Ταινία κοινωνικής αφύπνισης Ο Νόμος της Αγοράς

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Αν το Χόλιγουντ κατάφερε με το Ραντεβού στον αέρα (2009), του Τζέισον Ράιτμαν, να προϊδεάσει τα πλήθη για το άγριο κύμα απολύσεων, με τον Τζωρτζ Κλούνεϊ ψυχρό αξιολογητή όσων πρόκειται να απολυθούν, ίσως αντίστοιχα ύπουλα, η πρόσφατη ταινία ο Αρχάριος της Νάνσι Μέγιερς προετοιμάζει το έδαφος για το επόμενο βήμα, την κατάργηση της σύνταξης, με τη συμβολή του Ρόμπερτ ντε Νίρο στο ρόλο ενός 70χρονου συνταξιούχου, που επανέρχεται στην εργασιακή ρουτίνα, με πρόσχημα ότι είναι πολύτιμη η πείρα του, υποθηκεύοντας στην ουσία όχι μόνο το «δικαίωμα στην τεμπελιά», όπως θα κάγχαζε και ο Λαφάργκ, αλλά το κεκτημένο με αγώνες δικαίωμα των υπερήλικων στη σύνταξη, εγκαινιάζοντας μια υπόδουλη ζωή, με μοναδικό προορισμό την εργασία μέχρι τον τάφο.

Στον αντίποδα της Χολιγουντιανής φτιασιδωμένης αισθητικής, που ενισχύεται με συγκινησιακή φόρτιση από κατάλληλες μουσικές, η απλή και περιεκτική ρεαλιστική ταινία του άγνωστου σε μας 49χρονου Γάλλου Στεφάν Μπριζέ, Ο Νόμος της Αγοράς, προβληματίζει το ευρύ κοινό για την επίθεση στα εργασιακά ζητήματα, την κατάργηση των κεκτημένων και τον αφοπλισμό των συνδικάτων.

Ο Τιερί, ένας απολυμένος εργάτης, πατέρας παιδιού με ειδικές ανάγκες, παραιτείται από τη συλλογική διεκδίκηση κατά της παράνομης απόλυσής του και αναζητά δουλειά. Αφού υποστεί την ψυχοφθόρο διαδικασία της συνέντευξης, δέχεται τη θέση φρουρού σε πολυκατάστημα, με τίμημα να γίνει υποχείριο των αφεντικών. Υπό διαρκή αξιολόγηση σε σεμινάρια για άνεργους, κατακρίνονται η στάση του σώματός του στη συνέντευξη, η ένταση και ο τρόπος ομιλίας του, μέχρι και η αμφίεση, που απαιτεί κουστούμι και γραβάτα, ένδειξη υποταγής στα καθιερωμένα, μακριά από κάθε διάθεση απόκλισης. Ο Τιερί κινηματογραφείται μονίμως σε διαπραγμάτευση με συναδέλφους, εργοδότες, κοινωνικούς λειτουργούς και τραπεζικούς υπαλλήλους. Η παρακολούθηση των πάντων από κλειστό κύκλωμα με κρυφές κάμερες στο σούπερ μάρκετ επισημαίνει το γεγονός ότι κάθε εισερχόμενος αντιμετωπίζεται ως εν δυνάμει κλέφτης.

Τον παρακολουθούμε να συνεργεί στην κατάδοση πελατών που διαπράττουν μικροκλοπές, στην αποπομπή συναδέλφων του επειδή συγκέντρωναν κρυφά εκπτωτικά κουπόνια, ενώ μένει ασυγκίνητος ακόμα και στον εξευτελισμό ενός γέρου συνταξιούχου, που αδυνατεί να πληρώσει το κομμάτι κρέας που είχε κλέψει. Με την κάμερα να τον ακολουθεί κυρίως από πίσω, βλέπουμε συχνότερα το σβέρκο του, παρά το ηττημένο βλέμμα του, που αντανακλά διάθεση υποταγής. Την ευαίσθητη πλευρά του μαρτυρούν μικρές καθημερινές σκηνές, ενώ ο χαρακτήρας του χτίζεται μέσα από διαλόγους και οικονομικά παζάρια, σηματοδοτώντας και την ταξική του θέση. Οι εργασιακές σκοτούρες διακόπτονται από τις σκηνές μαθημάτων χορού που παρακολουθούν με τη σύζυγό του, αποφορτίζοντας την αγχωτική ζωή τους, ενώ αποτελούν και τις μοναδικές στιγμές όπου ακούγεται αμυδρά μουσική, σε μια απογυμνωμένη από μελωδίες ταινία, παραδομένη στους φυσικούς ήχους και στους διαλόγους.

