά πολύ μικρότερη της αμερικανικής. Η πιθανή προσέγγιση Πούτιν-Τραμπ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ρωσο-αμερικανική συνεννόηση απέναντι στην κινεζική πολιτική και οικονομική επιρροή, θυμίζοντας σε μια αντίστροφη κατεύθυνση την σινο-αμερικανική προσέγγιση του Νίξον απέναντι στην επέκταση της σοβιετικής ισχύος. Πάλι όμως κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο αν σκεφτεί κανείς ότι η Κίνα είναι ένας τεράστιος πελάτης των ρωσικών υδρογονανθράκων, της βασικής πηγής εισοδήματος της ρωσικής οικονομίας.

 

Για την Μέση Ανατολή

Στην Μέση Ανατολή η διακυβέρνηση Τραμπ έχει υποσχεθεί να βομβαρδίσει ανελέητα το «Ισλαμικό Χαλιφάτο» κάτι που ήδη κάνει στο Ιράκ αλλά και στη Ράκκα της Συρίας η διακυβέρνηση Ομπάμα. Αυτό που διαφοροποιεί την στάση του Τραμπ από τους προηγούμενους Προέδρους, είναι η «από-ιδεολογικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής. Από την περίοδο Κλίντον και μέχρι τον Ομπάμα, οι ΗΠΑ υποστήριζαν ότι οι παρεμβάσεις στην Μέση Ανατολή είχαν ως βασικούς σκοπούς τους την υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας. Ανεξάρτητα από το αν αυτές οι θέσεις ήταν προσχηματικές ή ουσιαστικές, έδιναν το στίγμα της αμερικανικής πολιτικής. Για τον Τραμπ αυτό το στίγμα σβήνεται. Η σταθερότητα, η οποία απαλλάσσει την Ουάσιγκτον από εκστρατείες και δαπάνες και διασφαλίζει τα ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα, είναι το μοναδικό πρόταγμα. Τα συμφέροντα αυτά είναι διαχρονικά τρία: ο έλεγχος της ροής των ενεργειακών πόρων, η ασφάλεια του Ισραήλ και διατήρηση του πυρηνικού μονοπωλίου του και τέλος η αποτροπή εξάπλωσης της επιρροής οποιασδήποτε άλλης μεγάλης δύναμης στην Μέση Ανατολή. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα να υποστηρίξει δικτατορικά ή αυταρχικά καθεστώτα εάν αυτά εξασφαλίζουν την σταθερότητα αυτή. Σε αυτό το πλαίσιο ο Ερντογάν, ο Σίσι, ακόμη και ο Άσαντ, αν δεν ήταν μέρος συμμαχίας με την Τεχεράνη, είναι απολύτως αποδεκτοί συνομιλητές.

Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτά τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ εξυπηρετούνταν από όλες τις διακυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης Ομπάμα. Ο συριακός εμφύλιος και οι τζιχαντιστές δεν αποτελούσαν σοβαρό κίνδυνο για αυτά τα συμφέροντα για αυτό και ο Ομπάμα δεν αισθανόταν ιδιαίτερη πίεση για να αποφασίσει στρατιωτική επέμβαση. Η κατάσταση έγινε επικίνδυνη όταν, πρώτον οι τζιχαντιστές απειλούσαν την Βαγδάτη και την ίδια την κρατική υπόσταση του Ιράκ, μιας από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και κυρίως όταν η ρωσική επέμβαση διαμόρφωνε την κατάσταση στην Συρία. Ήταν τότε που οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επέμβουν αρχίζοντας από το Ιράκ και το «Ισλαμικό Χαλιφάτο». Ο Τραμπ δεν ξεφεύγει από αυτήν την γραμμή και θα συνεχίσει την επίθεση εναντίον του «Ισλαμικού Χαλιφάτου». Θα είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτεί την συνέχιση του καθεστώτος Άσαντ μιας και κάτι τέτοιο θα διατηρούσε την συμμαχία Ιράν-Συρία-Χεζμπολλάχ και θα δημιουργούσε τεράστια ανησυχία στο Ισραήλ. Σε αυτά τα πλαίσια και με δεδομένη την σφόδρα αντι-ιρανική θέση των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο οι σχέσεις Τεχεράνης-Ουάσιγκτον είναι πιθανό να περάσουν σε βαθύ ψύχος.

Ο Τραμπ φαίνεται ότι επιθυμεί να επαναφέρει τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Τελ-Αβίβ στον «ίσιο δρόμο» χωρίς αμφισβητήσεις, αστερίσκους και διαβήματα για τους ισραηλινούς εποικισμούς και την κατάσταση στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη. Δεν είναι μόνο μια «ιδιοσυγκρασιακή εγγύτητα» που μπορεί να τον συνδέει με ηγέτες όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν και ο Νετανιάχου, αλλά κυρίως ο μανιχαϊκός τρόπος που αντιλαμβάνεται την σταθερότητα που ωθεί τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια συμμαχία με το Ισραήλ, την Αίγυπτο του Σίσι και την Τουρκία του Ερντογάν. Αν ο τελευταίος δεν συνεχίσει να συμπεριφέρεται με έναν εντελώς απρόβλεπτο τρόπο, τότε αυτοί οι τρεις θα είναι οι πυλώνες της αμερικανικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο και θα είναι δύσκολο για την Ελλάδα και την Κύπρο να βρουν μια προνομιακή θέση στην αρχιτεκτονική αυτή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία θα είναι και ένας εξαιρετικός πελάτης της αμερικανικής στρατιωτικής βιομηχανίας μετά την απόφαση για παραγγελία των αεροσκαφών F35 και αυτό μετράει πολύ στον τρόπο σκέψης του Τραμπ. Μία τέτοια αρχιτεκτονική όμως, δεν είναι κάτι νέο, την ξέρουμε ως βασική αμερικανική επιλογή στην δεκαετία μετά το 1995.

 

Για την παγκόσμια οικονομία

Το επιστέγασμα βέβαια όλων αυτών των πολιτικών είναι τί θα κάνουν οι ΗΠΑ με την παγκόσμια οικονομία. Είναι βέβαιο ότι συμφωνίες όπως η ΤΤΙΡ θα αναβληθούν χωρίς όμως να αποφευχθούν στο τέλος. Ίσως ο Τραμπ δίνει άθελά του χρόνο στα κινήματα σε διεθνές επίπεδο να ανασυνταχθούν και να αντισταθούν από νέες καλύτερες ίσως θέσεις. Ίσως πάλι οι σημερινές καθεστωτικές-διαχειριστικές ελίτ να έχουν τελειώσει τον ωφέλιμο κύκλο τους και το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα να προβαίνει σε μια νέα «δημιουργική καταστροφή» των ελίτ και των διεθνών ισορροπιών που αυτές εξυπηρετούσαν.

 

*Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!