Του Φώτη Τερζάκη
Μιλάμε ακόμα, με κάποιον τρόπο, για τις ιδεολογίες στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό: και ειδικότερα, για τη μορφή με την οποίαν αναπαράγονται στην ελληνική κοινωνία σήμερα, διαθλώμενες μέσα από ιδιαιτερότητες της ιστορικής στιγμής, του τόπου, και σε ένα ιδιάζον υπόβαθρο διαμορφωμένο από ιστορικές εμπειρίες πολύ μεγαλύτερου βάθους.
Παράδοξη και διδακτική είναι η ιδεολογική κατάσταση των δύο πολιτικών κομμάτων που μοιράζονται πλέον ηγεμονικά την κοινοβουλευτική αρένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να σφυρηλατήσει μια ορισμένη ιδεολογική ταυτότητα, και να δημιουργήσει ένα ευρύτατο ρεύμα συναίνεσης γύρω του, στη βάση ενός προγράμματος που δεν μπορεί να υλοποιήσει· η Νέα Δημοκρατία αδυνατεί να βρει ιδεολογικό πρόσωπο, και να δημιουργήσει αντίστοιχες συναινέσεις, γύρω από ένα πρόγραμμα που ούτως ή άλλως υλοποιεί (ή ωθεί ενεργά στην υλοποίησή του). Ένα πράγμα δηλώνει αυτό. Σε ρητορικό επίπεδο, το επίπεδο των ιδεών δηλαδή στην ονομαστική τους αξία, όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί η «αριστερή» πολιτική, όπως αγωνίζεται να μας πείσει ο χορός των υπηρεσιακών διανοουμένων και δημοσιολόγων που μας επιτίθεται από παντού σήμερα, αλλά γίνεται απεναντίας απαίτηση ολοένα ευρύτερων στρωμάτων στην ίδια την αποσυντιθέμενη Ευρώπη – και αποδεικνύεται προπαντός από τα διαδοχικά κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα που χρειάζονται για την ανακοπή της… (1) Αντίθετα, η πολιτική που με σιδερένια πυγμή εφαρμόζεται, πρακτικά σε ολόκληρο τον κόσμο, από τις συνασπισμένες χρηματαγορές και τα θεσμικά τους όργανα δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να βρει νομιμοποιητικούς όρους για τον εαυτό της, έξω από την ίδια της την de facto ισχύ. Όλες οι αστικές ιδεολογίες του παρελθόντος –ο συντηρητισμός, θρησκευτικά είτε κοσμικά χρωματισμένος, ο εθνικισμός, ο ίδιος ο φιλελευθερισμός– επιστρατεύονται κατά περίπτωση, κουρελοειδώς και σε περιορισμένης αντοχής ρητορικά συνονθυλεύματα, όμως τα αξιακά τους θεμέλια έχουν σε τέτοιον βαθμό διαβρωθεί που είναι αδύνατο πλέον να συμπήξουν έναν στέρεο, συμπαγή και πειστικό λόγο.
* * * *
Ειδικά ο φιλελευθερισμός, που συχνότερα σήμερα τον επικαλούνται οι νέοι ιδεολόγοι, πρωτοστάτησε ήδη στον καιρό του, με μια χειρονομία που τότε φαινόταν ριζοσπαστική, στην καταστροφή κάθε άλλης θεμελιωτικής αξίας πέρ’ από μια ωφελιμιστικού τύπου υπόσχεση ευμάρειας. Όταν αποδείχθηκε ότι όρος για την επίτευξη μιας τέτοιας ευμάρειας ορισμένων ήταν η εξαθλίωση άλλων, και ότι στον βωμό τής διασφάλισής της θα έπεφταν πρώτες οι ίδιες εκείνες ατομικές ελευθερίες που επαγγέλθηκε –πράγμα που έγινε οριστικά με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο– ο φιλελευθερισμός ήταν ήδη νεκρός· η ρητορική επαναφορά του στα τέλη τού εικοστού αιώνα έχει την ίδια ποιότητα φάρσας που έχουν οι αντίστοιχες επαναφορές άλλων αξιακών λειψάνων – το έθνος, ο Θεός, η παράδοση, κ.ο.κ. Σήμερα, η φιλελεύθερη γλώσσα των «δικαιωμάτων» χρησιμοποιείται κυρίως υπέρ εκείνων των οικονομικών και πολιτικοστρατιωτικών λεβιάθαν που συνθλίβουν κυνικά την ατομικότητα και τη ζωή σε πλανητική κλίμακα. (2)
Αν είναι αλήθεια ότι ο φιλελευθερισμός δημιούργησε την «καθομιλουμένη» στην οποίαν αρθρώνονται όλα σχεδόν τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα στη Δύση –και ειδικά στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, απ’ όπου εξακτινώνεται στις υποτελείς περιφέρειες–, γίνεται ακόμη πιο εκκωφαντικό το χάσμα ανάμεσα στη ρητορική του και την τρέχουσα βιωμένη πραγματικότητα στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη: η εξαπάτηση που υπήρχε ανέκαθεν στις επαγγελίες του γίνεται πολύ πιο κατάφωρη και οδυνηρή σε περιόδους κρίσης, και η αδυναμία του να υποσχεθεί οτιδήποτε άλλο εκτός από μια καταναλωτική ευμάρεια, την οποία δεν μπορεί πλέον να παράσχει στους πολλούς, οδηγεί σε κατάρρευση και του τελευταίου ίχνους ορθολογικής αντίδρασης από μέρους των τελευταίων. Ιδεολογικές παρακρούσεις και φαινόμενα μαζικής ψυχοπαθολογίας, όπως αυτά των οποίων γινόμαστε μάρτυρες σήμερα, αναδύονται στο προσκήνιο, δίνοντας το έσχατο αυτονομιμοποιητικό επιχείρημα στη σκέτη ωμή και βουβή βία εκείνων που ακόμα ελέγχουν το παιχνίδι.
