Το τελευταίο, πριν το θάνατό του, ανολοκλήρωτο διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Ο Φάρος» (1849), για έναν φαροφύλακα με τον σκύλο του, σε κάποιο νησί στη Νορβηγία, εμπνέει δυο αδέρφια, τους Αμερικανούς Ρόμπερτ και Μαξ Έγκερς, για τη δημιουργία ενός ομότιτλου ασπρόμαυρου ψυχολογικού θρίλερ, σε σκηνοθεσία του πρώτου και σεναρίο του δεύτερου. Το στιβαρό εικαστικά αποτέλεσμα συνδυάζει τη μακάβρια πλευρά του Πόε με την αγγλική γκόθικ αισθητική φανταστικών ταινιών τρόμου.

Ένα πλοίο ζυγώνει από μακριά και δυο άντρες, ένας νέος και ένας γηραιότερος, προσεγγίζουν με βάρκα ένα απομονωμένο νησάκι με φάρο, στην Νέα Αγγλία των ΗΠΑ, τέλη του 19ου αιώνα. Πρόκειται για την αλλαγή βάρδιας των φαροφυλάκων για τις επόμενες τέσσερεις βδομάδες. Ο νεαρός Εφραίμ Γουίνσλοου (Ρόμπερτ Πάτινσον) θα δουλέψει υπό τις εντολές του βάναυσου μεθύστακα Τόμας Γουέικ (Γουίλιαμ Νταφόε). Στην κορυφή του πετρόχτιστου κυλινδρικού πύργου του φάρου, που δεσπόζει στα μακρινά εξωτερικά πλάνα, βρίσκεται το υαλοστάσιο με τον περιστρεφόμενο μηχανισμό φωτοβολίας, όπου ολονύχτια συντηρείται με ευλάβεια το φως από τον Γουέικ, που διεκδικεί αποκλειστική πρόσβαση εκεί, κρατώντας μακριά τον Γουίνσλοου, απασχολημένο με τις καθημερινές σκληρές αγγαρείες. Η φιγούρα του γυμνού μεθυσμένου γέρου, στη βαθιά νύχτα, να περιφέρεται σαν μαγεμένος, γύρω από το φως του φάρου, εξάπτει τη φαντασία του Γουίνσλοου, που αμφισβητεί την αποκλειστικότητα του Γουέικ. Ο χρόνος χάνεται, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παραισθήσεων θολώνουν, βουτηγμένα σε πυκνή ομίχλη που ολισθαίνει στο χάος και στην τρέλα.

directed by Robert Eggers, an A24 Films release. Credit : A24 Films

Επαναφέροντας νοσταλγική χροιά κινηματογράφησης, ο Ρόμπερτ Έγκερς χρησιμοποιεί ασπρόμαυρο φιλμ 35 χιλιοστών, αποδίδοντας πειστικά την αισθητική του 19ου αιώνα, μετά από ενδελεχή έρευνα της φωτογραφικής αισθητικής της εποχής, ενώ, σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκε, επιλέγει τετράγωνο φορμάτ, υπογραμμίζοντας την κλειστοφοβική αίσθηση του περιορισμένου χώρου, στη μικρή απόκρημνη βραχονησίδα. Αργές εστιάσεις στα σκιασμένα πρόσωπα μεταφέρουν εξπρεσιονιστική αίσθηση, ενώ η χρήση συνεχόμενων λήψεων διαρκείας, μέσα από μακρόσυρτα τράβελινγκ, συνδιαλέγεται με πλάνα κάτοψης και χαοτικές λήψεις από κάτω προς τα πάνω στο σπειροειδές κλιμακοστάσιο του φάρου.

Σε έναν άνισο καταμερισμό καθηκόντων, ο Γουίνσλοου κοπιάζει ασταμάτητα, υπακούοντας τις εντολές του τυραννικού Γουέικ, που ως σάτυρος μπεκροπίνει, ξεστομίζοντας βρισιές, κατάρες και εδάφια από τη Βίβλο. Η αγριωπή φυσιογνωμία του με ατίθασα γένια, πίπα και ναυτικό καπέλο, παραπέμπει στον αυταρχικό καπετάνιο του «Μόμπι Ντικ».