Με την καθαρή ορμή μιας ρεαλιστικής ντοκιμαντερίστικης σχεδόν κινηματογράφησης, πότε με απλά σταθερά πλάνα που τοποθετούν στο κάδρο το σημαινόμενο των αντικρουόμενων ταξικά πλευρών μέσα απ’ τους διαλόγους, και πότε με κάμερα ελεύθερη να ακολουθεί σφιχτά τον πρωταγωνιστή, κατά τα πρότυπα του κοινωνικού σινεμά των Βέλγων αδερφών Νταρντέν, ο Στεφάν Μπριζέ ακολουθεί το παράδειγμα του σύγχρονού του Λοράν Καντέ (Ανθρώπινο δυναμικό -1999, Ελεύθερος Ωραρίου -2001) μακριά από τους διδακτισμούς του Κεν Λόουτς, και δημιουργεί μια γεμάτη ένταση ταινία, για τη βασανιστική διαδικασία της ταξικής συνειδητοποίησης του πρωταγωνιστή, μέσα από την εργασιακή πορεία του. Η χρόνια ανεργία, καθοριστικό σχέδιο κατάργησης εργασιακών κεκτημένων ήδη από τις σκληρές αντιπαραθέσεις επί Θάτσερ, σε συνδυασμό με τη φθορά των αναγκών της καθημερινότητας, εξαντλεί την πίστη του στους συλλογικούς αγώνες, μεταστρέφοντάς τον μέσα από μια μεμονωμένη εξαθλίωση σε καταπιεστή, εκβιαστή και καταδότη, αναπαράγοντας έτσι την αδικία και τη βία.

Η υποδειγματική, απλή κινηματογράφηση του Μπριζέ εμπεριέχει μια δυναμική διεργασία που μετατρέπει το σινεμά σε εργαλείο πολιτικής σκέψης, με στόχο την αφύπνιση μέσα από την κοινωνική ευαισθητοποίηση. Ο θεατής ταυτίζεται με μια τετριμμένη περίπτωση πρωταγωνιστή, στο μεταίχμιο μιας αμφιλεγόμενης ηθικής επιλογής, όταν οι συνθήκες είναι αυτές που τον μετατρέπουν από δοσίλογο σε ήρωα, όταν τολμήσει να αντισταθεί, διακόπτοντας τη διαδικασία συνενοχής στον εξευτελισμό συνανθρώπων του.

Δικαίως ο Βενσάν Λιντόν απέσπασε το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η λαϊκή υπόσταση της έκφρασής του και οι ερμηνευτικές επιλογές του τελευταία, τον κατατάσσουν σε ενσαρκωτή ήρωα της εργατικής τάξης, γνήσιο διάδοχο σε σύγχρονη εκδοχή του Ζαν Γκαμπέν, λαϊκού ήρωα του γαλλικού σινεμά, που με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Ζαν Ρενουάρ πρωτοστάτησε ως φιγούρα του Λαϊκού Μετώπου, στη μεσοπολεμική Γαλλία του ’30.

Όαση στο περσινό φεστιβάλ Καννών όπου πρωτοπροβλήθηκε, η ταινία υπήρξε η μοναδική σε άμεση αντιστοιχία με την μιζέρια στην οποία ωθούνται ολοένα και περισσότεροι λαοί μιας ρημαγμένης κοινωνικά Ευρώπης, χαρίζοντας ξανά στο γαλλικό σινεμά την αίγλη κοινωνικού προβληματισμού.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!