* * * *
Στην Ελλάδα, είναι αλήθεια, η φιλελεύθερη ρητορική ούτε ποτέ αγκαλιάστηκε ολόθερμα από τις κυρίαρχες ελίτ, ούτε, προπαντός, έπεισε τις λαϊκές τάξεις. Η αρρώστια του ευρωπαϊσμού, που πλήττει τόσο μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων σήμερα, έχει άλλες πηγές. Πρέπει κατ’ αρχάς να τη δούμε ως συνέχεια του αμερικανισμού, τελευταία ενσάρκωση του πάγιου δόγματος των νικητών τού Εμφυλίου, «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Τότε, η «Δύση» αυτή οριζόταν σε αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή «Ανατολή», το Σοβιετικό μπλοκ και τους συνοδοιπόρους του· σήμερα, ορίζεται μάλλον σε αντιδιαστολή με μια θολά φαντασιωμένη εικόνα «υπανάπτυξης» και «τρίτου κόσμου». Κατανοητό, βέβαια, εκ μέρους των ιθαγενών ηγεμονικών τάξεων, που ανέκαθεν νομιμοποιούσαν τον ρόλο και τα προνόμιά τους ως μεταπράτες υπερεθνικών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων – εκείνων τους οποίους τότε αποκαλούσαν «συμμάχους μας» (το ψυχροπολεμικό μοντέλο στρατός) και σήμερα προτιμούν να αποκαλούν «εταίρους μας» (το νεοφιλελεύθερο μοντέλο εταιρεία)· το ερώτημα είναι πώς και γιατί το δόγμα αυτό μπόρεσε να βρει εκείνη την απαραίτητη λαϊκή συναίνεση –και συχνά υπό το πέπλο μιας αριστερόφωνης ρητορείας «εθνικής ανεξαρτησίας»– ώστε να μεταφραστεί σε πάγια έμπρακτη πολιτική.
Πρόκειται, νομίζω, για ένα εξόχως ανορθολογικό ανακλαστικό που όχι μόνο δεν χρειάζεται έλλογη νομιμοποίηση, αλλά και την αποφεύγει εσκεμμένα διότι δύσκολα θα δεχόταν την εικόνα του εαυτού του που αυτή υποβάλλει: μιλάω για το σαδομαζοχιστικό ανακλαστικό της ταύτισης με τον ισχυρό και την ισχύ (αν θέλετε, το σύνδρομο «ταύτισης με τον επιτιθέμενο» της Άννας Φρόυντ). Στο συλλογικό φαντασιακό, η «Δύση» (ως μετωνυμία της οποίας σήμερα λειτουργεί η «Ευρώπη») κατοπτρίζει τα επιθυμητά αντικείμενα της ισχύος, της αφθονίας της ασφάλειας –μεταφορές όλα τής προστατευτικής γονεϊκής imago, εξακολουθητικά σαγηνευτικής στο ασυνείδητο ενός λαού του οποίου εξέχον γνώρισμα παραμένει ένας ψυχικός παιδομορφισμός. Η αποκοπή από αυτό το φαντασιώδες σώμα ανακαλεί, αντιστρόφως, εικόνες φτώχειας, αδυναμίας, κινδύνου – εμπειρίες ολότελα πραγματικές μέχρι χθες για μια κοινωνία που οι συγκυρίες την καταδίκασαν να ζήσει επί μακρόν στο περιθώριο των ιστορικών εξελίξεων και με όρους οδυνηρής εξάρτησης από κέντρα ισχύος, τις οποίες προβάλλει σε αυτό που φαντασιώνει ως «τρίτο κόσμο» – τόσο ισχυρότερα όσο λιγότερο τον γνωρίζει πραγματικά. Εδώ, επαρχιακός αυτοεγκλεισμός και ψυχική ανωριμότητα συγκροτούν ένα όντως ακαταμάχητο πλέγμα που είναι εγγύηση της πολιτικής τυφλότητας και των αυτοκαταστροφικών επιλογών – αδιαπέραστο από την παραμικρή αχτίδα κριτικής συνείδησης.
(1) Το πρόσφατο προεδρικό πραξικόπημα της Πορτογαλίας είναι, μετά την Ελλάδα, το τελευταίο παράδειγμα – θα μιλήσουμε όμως εκτενέστερα γι’ αυτά προσεχώς.
(2) Οι αμερικανικές «Συμφωνίες Εμπορίου και Επενδύσεων» (ΤΡP και TTIP) του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, μία από τις τρομακτικότερες παγκόσμιες απειλές αυτή τη στιγμή που μιλάμε, διατυπώνονται άκρως αποκαλυπτικά στη γλώσσα των «δικαιωμάτων». Δεν έχουν δικαίωμα, δηλαδή, οι επιχειρηματικοί κολοσσοί να προστατεύσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, την απρόσκοπτη εκμετάλλευση εργασιακής δύναμης και φυσικών πόρων, από την αλόγιστη δράση εθνικών κυβερνήσεων, περιβαλλοντικών οργανώσεων και εργατικών συνδικάτων που τα υπονομεύουν;