Οι παραλλαγές της ίδιας ιστορίας από τον φαντασιόπληκτο Γουέικ, που απαγγέλει με ρίμα και ποιητικό στόμφο, ξεδιπλώνουν ιστορίες της προφορικής παράδοσης που καταγράφουν τις δεισιδαιμονίες προληπτικών ναυτικών. Το επιμελημένο σενάριο αποδίδει γλωσσικά την εποχή της ταινίας, αναδεικνύοντας χαρακτηριστικές λέξεις και ιδιώματα, με αναφορές στους λογοτέχνες του 19ου αιώνα Πόε, Χέρμαν Μέλβιλ και Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον.

Αγγίζοντας υπαρξιακές και φιλοσοφικές διαστάσεις, η ταινία συμπυκνώνει το νόημα της ζωής στην αλληγορία του φάρου. Φωτεινοί γίγαντες που διαπερνούν το σκοτάδι, οι φάροι αποτελούν στο συλλογικό φαντασιακό σύμβολο ελπίδας και γνώσης, στην αέναη πάλη του ανθρώπου για επιβίωση. Η θνητή μοίρα του ανθρώπου ξεπροβάλλει στην ταινία μέσα από το διονυσιακό στοιχείο, μόλις οι πρωταγωνιστές ξεκινήσουν το πιοτό. Ρεψίματα, αέρια, αγκομαχητά και ροχαλητά ακυρώνουν κάθε προσπάθεια ανύψωσης του απολλώνιου πνεύματος, χτίζοντας την ταινία μέσα από αντιθετικά σχήματα: φως-σκοτάδι, νιάτα-γηρατειά, έλξη-απώθηση, επιβολή-υποταγή, αναδεικνύοντας εξουσιαστικές σχέσεις, σεξουαλικές ορμές και ένστικτο επιβίωσης. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως έκπτωτος άγγελος, που κυριεύεται από ένστικτα και ρέπει προς βία και αποχαύνωση. Οι πρωταγωνιστές αναπτύσσουν σκληρό ανταγωνισμό και σαδισμό, ενώ μπεκροπίνουν, τραγουδούν βροντοφωνάζοντας και εκτονώνονται χοροπηδώντας.

Το κλειστοφοβικό σκηνικό της βραχονησίδας με τον φάρο, καταμεσής μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας, με τους πρωταγωνιστές σε ακραίες συνθήκες απομόνωσης, δημιουργεί εκρηκτικό πεδίο συγκρούσεων, αναπτύσσοντας προς το τέλος έντονη σωματικότητα στο μεταίχμιο ταπεινωτικού ερωτισμού, που ανακαλεί τους σκληρούς στίχους του «Now I Wanna Be Your Dog» των Stooges. Οι ήρωες γρονθοκοπιούνται, κυλιούνται στις λάσπες και κυνηγιούνται με τσεκούρια, όπως στη «Λάμψη» (1980) του Κιούμπρικ.

Το σχήμα αντιστροφής των σχέσεων εξουσιασμού-υποταγής των πρωταγωνιστών παραπέμπει στο ψυχολογικό δράμα «Ο υπηρέτης» (1963) του Τζόζεφ Λόουζι, ενώ η επιβολή μέσα από τον ερωτισμό σε καταπιεστικά περιβάλλοντα εγκλεισμού, περιγράφεται και στο ερωτικό δράμα «Querelle» (1982), του Φασμπίντερ, για έναν καβγατζή ναύτη.

Η εξοβελισμένη στην ταινία του Έγκερς γυναικεία παρουσία συνοψίζεται στο σκαλιστό κοκάλινο αγαλματίδιο γοργόνας, αρχικά σαν τελετουργικό φυλαχτό και αργότερα αντικείμενο λατρείας που δεσπόζει ως εφιαλτική φαντασίωση νεκρικής υπόστασης και γκόθικ εικονογραφικής αισθητικής, ανακαλώντας τη μυθολογική γοργόνα-σειρήνα και την πνιγμένη σαιξπηρική Οφηλία, στον ομώνυμο πίνακα (1851) του Άγγλου Προραφαηλίτη Τζον Έβερετ Μιλέ.

Στα πλάνα της στέρνας, οι γλάροι αποτελούν απειλή σε αντιστοιχία με «Τα Πουλιά» (1963) του Χίτσκοκ, απ’ τους πρώτους που μετουσίωσαν στο σινεμά τα μακάβρια μοτίβα της γοτθικής λογοτεχνίας, με την ψυχαναλυτική υπόσταση των ονείρων.

