του Γιώργου Αναστασίου
Σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις επίκεινται σε Γαλλία και Γερμανία
Μετά τους σεισμούς του Brexit και του Τραμπ, η προσοχή όλων στρέφεται στο ιταλικό δημοψήφισμα και στις αυστριακές προεδρικές εκλογές, που θα πραγματοποιηθούν την επόμενη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου, και αμέσως μετά στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα διεξαχθούν τον επόμενο χρόνο στα ισχυρότερα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου: τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία τον Απρίλιο, και έπειτα τις εθνικές εκλογές στη Γερμανία. Και στις δύο χώρες οι παραδοσιακές συστημικές δυνάμεις, κεντροδεξιές και κεντροαριστερές, προετοιμάζονται ήδη όπως μπορούν για να αποτρέψουν μια ακόμη πανωλεθρία…
Στη Γαλλία η αποτυχία του «καμένου» Σαρκοζί να κερδίσει το χρίσμα της Κεντροδεξιάς, αλλά και το απογοητευτικό σκορ του θεωρούμενου ως φαβορί Αλέν Ζιπέ στις εσωκομματικές εκλογές, ανοίγει το δρόμο για την προεδρική υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού Φρανσουά Φιγιόν. Ο Φιγιόν πιθανότατα θα επικρατήσει του Ζιπέ στο δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών, αν και όλοι μέχρι πρόσφατα τον θεωρούσαν αουτσάιντερ (πού θα πάει, κάποια στιγμή θα κατανοήσουν οι «αναλυτές» ότι, στις εποχές που ζούμε, δεν πρέπει να βασίζονται και πολύ στις δημοσκοπήσεις…).
Γαλλική εκδοχή του Τραμπ;
Ο Φιγιόν δεν είναι βέβαια o «κλασικός» υποψήφιος μιας φιλοευρωπαϊκής γαλλικής κεντροδεξιάς. Μπόρεσε να κάνει την έκπληξη ακριβώς επειδή δεν δείχνει το μεγαλύτερο άγχος του να είναι η σωτηρία μιας Ε.Ε. υπό γερμανική ηγεμονία. Αντίθετα, έχοντας υιοθετήσει εδώ και καιρό το λεξιλόγιο του Τραμπ, διακηρύττει ότι «θα κάνει τη Γαλλία πρώτη δύναμη της Ευρώπης». Επιπλέον, παραμένοντας ακραίος νεοφιλελεύθερος και ταυτόχρονα συντηρητικός καθολικός, αποτελεί απειλή και για την Λεπέν. Πράγματι, αν κάποιος μπορεί να επαναπατρίσει στην παραδοσιακή Δεξιά εκατομμύρια ψηφοφόρων της, αυτός είναι ο Φιγιόν. Τέλος, πάλι σαν τον Τραμπ, εκφράζεται πολύ πιο φιλικά από οποιονδήποτε άλλον συστημικό υποψήφιο για τη Ρωσία του Πούτιν, αυξάνοντας την αβεβαιότητα στο δυτικό μπλοκ.
Αν ο Φιγιόν ανησυχεί σοβαρά τη Λεπέν, στο υποτίθεται αντίπαλο στρατόπεδο, αυτό που (κακώς…) ονομάζεται «γαλλική Αριστερά», η κατάσταση είναι κυριολεκτικά δραματική. Στο Σοσιαλιστικό Κόμμα πρωτοκλασάτα στελέχη αμφισβητούν ανοιχτά τον αντιδημοφιλή Ολάντ και ανακοινώνουν την υποψηφιότητά τους για τις προεδρικές εκλογές. Το Γαλλικό Κ.Κ., αφού έκανε ό,τι μπορούσε για να διαλύσει το Μέτωπο της Αριστεράς συμμαχώντας με τους «σοσιαλιστές» στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, τώρα παραπαίει, με μοναδικό (και ίσως ανέφικτο) στόχο να διατηρήσει το μηχανισμό του. Ο μόνος που διασώζεται είναι ο πρώην κοινός υποψήφιος της Αριστεράς, ο Μελανσόν, τώρα επικεφαλής της «Ανυπότακτης Γαλλίας», ο οποίος με τον αντισυστημικό λόγο του προσελκύει τόσο παραδοσιακούς αριστερούς ψηφοφόρους όσο και μια νέα γενιά αγανακτισμένων, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους με το κίνημα Nuit Debout.
Τι επιπτώσεις θα έχει η γερμανική λυκοσυμμαχία;
Στην έτερη μεγάλη δύναμη της Ευρώπης, η Μέρκελ ανακοίνωσε και επίσημα ότι θέτει εκ νέου υποψηφιότητα για καγκελάριος. Πριν όμως τις εθνικές εκλογές, που αναμένεται να πραγματοποιηθούν στις αρχές του φθινοπώρου, θα διεξαχθεί το Φεβρουάριο η εκλογή για την ανάδειξη προέδρου της χώρας – μια αναμέτρηση συμβολική μεν, δεδομένου του περιορισμένου ρόλου που έχει ο εκάστοτε Γερμανός πρόεδρος, αλλά αυτή τη φορά σημαντική. Το ίδιο ισχύει και για την αμφίρροπη προεδρική εκλογή της επόμενης Κυριακής στην Αυστρία: ναι μεν ο πρόεδρος (που εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία) δεν έχει ουσιαστικές εξουσίες, αλλά τυχόν επικράτηση του Νόρμπερτ Χόφερ θα επιβεβαιώσει ότι το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα είναι τόσο απεχθές ώστε στρώνει το χαλί στην Ακροδεξιά…
Η εκλογή προέδρου στη Γερμανία (όχι με καθολική ψηφοφορία, αλλά από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση, που απαρτίζεται από τους 630 βουλευτές και άλλους τόσους εκλέκτορες των κρατιδίων) αποκτά σπουδαιότητα διότι διεξάγεται σε στιγμές ιδιαίτερων τριγμών του παραδοσιακού γερμανικού πολιτικού συστήματος. Η εκλογή του κοινού υποψήφιου των δύο μεγάλων (και συγκυβερνώντων) κομμάτων, του σοσιαλδημοκράτη Στάινμαγερ, θεωρείται δεδομένη. Αλλά το ερώτημα είναι κατά πόσο η συνεχιζόμενη λυκοσυμμαχία Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών θα ενισχύσει κι άλλο την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία», η οποία λεηλατεί όλο και περισσότερο την εκλογική πελατεία της Μέρκελ, και όχι μόνο. Όσο για τη γερμανική Αριστερά, από τον πολύ ρεαλισμό των «μετριοπαθών» που κυριαρχούν στην ηγεσία της φαίνεται να χάνει άλλο ένα τρένο… Μόνο που αυτή τη φορά οι δικαιολογίες έχουν εξαντληθεί.