Τα αλλόκοτα θαλασσοπούλια επιστρατεύονται για να εκφράσουν τον ανθρώπινο φόβο και μια βιβλική τιμωρία για την «αμαρτωλή» ανθρώπινη φύση. Η επιθετική συμπεριφορά τους ταιριάζει περισσότερο στα κοράκια, ανακαλώντας το ελεγειακό ποίημα «Το Κοράκι» (1845) του Πόε, για έναν νεαρό που θρηνώντας εμμονικά τη χαμένη του αγάπη, οδηγείται στην τρέλα.

Στις ίδιες σκηνές γίνεται αντιληπτή και μια χρονική μετατόπιση της ταινίας. Πρώτα βλέπουμε το αποτέλεσμα μιας πράξης και στη συνέχεια ανακαλύπτουμε πώς και πότε τελέσθηκε. Παρότι πρόκειται για αναδρομή στο παρελθόν, η σκηνή παρουσιάζεται σε γραμμική αφηγηματική ροή, εντείνοντας τη χρονική αμφισημία των πρωταγωνιστών που χάνουν κάθε αίσθηση χρόνου.

Η οθόνη που γεμίζει από τα γρανάζια του μηχανισμού περιστροφής της λυχνίας του φάρου ανακαλεί την κοντστρουκτιβιστική αισθητική σοβιετικών πρωτοποριακών ταινιών, ενώ η σουρεαλιστική εικόνα του Γουίνσλοου μέσα σε ανυψωμένο βαρέλι με σκάλα, μοιάζει να έχει ξεπεταχτεί από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.

Στα απέριττα εσωτερικά πλάνα μετουσιώνεται η σκηνογραφική λιτότητα στον Ντράγιερ, η επιβλητική όμως σκοτεινή ασπρόμαυρη αισθητική και το στυλ κινηματογράφησης αναφέρονται περισσότερο στον Μπέλα Ταρ, με το υαλοστάσιο του φάρου να ανακαλεί το γυάλινο παρατηρητήριο στον «Άνθρωπο από το Λονδίνο» (2007). Πλάνα του εκτυφλωτικού περιστρεφόμενου φωτός πίσω από τους δακτυλίους διαθλαστικών πρισμάτων, υπάρχουν και στην ασπρόμαυρη βουβή γαλλική ταινία «Οι φύλακες του Φάρου» (1929/Ζαν Γκρεμιγιόν). 

Πειραματική διάσταση χαρακτηρίζει τις ατμοσφαιρικές συνθέσεις αυξανόμενης ρυθμικής περιοδικότητας του Μάρκ Κόρβεν, ενώ το αλλοτινό αποτύπωμα της ταινίας μεταγγίζεται μέσα από τα ρυθμικά ναυτικά τραγούδια των πρωταγωνιστών, όπως το παραδοσιακό «Doodle Let Me Go» που ακούγεται και στους τίτλους τέλους στην αυθεντική του εκδοχή.

Το τελικό πλάνο με τον Γουίνσλοου γυμνό στα βράχια, αναφέρεται στον μύθο του Προμηθέα, που τιμωρήθηκε σκληρά από τον Δία επειδή έκλεψε τη φωτιά των θεών για τους ανθρώπους.

Το περσινό αγγλικό θρίλερ μυστηρίου «Ο Φαροφύλακας» του Κρίστοφερ Νίχολμ, παρουσιάζει αντιστοιχίες με την ταινία του Έγκερς εμπεριέχοντας επίσης απομόνωση που οδηγεί στην τρέλα. Υιοθετεί όμως συμβατικό εμπορικό περιτύλιγμα, δίνοντας έμφαση σε ρόλους και ερμηνείες, σε αντίθεση με την ανεξάρτητη αμερικάνικη παραγωγή του Έγκερς, που παρουσιάζει τολμηρή φόρμα με εικαστικές και κινηματογραφικές αναφορές, υποστηρίζοντας την αλληγορική διάσταση της ιστορίας.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

INFO:

  • Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, αυτό το Σαββατοκύριακο 1και 2/2/2020, προβάλλονται από 16:00-22:00 οι βραβευμένες ταινίες του 22ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους, με ημερήσιο εισιτήριο, καθώς και οι ταινίες της 19ης Camera Zizanio, με ελεύθερη είσοδο.
  • Στο κτίριο «Νίκος Κούνδουρος», Τοσίτσα 11, της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών (ΕΕΣ) διεξάγεται από 31/1 έως 3/2/2020 το 1ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ για νέους δημιουργούς «Στιγμές αλήθειας», με συζητήσεις και προβολή 20 ντοκιμαντέρ πρόσφατης παραγωγής μικρού και μεγάλου μήκους, νέων σκηνοθετών, με ελεύθερη είσοδο.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!